Τον τελευταίο μήνα είχαμε τρεις μείζονες και πιθανώς αλληλένδετες πολιτικές εξελίξεις με επίκεντρο τα κοινοβούλια. Χρονολογικά οι εξελίξεις αυτές έχουν ως εξής: Αρχικά η βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων αρνήθηκε να δώσει έγκριση στην κυβέρνηση Κάμερον για στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία.

Κατόπιν ο πρόεδρος Ομπάμα στράφηκε προς το Κογκρέσο, για να λάβει έγκριση για το ίδιο θέμα.

Τέλος το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αρνήθηκε να πριμοδοτήσει τα λεγόμενα «βιοκαύσιμα πρώτης γενιάς», δηλαδή τις καλλιέργειες που χρησιμεύουν ως καύσιμα στις μεταφορές, λόγω του αρνητικού περιβαλλοντικού αντικτύπου τους. Και στις τρεις περιπτώσεις η ψήφος, πραγματική ή επαπειλούμενη (όπως στην περίπτωση του Κογκρέσου), ενός κοινοβουλίου σημάδεψε μία πολιτική στροφή, η οποία μέχρι πριν από λίγο καιρό φάνταζε μάλλον αδιανόητη.

Ο μεγάλος γάλλος πολιτειολόγος Georges Burdeau ανέλυσε στο δεκάτομο «Εγχειρίδιο πολιτικής επιστήμης» του τη διάκριση μεταξύ της «κυβερνώμενης δημοκρατίας» (démocratie gouvernée) του 19ου αιώνα και της «κυβερνώσας δημοκρατίας» (démocratie gouvernante) του 20ού αιώνα.

Σύμφωνα με την τυπολογία του Burdeau η πρώτη ταυτίζεται με την άνοδο του πολιτικού φιλελευθερισμού και τις αρχές του: κοινοβουλευτική δημοκρατία, κράτος δικαίου, προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και των μειονοτήτων, ελεύθερη και έλλογη δημόσια συζήτηση στη βάση των συλλογικών αποφάσεων. Στην περίοδο αυτή τα κοινοβούλια των μεγάλων δυτικών δημοκρατιών συγκέντρωναν πραγματική εξουσία, ενώ οι βουλευτές απολάμβαναν ελευθερία συνείδησης και έπρεπε να πειστούν με επιχειρήματα, προτού δώσουν την ψήφο τους.

Η «κυβερνώσα δημοκρατία», που ακολούθησε την άνοδο της αστικοποίησης, της ραγδαίας εκβιομηχάνισης, του εργατικού κινήματος και των μαζικών πολιτικών κομμάτων τον 20ό αιώνα, γεννήθηκε λόγω της αδυναμίας των φιλελεύθερων δημοκρατιών να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις οικονομικές κρίσεις και τις έντονες κοινωνικές αντιπαραθέσεις ιδίως μετά το μεγάλο κραχ του 1929.

Έτσι οι δημοκρατίες ενίσχυσαν την εκτελεστική εξουσία και την κομματική πειθαρχία χάριν της κυβερνησιμότητας, προκειμένου να σταθούν ως αντίπαλο δέος απέναντι στα φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα, που τότε εξέφραζαν πλατιές μάζες στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Αυτή η τάση συνεχίστηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την άνοδο του κοινωνικού κράτους, των διοικητικών γραφειοκρατιών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Η Ε.Ε. δημιουργήθηκε άνωθεν, από διοικητικές ελίτ, χωρίς άμεση κοινοβουλευτική νομιμοποίηση, με κύριο καθήκον την ταχύρυθμη ανάπτυξη της καθημαγμένης ηπείρου και την παγίωση μιας ειρήνης βασισμένης στο αμοιβαίο οικονομικό συμφέρον των κρατών. Το μοντέλο της «κυβερνώσας δημοκρατίας» στη Δύση υπήρξε λειτουργικό, όσο έστεκαν οι δύο πόλοι του Ψυχρού Πολέμου και όσο παραγόταν και αναδιανεμόταν αρκετή ευημερία, για να στηριχθεί η αγοραστική δύναμη μιας διαρκώς διογκούμενης μεσαίας τάξης.

Σήμερα όμως η πολύπλευρη κρίση νομιμοποίησης και η συναισθηματική απεμπλοκή των πολιτών από τη δημόσια σφαίρα έχουν πλέον προσλάβει τεράστιες διαστάσεις: Η Ενωμένη Ευρώπη έχει αποξενώσει τα λαϊκά στρώματα, επειδή δεν εκλαμβάνεται ως ικανή να τα προστατεύσει από την αποβιομηχάνιση, τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και τη φτωχοποίηση. Η μεσαία τάξη συμπιέζεται διαρκώς, έχει χάσει τον προσανατολισμό της και βλέπει το βιοτικό επίπεδο των παιδιών της να υποχωρεί.

Όλα αυτά συντείνουν στην άνοδο μιας δημαγωγικής άκρας Δεξιάς, που υπόσχεται απλότητα στη θέση της πολυπλοκότητας, προστατευτισμό απέναντι στην οικονομική φιλελευθεροποίηση και εθνική προτίμηση απέναντι στην αύξηση των μεταναστευτικών ροών.

Η άνοδος ενός απλουστευτικού δεξιού λαϊκισμού γεννά άγχος στις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις όλου του πολιτικού φάσματος και ασκεί πίεση στην κεντροδεξιά, μέρος της οποίας αποκτά τον πειρασμό μιας προγραμματικής σκλήρυνσης, προκειμένου να χτίσει ανάχωμα. Το αποτέλεσμα όμως είναι το αντίθετο: Αυτή η όσμωση λειτουργεί μονοσήμαντα ως συγκοινωνούν δοχείο προς την άκρα δεξιά. Σε αυτό το σκηνικό παρατηρείται εσχάτως μία δυναμική αναγέννηση της «κυβερνώμενης δημοκρατίας» ιδίως στις αγγλοσαξονικές χώρες. Έτσι εγκαθίσταται ένα ρήγμα στην καρδιά του δυτικού κόσμου:

Ο συμβιβασμός μεταξύ του πολιτικού φιλελευθερισμού και των αξιών του από τη μια μεριά και της αρρύθμιστης παγκοσμιοποίησης με τις διαχειριστικές ελίτ τους από την άλλη γίνεται ολοένα και πιο ασταθής, γεννώντας ανασφάλεια και δίνοντας ώθηση σε αντιδημοκρατικές δυνάμεις.

Οι ελίτ επικαλούνται διαρκώς «καταστάσεις έκτακτης οικονομικής ανάγκης» για την αυτονομιμοποίησή τους. Αν αυτή η ένταση επιλυθεί με λιγότερο δημοκρατικό έλεγχο, περισσότερη συγκέντρωση πλούτου και ισχύος σε ολίγους και με αδιαφάνεια αντί για αναβάπτιση στα νάματα της λαϊκής κυριαρχίας, η Ευρώπη θα φτάσει σύντομα σε σημείο πολιτικού βρασμού.

Facebook Comments