Η άνοδος και η πτώση του προστατευτισμού των επαγγελμάτων
Το ελληνικό κράτος έχει ως γνωστόν οικοδομηθεί στη βάση της πελατειακής λογικής
Το ελληνικό κράτος έχει ως γνωστόν οικοδομηθεί στη βάση της πελατειακής λογικής
Εδώ θα ασχοληθούμε με τη τρίτη κατηγορία, με τα κλειστά επαγγέλματα. Ουσιαστικά πρόκειται για τη προστασία μεγάλης κλίμακας επαγγελμάτων του ιδιωτικού τομέα, μέσω διοικητικών περιορισμών, που ρυθμίζουν (βλέπε δυσχεραίνουν ή αποτρέπουν) την είσοδο νέων στο επάγγελμα, θέτουν χωρικούς και χρονικούς περιορισμούς στην άσκηση τους, υποχρεωτικές κατώτατες αμοιβές για κάθε παροχή υπηρεσίας, σύνδεση των αμοιβών με πλασματικά “αντικειμενικά” τιμολόγια, υποχρεωτική επιβολή – λήψη υπηρεσιών προς/από τους πολίτες, χωρίς να αιτιολογείται η χρησιμότητα της, προκειμένου να εξασφαλίζεται επαγγελματική “ύλη” και επιθυμητό ύψος απολαβών.
Το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος αισθάνθηκε την ανάγκη να “εξασφαλίσει” όλους εκείνους που συνέβαλαν ποικιλοτρόπως στην επικράτηση και παγίωση του. Όσους δεν κατάφερε να τους εντάξει στην ισόβια κρατική σίτιση, τους χορήγησε άδειες, οι οποίες τους έδιναν τη δυνατότητα να ασκούν κάποιο επάγγελμα για να βιοπορίζονται.
Χωρίς την πολυπόθητη άδεια δεν επιτρεπόταν η άσκηση του επαγγέλματος. Και επειδή σε συνθήκες ανταγωνισμού ο βιοπορισμός δεν ήταν/είναι εύκολη υπόθεση, άρχισε να θέτει περιορισμούς στη χορήγηση νέων αδειών, προκειμένου να εξαφανίσει τον ανταγωνισμό και να “προστατεύσει” τα μέλη της κάθε εκλεκτής συντεχνίας.
Οι αιτούντες και απαιτούντες όμως εξασφάλιση ολοένα αυξάνονταν, αφού θεωρείται λογικό ο υποψήφιος εργαζόμενος να αναζητεί περιοχές ενασχόλησης όσο γίνεται μικρότερου κόπου και χαμηλότερου ρίσκου. Έτσι το κράτος άρχισε να θεσπίζει την υποχρέωση αδειοδοτήσεως σε κάθε είδους απασχόληση, ώστε να αυξήσει τον αριθμό εκείνων που μπορούσε να “εξυπηρετήσει”. Χορηγούσε με δικά του αδιαφανή κριτήρια τις άδειες ασκήσεως επαγγέλματος, με επίσης αδιαφανή κριτήρια έπαυε να χορηγεί πρόσθετες, χαρακτηρίζοντας αυθαίρετα το επάγγελμα κορεσμένο.
Έφθασε μάλιστα στο σημείο να θεσπίζει την υποχρέωση αδειοδοτήσεως επαγγελμάτων, που στην ουσία δεν θα έπρεπε να θέτουν καμία προϋπόθεση ή απαίτηση από τους υποψήφιους να τα ασκήσουν. (βλέπε σωματεία φορτοεκφορτωτών λιμένων και λαχαναγορών, λεμβούχων, εκδοροσφαγέων, μεταφορέων Δ.Χ., θυρωρών, περιπτερούχων, λαχειοπωλών κλπ).
Για να ασκήσει κάποιος ένα από τα «αδειοδοτημένα» επαγγέλματα, όφειλε να κατέχει την απαραίτητη πολυπόθητη άδεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα – καρικατούρα ή φιγούρα του παρακρατικού Γκοτζαμάνη στη δολοφονία του βουλευτή Γρ. Λαμπράκη. Στη σκηνή δεσπόζει το μέσο για τη δολοφονία, ήτοι η τρίκυκλη δημοσίας χρήσεως μοτσυκλέτα με καρότσα, η άδεια της οποίας του είχε εκχωρηθεί ως επιβράβευση για τη συμμετοχή του στο παρακρατικό μηχανισμό που διατηρούσε η αστυνομία.
