Η στήριξη της ΕΚΤ αποτέλεσε, και αποτελεί, χωρίς αμφιβολία ένα από τα μεγάλα όπλα της Ελλάδας εν μέσω της πανδημίας καθώς και τη χρυσή ευκαιρία που έφερε αυτή η κρίση στην ελληνική οικονομία. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP, σε συνδυασμό με την έξυπνη, πολύ καλά οργανωμένη στρατηγική διαχείρισης του ελληνικού χρέους από τον ΟΔΔΗΧ η οποία κινείται σε επίπεδα μία ώριμης αγοράς, εκτός του ότι άνοιξε την πόρτα στους επενδυτές, επέτρεψε στην Ελλάδα να χρηματοδοτήσει τα μέτρα στήριξης δανειζόμενη με πολύ χαμηλά, και ακόμη αρνητικά επιτόκια, αναπληρώνοντας τα ταμειακά διαθέσιμα.

Η ΕΚΤ έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα συνολικού ύψους 21,936 δισ. ευρώ από τις 18 Μαρτίου του 2020 που ενεργοποιήθηκε το PEPP έως και τα τέλη Μαρτίου του 2021, υπερκαλύπτοντας σημαντικά την εκδοτική δραστηριότητα του ελληνικού Δημοσίου. Σημειώνεται πως τα ελληνικά ομόλογα αναφοράς που είναι σε κυκλοφορία διαμορφώνονται στα 59 δισ. ευρώ περίπου και έτσι η ΕΚΤ ουσιαστικά «κατέχει» περισσότερο από το ένα τρίτο αυτών. Τους τελευταίους περίπου 13 μήνες, και από τον Μάρτιο του 2020, ο ΟΔΔΗΧ έχει αντλήσει από τις αγορές μέσω εκδόσεων ομολόγων 15,5 δισ. ευρώ, 6 δισ. φέτος από το 10ετές και το 30ετές και 9,5 δισ. ευρώ το διάστημα Μαρτίου – Δεκεμβρίου 2020. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως η ΕΚΤ μέσω του PEPP έχει καλύψει κατά 1,4 φορές την εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας, και έχει αγοράσει 6,44 δισ. ευρώ περισσότερα ελληνικά ομόλογα από τον όγκο των εκδόσεων του ελληνικού Δημοσίου. Έως τα τέλη Μαρτίου 2022, που με τα έως τώρα δεδομένα λήγει το PEPP, και με βάση την κλείδα κεφαλαίου της Ελλάδας, η κεντρική τράπεζα μπορεί αν αγοράσει περαιτέρω περίπου 15,3 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα.

Η συζήτηση για την σταδιακή μείωση του ρυθμού αγορών της ΕΚΤ υπό το PEPP μετά τη συνεδρίαση του Ιουνίου έχει «φουντώσει» το τελευταίο διάστημα, σενάρια τα οποία υποστηρίζονται και από δηλώσεις αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας. Ο  διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας, Κλάας Νοτ, δήλωσε σε συνέντευξη του στο Reuters η ΕΚΤ μπορεί να αρχίσει να περιορίζει τις αγορές ομολόγων από το τρίτο τρίμηνο του έτους (το λεγόμενο tapering), εάν η οικονομία της ευρωζώνης ανακάμψει σημαντικά στο δεύτερο μισό του έτους, όπως και αναμένει η κεντρική τράπεζα, και να τερματίσει το πρόγραμμα τον Μάρτιο του 2022. Όπως σημείωσε η Citi, οι χώρες με εμπροσθοβαρή προγράμματα δανεισμού αναμένεται να επωφεληθούν το περισσότερο, καθώς η πρόοδος στους εμβολιασμούς και η οικονομική ανάκαμψη θα δικαιολογήσουν απόλυτα έναν πιο αργό ρυθμό αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ μετά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου και την αρχή του λεγόμενου tapering του PEPP, το οποίο θα κορυφωθεί μετά τον Σεπτέμβριο και έως το τέλος της χρονιάς. Αυτό θα ασκήσει πιέσεις στις αποδόσεις των ομολόγων οδηγώντας ακόμα και σε sell-off, κάτι που δεν θα ευνοήσει τις χώρες που θέλουν να βγουν στις αγορές από τα τέλη του β’ τριμήνου και μετά.

