Η σωστή απεικόνιση της φυσικής  και κυρίως κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο για όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρήσεις. Θα προσέθετα αβίαστα ότι το ίδιο συμβαίνει και για την πολιτική πραγματικότητα.

Αυτό αφορά σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς που επιδιώκουν κατ’ αρχάς την επιβίωσή τους ως απαραίτητης προϋπόθεσης «άσκησης της ελευθερίας τους στον κόσμο». Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό στη ζωή από το να ανακαλύψεις το ακριβές σημείο, από το οποίο πρέπει να παρατηρούνται και να κρίνονται όλα τα πράγματα, και ύστερα να παραμείνεις σ’ αυτό το σημείο, υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο  von Clausewitz [1].  

Το βασικό λάθος που συνήθως γίνεται συνίσταται στη συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το δέον, μεταξύ περιγραφικών και κανονιστικών προτάσεων. Υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πως θα έπρεπε να είναι η πραγματικότητα αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι  είναι η πραγματικότητα. «Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τα πάθη που μας βασανίζουν ως διαστροφές, στις οποίες οι άνθρωποι ενδίδουν από δικό τους φταίξιμο. Γι’ αυτό και συνηθίζουν να τα περιγελούν, να τα οικτίρουν, να τα στηλιτεύουν ή (όσοι θέλουν να δείχνουν πιο ευσεβείς) να τα καταριώνται. Πιστεύουν ότι έτσι επιτελούν έργο θεάρεστο και αγγίζουν την υπέρτατη σοφία, εφόσον έμαθαν να εξυμνούν με χίλιους τρόπους μιαν ανθρώπινη φύση που δεν υπάρχει πουθενά και να κατακεραυνώνουν με τους λόγους των την πραγματική. Τούτο συμβαίνει επειδή αντιλαμβάνονται τους ανθρώπους όχι όπως είναι, αλλά όπως θα τους ήθελαν οι ίδιοι να είναι» [2].

Οι αναλύσεις τέτοιου είδους στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της πραγματικότητας ως τέτοιας με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να παρουσιάζεται ως άλλη,  γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε λανθασμένες πράξεις σε σχέση με το επιδιωκόμενο. «Πολλοί χτίσανε με το νου τους δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θάπρεπε να ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θα ‘πρεπε να γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να καταστρέφεται  μέσα σε τόσους που δεν είναι καλοί.»[3].

Το διάβασμα της πραγματικότητας σημαίνει αναζήτηση του ειδοποιού στοιχείου της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και της ιδιόμορφης αιτιότητας που το διέπει.  Αυτό μεταφράζεται  ως συνεχή προσπάθεια  αναζήτησης  των κινήτρων με βάση τα οποία κινητοποιούνται τα ατομικά ή θεσμικά υποκείμενα (πάντοτε κοινωνικά), των μέσων που χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τους οποίους έχουν επιλέξει.

Το διάβασμα και η κατανόηση της πραγματικότητας αποτελεί ως εκ τούτου, την αφετηρία εκδήλωσης όποιων ενεργειών αποβλέπουν στην αλλαγή και στην προσαρμογή της προς νέους στόχους. Πρόκειται για μια δύσκολη επιλογή απείρως πιο δύσκολη από αντίστοιχες επιλογές δεοντολογικού χαρακτήρα οι οποίες εύκολα αναφέρονται στο πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.  

Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται σήμερα η χώρα μας, αναδύονται ποικιλότροπες και πολύμορφες αντιλήψεις–ερμηνείες που  απέχουν από την καταγραφή και περιγραφή της «πραγματικότητας» όπως αυτή συλλαμβάνεται, με όλες τις επιφυλάξεις και τα εγγενή προβλήματα που έχουν εντοπισθεί στη λειτουργία της,  από την συστηματική ανθρώπινη δραστηριότητα που ονομάζεται «επιστήμη».   

Το ίδιο συμβαίνει με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην ελληνική οικονομία. Διαμορφώνονται και εκφράζονται απόψεις για την κατάσταση της, για την ιστορική της διαδρομή αλλά και για τις μελλοντικές της προοπτικές που όχι μόνο εμπεριέχουν συστηματικά λάθη και ανακρίβειες αλλά πολλές φορές και συνειδητές διαστρεβλώσεις με σκοπό την εξυπηρέτηση  ιδεολογικών αντιλήψεων  αλλά και ποταπών πολιτικών στοχεύσεων. 