Με το πέρασμα του χρόνου, την ομαλοποίηση του πολιτικού περιβάλλοντος και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, το κράτος εκσυγχρονίστηκε και οι παρεμβάσεις του στο χώρο της εργασίας έγιναν πιο οργανωμένες, πιο εκλεπτυσμένες και παρουσιάστηκαν ως θεσμοθέτηση δικαίων και ωρίμων αιτημάτων των ιδίων των κλάδων των εργαζομένων.
Για να εκτελέσεις μεταφορικό έργο κάθε μορφής απαιτείτο η χορήγηση αδείας. Για φορτηγά, για βυτιοφόρα, για υπεραστικά λεωφορεία (τα ΚΤΕΛ είναι “κλειστό επάγγελμα” για τους μη γνωρίζοντες), για ταξί. Έπειτα το επάγγελμα εκηρύσσετο κορεσμένο, η διοίκηση έπαυε να χορηγεί περαιτέρω άδειες και οι εντός των τειχών ευτυχείς, πέραν της δυνατότητας ενασκήσεως της εργασίας τους, αποκτούσαν και ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο, μεγάλης αξίας, το οποίο ήταν η άδεια τους.
Μια διοικητική πράξη δηλαδή, εξασφάλιζε στους δικαιούχους μεγάλη περιουσιακή αξία, την οποία μπορούσαν να ρευστοποιήσουν και να επιλύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα δια βίου, αφού αυτή αποτελούσε προϊόν συναλλαγών και αγοραπωλησίας, ανάμεσα στους κατόχους της και σε εκείνους που επιθυμούσαν να εισέλθουν στο προστατευμένο αντικείμενο εξασφαλισμένης εργασίας και ο μόνος τρόπος για να το επιτύχουν ήταν η απόκτηση της από τη «δευτερογενή αγορά».
Για να ανοίξεις φαρμακείο δεν έφθανε να είσαι φαρμακοποιός, έπρεπε να μην απέχει η έδρα σου λιγότερο από “χ” μέτρα από το πλησιέστερο υπάρχον και να μη παραβιάζεται η αναλογία φαρμακείων ανά κατοίκους της περιοχής. (Κύριος οίδε με ποιά κριτήρια επελέγη η αναλογία και γιατί οφείλει να ανέρχεται σε 1/1000 ή 1/1500 π.χ.). Αφήνω ασχολίαστο το καθορισμό υποχρεωτικού ποσοστού κέρδους (35% παλαιότερα, 25 ή 28% σήμερα) επί των πωλήσεων.
Η κάθε ισχυρή επαγγελματική ομάδα, αποκτούσε χαρακτηριστικά συντεχνίας και προσέφευγε στη πολιτική εξουσία, πιέζοντας, παρακαλώντας και εκβιάζοντας, για να να διευρύνει τα προνόμια της και να περιορίσει τον ανταγωνισμό και στο δικό της αντικείμενο. Φτάσαμε στο σημείο οι ισχυρές συντεχνίες να “επιβάλλουν” το υποχρεωτικό της παρουσίας τους, να εξασφαλίζουν δηλαδή πρόσθετο εργασιακό αντικείμενο, ακόμη και εκεί που οφθαλμοφανώς είναι περιττή.
Οι δικηγορικοί σύλλογοι, με πρωτοστατούντα τον Δ.Σ.Α, το Τ.Ε.Ε.( ο προαγωγός των μηχανικών), οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι, κατάφεραν και “έπεισαν” τους πολιτικούς να θεσμοθετήσουν ό,τι πιο ακραίο μπορεί να σκεφθεί ο ανθρώπινος νούς. Τραγικό παράδειγμα η έως πρόσφατα υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου στην αγοραπωλησία ακινήτου από τη πλευρά του πωλητή! Ομοίως η σύνδεση της αμοιβής του δικηγόρου κατά τη παράσταση με την αντικειμενική αξία του μεταβιβαζόμενου ακινήτου. Δηλαδή θεωρείται ότι όσο μεγαλύτερης αξίας είναι το ακίνητο, τόσο περισσότερο χρόνο διαθέτει ο δικηγόρος για να αναγνωστεί το συμβόλαιο!