Είτε παραταθεί είτε όχι, το πρόγραμμα αναμένεται κάποια στιγμή να λήξει, και σίγουρα πριν η Ελλάδα καταφέρει να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Αν και με βάση την υψηλότερη βαθμολογία από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, η χώρα βρίσκεται δύο σκαλοπάτια κάτω από το investment grade (Fitch), η επίτευξη αυτού του οροσήμου δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς οι οίκοι θα σκεφτούν δύο και τρεις φορές περισσότερο όταν πρέπει να αποφασίσουν αν θα βγάλουν μία χώρα από το στάτους του junk και την ονομάσουν «επενδύσιμη». Η πανδημία μετέθεσε ακόμη πιο… κάτω χρονικά την όποια πιθανότητα να κερδηθεί αυτός ο «βαθμός», με τις εκτιμήσεις να μιλούν πλέον για ένα σενάριο το οποίο μπορεί να υλοποιηθεί προς τα τέλη του 2023 αν όχι αργότερα.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής προφανές: τι θα γίνει με τα ελληνικά ομόλογα και την Ελλάδα, όταν το PEPP, αυτή η σημαντική στήριξη, τελειώσει, τη στιγμή που λόγω αξιολόγησης η χώρα δεν μπορεί να λάβει μέρος στο «κλασσικό» QE;

«Είναι εξαιρετικά δύσκολο η ΕΚΤ να αποφασίσει ξαφνικά να σταματήσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα, οπότε θα γίνει ότι είναι δυνατόν τόσο από την πλευρά της όσο και από την πλευρά της κυβέρνηση, για να μην χαθεί αυτό το σωσίβιο για την Ελλάδα», σημειώνει παράγοντας της αγοράς. Η ΕΚΤ αυτό που θα μπορούσε συνεπώς να κάνει είναι να παρέχει ένα waiver ορισμένου χρόνου στην Ελλάδα μετά το PEPP ώστε να συμμετάσχει το κλασσικό QE. Αυτό είναι κάτι που δεν θεωρείται αδύνατο να «περάσει»« από το Δ.Σ λόγω των νέων δεδομένων στην οικονομία αλλά και στις… απόψεις των θεσμών, που είχε δημιουργήσει η πανδημία. Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της έχει την επιλογή να λάβει την πιστοληπτική γραμμής πανδημίας του ESM Που είναι διαθέσιμη έως και το 2022, κάτι που στη θεωρία είναι πρόγραμμα, άρα θα μπορεί να συμμετέχει στο QE.

Όπως σημείωσε και η Capital Economics, μπορεί το ελληνικό χρέος να αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και άνω του 200% του ΑΕΠ έως και το 2023, ωστόσο δεν υπάρχει καμία ανησυχία για τη βιωσιμότητά του χάρη στη στήριξη της ΕΚΤ. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας δεν αναμένεται να αυξηθεί καθώς τα ελληνικά ομόλογα συμπεριλαμβάνονται στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης PEPP της κεντρικής τράπεζας, τονίζει ο οίκος, ενώ ακόμα και όταν τελειώσει το PEPP, η ΕΚΤ είναι πιο πιθανό να αλλάξει τους κανόνες της, παρά να σταματήσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα.

Ωστόσο, υπάρχει και η άποψη που λέει ότι η Ελλάδα θα μπορεί και… χωρίς το PEPP. Χρονικά, το τέλος του PEPP συμπίπτει και με την πλήρη «δράση» του Ταμείου Ανάκαμψης, έτσι θα υπάρξει περισσότερη δημοσιονομική από ότι νομισματική στήριξη για την ελληνική οικονομία, ενώ η χώρα θα συνεχίσει να επωφελείται και από την περίοδο επανεπενδύσεων της ΕΚΤ και τα ακόμα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, κατά την Deutsche Bank.  Η πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με την αποδοτική χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι καθοριστικής σημασίας. Μόλις αποκατασταθούν οι θετικές προοπτικές, οι οίκοι θα προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις της Ελλάδας και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει τη ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα, η οποία θα μπορούσε να «αντικαταστήσει» το PEPP.

Facebook Comments