ΕΤΕ: Ορατά τα πρώτα σημάδια βελτίωσης της οικονομίας
Οι αυξανόμενες επιδράσεις του COVID-19 πλήττουν κομβικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυση
Οι αυξανόμενες επιδράσεις του COVID-19 πλήττουν κομβικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυση
Οι αυξανόμενες επιδράσεις του COVID-19 πλήττουν κομβικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, με την τράπεζα να διακρίνει ταυτόχρονα κάποια “πρώτα σημάδια βελτίωσης”.
Όπως αναφέρει η διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της τράπεζας, τα στοιχεία του ΑΕΠ για το 1ο τρίμηνο του 2020 αποτύπωσαν το αρχικό πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα από την κρίση του κορωνοϊού και τα επιβεβλημένα μέτρα αντιμετώπισής του.
Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,9% σε ετήσια βάση – για πρώτη φορά από το 2ο τρίμηνο του 2016 – και κατά 1,6% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση. Η υγειονομική κρίση ήρθε σε μια περίοδο που η οικονομία εισερχόταν στο 4ο έτος ανάκαμψης, με αρκετούς δείκτες να εμφανίζουν αυξανόμενη δυναμική κατά το 1ο δίμηνο του 2020. Όμως, η αναστροφή του κλίματος ήταν απότομη, με ένα μεγάλο αριθμό δεικτών προσδοκιών και οικονομικής συγκυρίας να μεταπίπτουν, μέσα σε 2 μήνες, από πολυετή υψηλά επίπεδα σε πολυετή χαμηλά, παραμένοντας, εντούτοις, σε επίπεδο υψηλότερο από τις περιόδους κορύφωσης της οικονομικής κρίσης το 2012 και το 2015.
Ωστόσο, αυτό που αυξάνει την αβεβαιότητα αναφορικά με την τρέχουσα διαταραχή – η οποία θεωρείται εξωγενής και προσωρινή – είναι το πλήγμα που επιφέρει σε κομβικούς τομείς, στους οποίους βασίστηκε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, και κυρίως στον τουρισμό αλλά και το ευρύτερο πλέγμα δραστηριοτήτων που συνδέονται με αυτόν. Η πίεση για τους συγκεκριμένους τομείς είναι πρωτοφανής, καθώς είχαν εμφανίσει σταθερά ανοδική τάση κατά την προηγούμενη δεκαετία, παραμένοντας εν πολλοίς αλώβητοι από τη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης κατά την ελληνική κρίση. Παράλληλα, η επιτυχημένη μετάβαση σε ένα πιο εξωστρεφές υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης τα προηγούμενα χρόνια καθιστά την οικονομία πιο ευάλωτη στην εν εξελίξει πρωτοφανή συγχρονισμένη ύφεση στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία.
Η έγκαιρη ενεργοποίηση δέσμης δημοσιονομικών μέτρων και εγγυήσεων άνω των 15 δισ. καθώς και οι αναμενόμενες εισροές κεφαλαίων μέσω των ειδικών μηχανισμών της ΕΕ στο 2ο εξάμηνο θα παράσχουν σημαντική στήριξη στην οικονομική δραστηριότητα με το τελικό αποτέλεσμα να συναρτάται, ωστόσο, και από την τελική συμπεριφορά της κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2020 ήταν ηπιότερη σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, λόγω της δυναμικής που είχε αναπτύξει η δραστηριότητα στο 1ο δίμηνο του 2020, πριν την εξάπλωση της πανδημίας, όταν οι περισσότεροι δείκτες συγκυρίας και προσδοκιών προσέγγιζαν πολυετή υψηλά και οι λιανικές πωλήσεις αυξάνονταν κατά 4,3% ετησίως. Ωστόσο, οι αρνητικές επιδράσεις άρχισαν να διαφαίνονται πριν ακόμη από την επιβολή των περιοριστικών μέτρων στις 23 Μαρτίου, εν μέσω γενικευμένης αβεβαιότητας και επιδείνωσης των συνθηκών στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία. Σε αυτό το περιβάλλον, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου εμφάνισαν τη μεγαλύτερη κάμψη (-6,4% σε ετήσια βάση το 1ο τρίμηνο του 2020), με τις υποκατηγορίες που σχετίζονται με τον μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό να εμφανίζουν τις μεγαλύτερες απώλειες.
Πρέπει να τονισθεί ότι παρά το δυσμενές περιβάλλον οι καθαρές εξαγωγές είχαν θετική συνεισφορά 0,8 ποσοστιαίων μονάδων στη μεταβολή του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2020, εξαιτίας της διατήρησης των εμπορευματικών εξαγωγών σε ανοδική τροχιά (+4,7% ετησίως την ίδια περίοδο). Οι Έλληνες εξαγωγείς σε συγκεκριμένους κλάδους βασικών αγαθών – λ.χ. τροφίμων, φαρμακευτικών και πρώτων υλών – φαίνεται να εκμεταλλεύτηκαν τις ελλείψεις της διεθνούς προσφοράς, την τάση για αποθεματοποίηση βασικών αγαθών και τις καθυστερήσεις στην παγκόσμια ροή του εμπορίου και ενίσχυσαν τις εξαγωγές τους, κυρίως προς χώρες της ευρωζώνης (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία), αλλά και τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, η ανθεκτικότητα των εσόδων από ναυτιλία και λοιπές υπηρεσίες αντιστάθμισε τη σημαντική κάμψη των τουριστικών εισπράξεων και αφίξεων (-16,4% και -5,6% ετησίως, αντίστοιχα το 1ο τρίμηνο του 2020, και -71,1% και -46,8% ετησίως, αντίστοιχα, το Μάρτιο), δεδομένου ότι η συνεισφορά των τουριστικών εσόδων στο 1ο τρίμηνο κάθε έτους αντιστοιχεί περίπου στο 10% των συνολικών εισπράξεων από υπηρεσίες, με το ποσοστό αυτό να αυξάνει στο 60% περίπου, κατά μέσο όρο, το 2ο και 3ο τρίμηνο.