Το ίδιο ισχύει και για τους συμβολαιογράφους. Για τη σύνταξη συμβολαίου αξίας 100.000 €, η αμοιβή τους ανέρχεται σε 1000-1200 €. Για αξία 5.000.000 στις 50.000 €. Δηλαδή η πολιτεία αποδέχεται ότι η σύνταξη του συμβολαίου αγοραπωλησίας ενός καταστήματος στην οδό Ερμού, ή στη Γλυφάδα, απαιτεί πεντηκονταπλάσιο κόπο από τη σύνταξη άλλου, ενός διαμερίσματος τριών δωματίων στο Παγκράτι και πρέπει να αμειφθεί αναλόγως.
Ομοίως για τους μηχανικούς. Οι αμοιβές μελέτης συνδέθηκαν με την επιφάνεια του μελετούμενου χώρου, ακόμη και με τις πλασματικές αντικειμενικές αξίες, που καθορίζει το ΥΠΟΙΚ. Ευλόγως οι πολίτες εξ αυτού δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη διαφορά μεταξύ μελέτης και της διεκπεραιωτικής διαδικασίας εκδόσεως αδείας οικοδομήσεως.
Στα πάσης φύσεως προϊόντα, που αγοράζουμε καθημερινά, έχει ενσωματωθεί ένα ικανό κόστος μεταφοράς με φορτηγά ΔΧ. Για τις παραγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις δεν επιτρέπεται η εκτέλεση του συνόλου του μεταφορικού έργου με τις αλυσίδες των μεταφορικών τους μέσων.
Από την εποχή ιδρύσεως του ΟΠΑΠ και τη μονοπώληση του τζόγου από το κράτος, το εξασφαλισμένου ποσοστού μονοπωλιακό κέρδος ανέδειξε ως έπαθλο μεγάλου διαγκωνισμού τη χορήγηση μιας αδείας πρακτορείου ΠΡΟΠΟ. Τελειωμό δεν έχει η λίστα με τα “κλειστά” επαγγέλματα. Θα μπορούσα να τα παραθέτω μέχρι αύριο. Μνημόνευσα όμως τα σημαντικότερα.
Ο καθορισμός διοικητικών περιορισμών, απαγορεύσεων και η εξασφάλιση αμοιβών συγκεκριμένου ύψους για μια σειρά απασχολήσεων, δημιουργεί πολλαπλές στρεβλώσεις. Δεν επιτρέπει να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός και οι κανόνες της αγοράς για προσφορά και ζήτηση. Διατηρεί τις αμοιβές της παροχής της κάθε υπηρεσίας τεχνητά υψηλότερα, από όσο θα τις προσδιόριζε η ελεύθερη διαπραγμάτευση παρόχου και λήπτη.
Δημιουργεί ένα σωρευτικό οικονομικό βάρος, το οποίο καλείται να αναλάβει υποχρεωτικά ο λήπτης. Αποτρέπει την άσκηση ελεύθερης επιλογής εργασίας, τη δυνητική δυνατότητα οιουδήποτε πολίτη να αποκτήσει ανεμπόδιστη πρόσβαση στην άσκηση του επαγγέλματος της αρεσκείας του, αφού σε πολλές περιπτώσεις τον υποχρεώνει να αναλάβει μεγάλα κόστη, για να προμηθευτεί τη πολυπόθητη άδεια από τη δευτερογενή αγορά.