Απαιτείται συστηματική  περιήγηση, κατ’ αρχάς, στην ιστορία της ελληνικής οικονομίας, επειδή η κρίση προβάλλεται (και σε γενικές γραμμές έτσι είναι) πρωτίστως ως οικονομική, ώστε να επέλθει η περιγραφική αποκατάσταση της πραγματικότητας ως μοναδικού αντιλόγου σε μια διαπάλη ιδεών και κοινωνικών διεργασιών που όλο και περισσότερο στερείται αισθητικής.

Η περιγραφική κατάσταση της ιστορίας της ελληνικής οικονομίας μπορεί να ξεκινήσει από απλές διαπιστώσεις μέσω των οποίων είναι δυνατόν να σχηματισθεί ένας ερμηνευτικός καμβάς ικανός να οδηγήσει  στην κατανόηση της.

Χρειάζεται να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίον  η ελληνική οικονομία (αλλά και η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος) κατάφερε να  αναπτυχθεί έτσι ώστε η μικρή αγροτική οικονομία , η οποία επικρατούσε στον ελληνικό χώρο, να μετασχηματισθεί σε μια αναπτυγμένη οικονομία και παρά τα όσα μη ορθά της καταμαρτυρούν σχετικά με την λειτουργία της, κατάφερε μέχρι σήμερα, να εξασφαλίζει στους κατοίκους της ένα βιοτικό επίπεδο από τα υψηλότερα στον κόσμο.

Διότι περί αυτού ουσιαστικά πρόκειται. Παρά τα πολλά και περί του αντιθέτου λεγόμενα, η Ελλάδα αναπτύχθηκε με το δικό της τρόπο σε πείσμα όλων εκείνων των κανονιστικών αναλύσεων οι οποίες ορμώμενες από ξένα πρότυπα και ειδικά από αυτό της Δυτικής Ευρώπης, έδειχναν άλλους δρόμους.

 Η χρησιμοποίηση ενός «ιδανικού» αναπτυξιακού υποδείγματος ως προτύπου, ή ακόμη η χρησιμοποίηση ενός «ξένου» υποδείγματος αφενός αφαιρεί την αξία των ιδιομορφιών της πραγματικότητας αφετέρου επιβάλλει μέσα, τρόπους και μέτρα για τους  αναπτυξιακούς σκοπούς της  κοινωνίας που  είναι ακατάλληλα για την επίτευξη του στόχου, με φυσιολογικό αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία.

Σύμφωνα με τη συλλογιστική που μόλις εκθέσαμε, χρειάζεται να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα βασικά ζητήματα τα οποία έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην ανάπτυξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Έτσι  χρειάζεται να δείξουμε τι ακριβώς σημαίνει ότι ελληνικός χώρος δεν εβίωσε ούτε την Αναγέννηση, ούτε την επιστημονική επανάσταση, ούτε τη φεουδαρχία, ούτε το απολυταρχικό κράτος. Αρκεί μόνο  να το αναφέρουμε και το ζήτημα θεωρείται λήξαν; Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της απουσίας; Προχωρώντας ακόμη ένα βήμα ρωτάμε: υπήρξε  κάποιος άλλος τρόπος μέσω του οποίου αυτές οι απουσίες υποκαταστάθηκαν;

Ποια είναι τα κοινωνικά υποκείμενα τα οποία υποκατέστησαν τα αντίστοιχα απουσιάζοντα τα οποία υπήρξαν οι φορείς των συγκεκριμένων πραγματοποιήσεων στην ιστορική διαδρομή της Δύσης. Με απλά λόγια ποια κοινωνικά στρώματα  κατέλαβαν  την θέση  των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων της Δύσης; Ποια κοινωνικά στρώματα θα θεωρήσουμε ότι τα υποκατέστησαν στην ιστορική διαδρομή της ελληνικής κοινωνίας;

Όλο αυτό το συνονθύλευμα πατριαρχικών δυνάμεων, προεστών, καπεταναίων, μικροεμπόρων, ναυτικών, ομογενών, μικροεπιχειρηματιών, κτλ που συναπαρτίζουν τους δημιουργούς του νέου ελληνικού κράτους, με τις ιδιάζουσες και επαμφοτερίζουσες απόψεις, πως μπορούν να ταυτιστούν με τις απόψεις μιας δυναμικής αστικής τάξης; 

