Μια φράση που έχει αποδοθεί στον Αρ. Ωνάση συμβουλεύει ότι :

“Για να δείχνεις επιτυχημένος, συνέχισε να είσαι μαυρισμένος, να ζεις σε ένα κομψό κτίριο (ακόμα κι αν είσαι στο υπόγειο), να σε βλέπουν σε κομψά εστιατόρια (ακόμα κι αν παραγγέλνεις μόλις ένα ποτό) και αν δανείζεσαι, να το κάνεις μόνο για μεγάλα ποσά”.

Παρότι η συμβουλή αυτή δόθηκε από έναν μεγιστάνα προ 5 δεκαετιών, όταν δηλαδή λαιφ σταιλ δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια στην Ελλάδα, οι Έλληνες, δοθείσης της ευκαιρίας (Ε.Ε.) υλοποίησαν στο ακέραιο την υπόδειξη αυτή, αποδεικνύοντας ότι μια αφορμή ήθελαν μονό και ότι το καλώς φαινεσθαι είναι στο DNA μας και, γιατί όχι, το απολαμβάνουμε.

Οι λόγοι για το καλώς φαίνεσθαι είναι πολλοί, κοινωνική και επαγγελματική αποδοχή, επιρροή στο γυναίκειο φύλο και σε ανταγωνιστές για τους άνδρες και πρόκληση εντυπώσεων υψηλού ανταγωνισμού για τις γυναίκες.

Η πιο χαρακτηριστική έκφανση του καλώς φαίνεσθαι, δηλαδή της επίδειξης της οικονομικής ευρωστίας και κοινωνικής ανωτερότητας αλλά και μεγαλοψυχίας ήταν οι θρυλικοί τσακωμοί των ελλήνων προ κρίσης για το ποιος θα πρωτοπληρώσει το λογαριασμό στο τραπέζι.

Μέχρι που σήμερα φτάσαμε στο ακριβώς αντίθετο.

Με την κρίση δημιουργήθηκε ένα ψυχολογικό σχίσμα.

Η φτωχοποίηση σημαντικού μέρους της κοινωνίας όχι μόνο απέκλεισε το κομμάτι αυτό από σημαντικό μέρος δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας και κοινωνικοποίησης αλλά δαιμονοποίησε γενικά την κατανάλωση και την επίδειξη πλούτου και καλής ζωής.

Παράλληλα ακόμα και πληθυσμοί της ανώτερης μεσαίας τάξης βρέθηκαν με σημαντικές όφειλες και προ αδιεξόδου.

Έτσι ο Έλληνας βρέθηκε εγκλωβισμένος από τη μια σε μια ανθρωπινή ανάγκη για εξωστρέφεια, ψυχαγωγία και  λελογισμένη επίδειξη της ικανότητας του (social proof) αλλά και την αδήριτη ανάγκη για αυτοσυγκράτηση τόσο για λόγους ανάγκης όσο και για λόγους αποφυγής κοινωνικής κατακραυγής δοθέντος ότι ο πλούτος δαιμονοποιήθηκε λόγω των καταχρήσεων που έγιναν στην Ελλάδα και την οδήγησαν στην πτώχευση.

Δεν είναι έκπληξη λοιπόν ότι ακόμα και σήμερα και καθ όλη τη διάρκεια των αντιδράσεων επί των μνημονίων (διαδηλώσεις κλπ) πιο πολύ αντιδρούσαν σε αυτά οι βολεμένοι του συστήματος, πάρα όσοι είχαν αποκλειστεί/αδικηθεί απ αυτό και είχαν υποστεί τεράστιες θυσίες (άνεργοι , ομολογιούχοι, υποαπασχολούμενοι,  κλπ).

Οι οποίοι και αυτοπεριορίστηκαν στο περιθώριο χωρίς φωνή με δίκη τους ευθύνη, εν πολλοίς.

Με αλλά λόγια επαναστάτες έγιναν οι έχοντες και ουχί οι εξαθλιωμένοι.

Η δεύτερη κατηγορία αδυνατεί να αρθρώσει δημόσιο λόγο αλλά και να πρωτοστατήσει σε οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή αντίδραση, τόσο γιατί αυτά δεν είναι οικεία φαινόμενα στον ελληνικό λαό (πάρα μόνο στα συνδικάτα μισθωτών κυρίως του δημοσίου) όσο και γιατί ανέπτυξαν ένα είδος προσωπικής ανεπάρκειας – ντροπής από την μεταμνημονιακη κοινωνική έκπτωση τους.

Κλήθηκαν να διαχειρισθούν 2 ταυτόχρονα τραύματα, την έκπτωση της κοινωνικής τους εικόνας και την οικονομική τους κατάρρευση.

Μετά το πρώτο σοκ, δεδομένης της ανθρώπινης ανάγκης για αυτοσεβασμό και κοινωνική αποδοχή, αρκετοί προσπαθούν να εξακολουθούν να δείχνουν «ισχυροί» μέσα από τον τρόπο ζωής τους, έστω και υπό τις συνθήκες που όριζε η φράση του Ωνάση.

Ταυτόχρονα προσπαθούν να διαχειρισθούν την ανασύνταξη τους και την οικονομική επανένταξη τους σε μια χώρα που δεν λέει να ορθοποδήσει υστέρα από 8 χρόνια και να τους παράσχει την παραμικρή ευκαιρία, ενώ η καθημερινότητα τους σκιάζεται ανάμεσα στις ουρές για πληρωμή των δημοσίων βαρών και τη «δια βίου μάθηση», την κοτσάνα δηλαδή της συνεχούς επιμόρφωσης με την ελπίδα ότι ίσως βρεθεί κάποια εργασία.

Η αίσθηση της προσωπικής περηφάνιας του έλληνα είναι πολύ ισχυρή, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο λαό.

Όταν νιώθει ότι χάνει το πρόσωπο του στην κοινωνία, ακόμα και όταν δεν φταίει ο ίδιος, αποδυναμώνεται.

Γι αυτό το λόγο οι φωνές που ακούγονται μέχρι σήμερα υπέρ ή κατά των μνημονίων, μέσα ή έξω από την Ευρώπη και για κάθε άλλο ζήτημα είναι φωνές μιας μικρής –υπερήλικης κυρίως– ελίτ,  που ακόμα αντέχει να έχει την πολυτέλεια του χρόνου δημοσίων διαξιφισμών και υπεραναλύσεων που σπάνια έως ποτέ θίγουν πραγματικά προβλήματα και αδικίες και δεν ποτέ λύσεις.

Για τα τηλεοπτικά media ούτε λόγος. Εκεί τα λαϊκά στρώματα προσκαλούνται να πουν τη γνώμη τους μόνο ως τρολ σε χιουμοριστικές εκπομπές σε απλουστευμένες και προκατασκευασμένες φόρμες ερωτημάτων, συχνά δικαιώνοντας τη φήμη της «αμόρφωτης μάζας».

Η συμβουλή του Ωνάση είχε και έχει ουσιαστικότατη ωφέλεια για την ατομική επιτυχία και την ενίσχυση της  αυτοεικονας και κοινωνικής αποδοχής του άτομου, αλλά σε ζόρικες εποχές είναι φανερό ότι χρειάζεται και μια συλλογική γνώση, δράση και ευθύνη, την οποία δεν έχουμε κατακτήσει, ούτε κατά διάνοια.  Και αυτό είναι το μόνο μας θεμελιώδες ελάττωμα και η αχίλλειος πτέρνα μας ως λαού.

Facebook Comments