Λειτουργεί αποτρεπτικά για την είσοδο νέων ανθρώπων στο επάγγελμα της αρεσκείας τους, μειώνοντας κατά πολύ τις επιλογές εργασιακής αποκαταστάσεως των νεοεισερχομένων στη παραγωγή. Ο νέος επαγγελματίας αποστερείται από το δικαίωμα να ζητήσει από το πελάτη του μικρότερη αμοιβή από τη προκαθορισμένη κατοχυρωμένη. Χάνει έτσι ένα σημαντικό όπλο, ίσως το σημαντικότερο, στη διεκδίκηση της δουλειάς. Γιατί να τον προτιμήσει ο πελάτης, αφού η απειρία του δεν αντισταθμίζεται από μικρότερο κόστος στη παροχή υπηρεσίας;
Τέλος οδηγεί ασυναίσθητα στον εφησυχασμό και την ελάσσονα προσπάθεια του επαγγελματία, αφού δεν υφίσταται η πίεση του ανταγωνισμού και τα έσοδα είναι εξασφαλισμένα.
Το κόστος που επωμίζεται κάθε χρόνο από την διατήρηση του φαινομένου η ελληνική κοινωνία είναι μεγάλο. Μέχρι πρότινος, προτού ξεκινήσουν οι πολιτικές απελευθερώσεως, ανήρχετο σε 1,8% του ΑΕΠ. (υπολογισμός του ΙΟΒΕ και της ΕΕ – στοιχεία 2009).
Ενδεικτικό παράδειγμα στρεβλώσεως αποτελεί η περίπτωση φίλου διπλωματικού υπαλλήλου, ο οποίος το 2008 μετατέθηκε από το προξενείο του Μόντρεαλ του Καναδά στη Θεσσαλονίκη. Για τη μεταφορά της οικοσκευής του σε εμπορευματοκιβώτιο κατέβαλε 900 $ από το Καναδά στο Πειραιά με πλοίο και 1.700 € ή 2.300 $ από το Πειραιά στη Θεσσαλονίκη με φορτηγό !!!
Το κράτος, εκτός από τη προστασία των συντεχνιών στο στίβο του επιχειρείν, μερίμνησε και για τη προικοδότηση των αντίστοιχων Ταμείων τους με πρόσθετους πόρους.
Θεσμοθέτησε τις κρατήσεις «υπέρ τρίτων». Πρόκειται για εισφορές τις οποίες υποχρεούνται να καταβάλλουν εκείνοι που συναλλάσσονται με τα μέλη των συντεχνιών, αντ’ αυτών. Ο πελάτης του μηχανικού, προκειμένου να δεχτεί τη παροχή υπηρεσίας του, καλείται να πληρώσει για το ΤΣΜΕΔΕ – ΕΤΑΑ, για το ΤΕΕ, για το ΕΜΠ. Ο πελάτης του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου καλείται να πληρώσει για τον ΔΣ, για το Ταμείο Νομικών – ΕΤΑΑ κλπ.
Ακόμη και ο ταξιδιώτης με πλοίο πληρώνει (περιλαμβάνεται στο αντίτιμο του εισιτηρίου) τέλος υπέρ ΝΑΤ, τέλος λεμβούχων και φορτοεκφορτωτών !!!
Η πλέον επονείδιστη εφαρμογή φόρου υπέρ τρίτων είναι το αγγελιόσημο. Μάλιστα αντί να καταργηθεί, υπάρχει η σκέψη να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής του και στο διαδίκτυο !!!
Στα πλαίσια των μνημονιακών τους δεσμεύσεων οι κυβερνήσεις μετά το 2010 ανέλαβαν την υποχρέωση να απελευθερώσουν, εκτός από την αγορά της μισθωτής εργασίας, και τα “κλειστά” επαγγέλματα. Μετά από 40 μήνες αυτό δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως επιτεύξιμο. Ο ζωογόνος αέρας του ανταγωνισμού θα αργήσει ακόμη να πνεύσει. Εκτός από μια μεγάλη λίστα «δευτερευόντων» επαγγελμάτων που πράγματι έπαψε να υπόκειται σε οιοδήποτε διοικητικό περιορισμό, στα σημαντικά επαγγέλματα, εκείνα που ασκούνται από μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες και προσπορίζουν σημαντικά εξασφαλισμένα έσοδα, οι αντιστάσεις είναι τεράστιες.