Οι κοινωνικές διαδικασίες οι οποίες διαμορφώθηκαν με την παρουσία των συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων καθόρισαν σε μέγιστο βαθμό το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε ολόκληρη την περίοδο υπάρξεως του ελληνικού κράτους η πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Μπορεί τα όρια του πλαισίου  να ήταν (είναι) ελαστικά ή και πολύ ελαστικά σε περιόδους «εκσυγχρονιστικών σπασμών» αλλά αυτό δεν μεταβάλλει τον σκληρό πυρήνα του συστήματος ο οποίος υπό μιαν έννοια, περιέχει ολόκληρη την «μεταφυσική» της αρχικής θεμελίωσης του ελληνικού κράτους. Θέλω να υπογραμμίσω εδώ ότι η «μεταφυσική» του συστήματος, ο σκληρός του πυρήνας, είναι δύσκολο να υποστεί μεταβολές οι οποίες προέρχονται από συγκυριακά ή τεχνικά ζητήματα αλλά και από απλές κοινωνικές διεργασίες.

Όλες οι  πιέσεις και οι τριβές παροχετεύονται στα ελαστικά όρια του πλαισίου τα οποία πάντοτε βρίσκουν τρόπο να προσαρμόζονται προστατεύοντας τον σκληρό πυρήνα. Πρωτίστως οι πιέσεις προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον, τον διεθνή καταμερισμό ισχύος και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι προσαρμογές σαφώς λαμβάνουν υβριδική μορφή αντανακλώντας τις ιδιαιτερότητες του σκληρού πυρήνα. Με απλά λόγια υποστηρίζουμε ότι μόνον οι κοινωνικές διαδικασίες μπορούν να μεταβάλλουν τα όρια του πλαισίου του κοινωνικού σχηματισμού, όχι όμως τον σκληρό πυρήνα. 

Εκτός των αναφορών στις πολλές  ιδιοτυπίες του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι,   θα πρέπει να γίνει αναφορά στις ιδιομορφίες[4]  των  οικονομικών  διεργασιών όπως εμφανίζονται  στη βάση της υλικής παραγωγής.

Στο σημείο που χρειάζεται να ενσκήψει ο οποιοσδήποτε μελετητής είναι η κοινή πραγματολογική διαπίστωση, για την υπερτροφία του ελληνικού κράτους. Υπερτροφία πάντοτε σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες της δύσης ίσως και με χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η αποδεδειγμένη αυτή υπερτροφία του ελληνικού κράτους δηλώνει εξ’ αρχής ότι το αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολούθησε η ελληνική οικονομία είναι ex ante λανθασμένο; Ή μήπως θα πρέπει να εκληφθεί ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνικού υποδείγματος και ως εκ τούτου να «κριθεί» με τα κριτήρια που απορρέουν από αυτή την ιδιαιτερότητα;  Τι είδους κριτήρια όμως θα μπορούσαν να είναι  αυτά ;

Προφανώς όχι μόνο κριτήρια που απορρέουν από την οικονομική θεωρία, ούτε μόνο κριτήρια που απορρέουν από την ιστορική πραγματικότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης που εντάσσονται σε συγκεκριμένα υποδείγματα ανάπτυξης. Τότε πως; Νομίζουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο ερμηνεύοντας. Η ερμηνεία περιέχει και την περιγραφή και την αξιολόγηση και τη σύγκριση και τη διαφοροποίηση. Επιβάλλει  δημιουργικότητα και απαιτεί πρωτότυπη σκέψη. Προκαλεί για τη δημιουργία νέων προτύπων. Αποφεύγει τον «άτεγκτο αλλά στείρο επιστημονισμό» της νέας κατεύθυνσης που έχει λάβει η οικονομική επιστήμη κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος εδράζεται στην α-παγωγική μέθοδο σύμφυτη της επιστήμης  των μαθηματικών μη επιδεχόμενης εμπειρικής διαψεύσεως [5] .   

Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί ο τρόπος βιομηχανικής ανάπτυξης όχι όπως θα επιθυμούσαμε  να εξελιχθεί αλλά όπως πραγματικά εξελίχθηκε. Επίσης η φορολογική πολιτική ενταγμένη στο αναδιανεμητικό πλαίσιο λειτουργίας του ελληνικού κράτους.