Η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 0,7% σε ετήσια βάση – ρυθμός ηπιότερος από της ευρωζώνης (-3,9% ετησίως) – κυρίως εξαιτίας της αβεβαιότητας, η οποία συνέτεινε στην αύξηση της ροπής από ένα τμήμα των νοικοκυριών για αποταμίευση. Η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων των νοικοκυριών κατά €1,3 δισ. το Μάρτιο, εν μέρει, αντανακλά αυτή την τάση, σε συνδυασμό με τις μειωμένες εκροές λόγω της αναστολής της εξυπηρέτησης δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων για ένα τμήμα ιδιωτών πληττόμενων από τις οικονομικές επιπτώσεις τους κορωνοϊού, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης που ενεργοποιήθηκαν. Με την πλήρη εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων τον Απρίλιο η πτωτική τάση στην κατανάλωση ενισχύθηκε, δεδομένου ότι περιορίστηκαν και οι επιλογές των νοικοκυριών ως προς το είδος δαπάνης (ειδικά στις υπηρεσίες), καθώς το αυξημένο ηλεκτρονικό εμπόριο αντιστάθμισε ένα μικρό ποσοστό του απολεσθέντα τζίρου, ενώ είχε αμελητέα επίδραση στις υπηρεσίες.
Συνεπώς, η αυξημένη αποταμίευση, καθώς και το σχετικά υψηλό ποσοστό κατανάλωσης βασικών κατηγοριών αγαθών και υπηρεσιών από τα ελληνικά νοικοκυριά, αναμένεται να υποβοηθήσουν την ανάκαμψη της κατανάλωσης, με τα πρώτα σημάδια μετά την άρση των περιορισμών να είναι θετικά. Πρέπει να τονισθεί ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης συρρικνώθηκαν τα μερίδια ειδών πολυτελείας, διαρκών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας στη συνολική ιδιωτική κατανάλωση, ενώ ενισχύθηκε το μερίδιο των πιο αναγκαίων και ανελαστικών κατηγοριών δαπάνης που εμφανίζουν μικρότερη πιθανότητα απότομης συρρίκνωσης.
Στο 1ο τρίμηνο του 2020 η συνολική αμοιβή της εργασίας συνέχισε να αυξάνεται (1,9% ετησίως) αντανακλώντας την ενίσχυση της απασχόλησης το 1ο δίμηνο (αύξηση κατά 0,9% ετησίως) και την ανοδική τάση στις ωριαίες αμοιβές.
Ωστόσο, τα στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα “Εργάνη” αποτύπωσαν ένα χάσμα στη ροή δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας της τάξης των 85 χιλιάδων θέσεων το Μάρτιο, το οποίο επιδεινώθηκε σε 104 χιλιάδες τον Απρίλιο, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες περιόδους το 2019. Σε μεγάλο βαθμό το κενό αυτό αντανακλά την αναστολή δημιουργίας εποχικών θέσεων εργασίας στον τουρισμό και την εστίαση, ενώ οι απολύσεις ήταν περιορισμένες, καθώς πολλές από τις επιχειρήσεις επέλεξαν τη δυνατότητα για αναστολή των συμβάσεων εργασίας των απασχολούμενών τους.
Εντούτοις, είναι αναπόφευκτη μία επιδείνωση στην αγορά εργασίας το 2ο τρίμηνο, δεδομένης της μειωμένης δραστηριότητας σε κλάδους έντασης εργασίας μέχρι και το Μάιο, ενώ και οι τελικές αποφάσεις των επιχειρήσεων για τα επίπεδα απασχόλησης και αμοιβών θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της ζήτησης, συνεκτιμώντας και τη στήριξη που λαμβάνουν μέσω των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ενεργοποιηθεί. Ως εκ τούτου, η πτωτική τάση στην κατανάλωση εντάθηκε τον Απρίλιο με τις πιέσεις να αμβλύνονται σταδιακά το Μάιο, όπως αποτυπώνουν και τα αντίστοιχα στοιχεία κινητικότητας προς χώρους λιανικών πωλήσεων από τη Google για την ίδια περίοδο (μείωση σε επίπεδο -73% τον Απρίλιο, κατά μ.ο., κάτω από τη μέση τάση). Πρέπει σημειωθεί, ωστόσο, ότι από τα μέσα Μαΐου και το άνοιγμα ενός τμήματος του λιανικού εμπορίου, εμφανίζονται σημάδια επιταχυνόμενης βελτίωσης, με τα στοιχεία κινητικότητας να μειώνουν την απόσταση από την μέση τάση στο -13% στις 25 Μαΐου και στο -11% στις 4 Ιουνίου έναντι -39% κατά μέσο όρο το Μάιο.
Facebook Comments