Έχει παραπεμφθεί σε Π.Δ. και υπουργικές αποφάσεις ο καθορισμός των προϋποθέσεων της “πλήρους απελευθερώσεως” για κάθε επάγγελμα χωριστά και μένει να παρακολουθήσουμε τη κατάληξη. Ως τώρα έχουμε γίνει μάρτυρες της λυσσώδους μάχης της κάθε συντεχνίας για τη διατήρηση, έστω τη μερική, των προνομίων της. Το είδαμε επί Ρέππα με τους ιδιοκτήτες φορτηγών και βυτιοφόρων Δ.Χ., το είδαμε με τις αψιμαχίες Υπ.Υγείας – φαρμακοποιών και με τη λυσσασμένη αντίδραση των ιδιοκτητών ταξί απέναντι στο νομοσχέδιο Ραγκούση, που προωθούσε το πλήρες άνοιγμα και την ελεύθερη πρόσβαση του οιουδήποτε ενδιαφερόμενου στην αντίστοιχη παροχή μεταφορικού έργου, σε αντίθεση με το σχέδιο νόμου του προηγούμενου υπουργού Ρέππα, ο οποίος είχε προωθήσει μια νοθευμένη απελευθέρωση του κλάδου, αλλά και του διαδόχου του Βορίδη.
Ο Δ.Σ.Α. είναι πάντοτε μπροστάρης στον εκβιασμό κοινωνίας και κυβερνήσεων για διατήρηση των «κεκτημένων» των μελών του.
Για μηχανικούς και δικηγόρους είναι αλήθεια πως καταργήθηκαν αρκετά προνόμια, μένουν όμως ακόμη αρκετά πράγματα να γίνουν. Μόλις προ μηνός ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νέος Κώδικας δικηγόρων, η θεσμοθέτηση του οποίου αποτελεί ένα από τα τέσσερα προαπαιτούμενα για τη λήψη της επομένης δόσεως.
Μεγάλη πίεση ασκείται στη κυβέρνηση να καταργήσει και τους φόρους υπέρ τρίτων. Πρόκειται για κονδύλια αρκετών δίς ετησίως, ακόμη και σήμερα που η οικονομική δραστηριότητα των «προστατευμένων» επαγγελμάτων δεν διάγει και τις καλύτερες ημέρες της. Είναι προφανές ότι η κατάργηση τους θα επιβαρύνει έτι περισσότερο τα Ταμεία και θα στερήσει κι άλλους πόρους σε μια ιδιαίτερα δυσχερή συγκυρία για τα έσοδα τους. Είναι όμως ανήθικες αυτές οι επιβαρύνσεις και σε κάθε περίπτωση πρέπει να εκλείψουν.
Παρά τις μάχες οπισθοφυλακών εκ μέρους των θιγομένων συντεχνιών, επιβάλλεται να ολοκληρωθεί τελικώς η μεταρρύθμιση με πλήρη και πραγματική απελευθέρωση όλων των επαγγελμάτων, χωρίς αστερίσκους, ψιλά γράμματα και προσπάθειες στρεβλώσεων. Τα κόμματα, οι πολιτικές ηγεσίες, οι βουλευτές, οφείλουν να σταματήσουν το λαϊκισμό και το κλείσιμο του ματιού προς τις θιγόμενες επαγγελματικές ομάδες και να πάψουν να καλλιεργούν αναχώματα υποσχέσεων προς αυτές. Θα ωφεληθεί η σύνολη κοινωνία. Θα μειωθούν οι τιμές, θα αυξηθεί η απασχόληση (σε μεταγενέστερο χρόνο, ακολουθώντας τα βήματα της ανάκαμψης), θα εξοικονομηθούν πόροι, θα εξαλειφθούν προνόμια και προνομιούχοι, θα λειτουργήσει ορθολογικότερα η αγορά εργασίας.
Ο επαγγελματίας θα κληθεί να λειτουργήσει σε ένα πλήρως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Δεν θα έχει εξασφαλισμένη πελατεία, ούτε κατοχυρωμένο ύψος αμοιβών. Θα πρέπει να προσπαθήσει, να κοπιάσει περισσότερο, να γίνει ανταγωνιστικός, προσιτός, ευγενής, προκειμένου να εξασφαλίσει εργασιακό αντικείμενο και αξιοπρεπείς αμοιβές.
Facebook Comments