 Μια ακόμη ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας είναι οι διαχρονικές εισροές αδήλων και δάνειων πόρων. Οι συνεχείς εισροές πόρων στην ελληνική οικονομία ουσιαστικά δημιουργούν δομικές μεταβολές στο οικονομικό υπόδειγμα επιτρέποντας να υπάρχει αγοραστική δύναμη που δεν παράγεται εγχωρίως. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν πρωταρχικά στην κάλυψη των καταναλωτικών δαπανών, λόγω της φύσης τους (πρόκειται για άδηλες εισροές και όχι για Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) οι οποίες ενσωματώνουν τεχνολογία). Παράλληλα υπερκεράζουν την αδύναμη παραγωγική βάση διογκώνοντας τις εισαγωγές. Με τον τρόπο αυτό  σε μεγάλο μέρος του παραγωγικού πληθυσμού δημιουργείται η νοοτροπία του εισοδηματία, παρά του παραγωγού. Οι εισροές πόρων  προέρχονται από διεθνείς δραστηριότητες: τη ναυτιλία, τη μετανάστευση, τον τουρισμό, και τα δάνεια κεφάλαια (μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος). Παρότι το ποσοστό των εξωγενών πόρων στο σύνολο  του εισοδήματος είναι της τάξεως 10-20% (αναλόγως της χρονικής περιόδου), η συμβολή του στη διαμόρφωση της καταναλωτικής δαπάνης πρέπει να θεωρείται σημαντική.

Το μεγάλο ποσοστό  των αυτοαπασχολουμένων στην ελληνική οικονομία στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά τα οποία διαπιστώνονται στις  δυτικές οικονομίες,  αποτελεί  εξίσου ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος ζήτημα διότι συνδέεται ευθέως, κατά την άποψή μας, με την διαχρονικά ισχνή και αδύναμη παρουσία του παραγωγικού ιστού  της χώρας, η οποία  δεν μπόρεσε ποτέ, να δημιουργήσει συνθήκες πλήρους απασχόλησης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της.  Πάντοτε η μετανάστευση αποτελούσε τη σίγουρη διέξοδο στο πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Άλλωστε αυτό γίνεται εμφανές και στις σημερινές δύσκολες συνθήκες που διέρχεται η χώρα. 

 Έχει σημασία να διαβασθεί  η ελληνική οικονομία pari passo με τις πολιτικές, τις κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις αν μπορώ να χρησιμοποιήσω μια βαριά έκφραση, χωρίς δεσμευτικές δεοντολογικές και ηθικοκανονιστικές απολήξεις. Η εξαρχής προσπάθεια έγκειται να επιτραπεί η σχεδόν 200 χρόνων ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας να αναδυθεί ως είναι χωρίς το πώς θα έπρεπε να είναι. Και τούτο διότι η ύπαρξη ενός  δεοντολογικού  πλαισίου του πως έπρεπε να είναι η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέπτης του πως πράγματι είναι. Με τον τρόπο αυτό όλες οι ιδιομορφίες και ιδιοτυπίες, τις οποίες   πολλοί αναλυτές  υπογραμμίζουν, θεωρούνται  επί της ουσίας σαν ασθένειες  και οι οποίες χρειάζεται να ιαθούν  προσαρμοζόμενες σύμφωνα με το δεοντολογικό προκατασκευασμένο πλαίσιο. Όμως εδώ συντελείται κάτι σαν θαύμα και ενώ επί 200 συναπτά έτη «μπαίνουν στην προκρούστια κλίνη  της προσαρμογής» πάντοτε υπάρχουν εκεί, ανιχνεύονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Μεταλλάσσονται;  Ξαναγεννιούνται;  Ενυπάρχουν πάντοτε και καταφέρνουμε να τις ανιχνεύουμε έστω και δύσκολα στην καθημερινότητά μας. Η ανάγνωση της  ελληνικής πραγματικότητας, η κατανόηση του είναι και του γίγνεσθαι της ελληνικής πραγματικότητας,  αποτελεί το πρώτο και βασικό καθήκον κάθε καλοπροαίρετου μελετητή.

 


[1] Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλαούζεβιτς, Περί του Πολέμου, Βάνιας 1999.

[2] Μπαρούχ Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, Εκδόσεις Πατάκη, 2003.

[3] N. Machiavelli, Ο Ηγεμόνας, στο: N. Machiavelli , Έργα, τομ. Ι, μτφ Τάκη Κονδύλη , Κάκτος , Αθήνα 1984, σελ. 266-267.

[4] Κ. Μελάς, Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία.: Ιδιομορφίες, Ο δρόμος προς το Μνημόνιο, Ύβρις και Νέμεσις, Εκδόσεις Πατάκη Απρίλιος 2013.

[5] Για τα ζητήματα αυτά δες: Κ. Μελάς, Η Ατελέσφορη Επιστήμη, Ευρασία 2013.

 

Facebook Comments