Όπως είπε σε συνέντευξή του προς τη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk: «Συμμερίζομαι την εκτίμηση ότι στο νέο πρόγραμμα η βιωσιμότητα του χρέους διασφαλίζεται το ίδιο καλά ή άσχημα όπως και παλαιότερα. Αποφασιστικής σημασίας όμως είναι οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη που το συνοδεύουν.

Η Κομισιόν, για παράδειγμα, μιλάει για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,6% το 2016. Το βρίσκω υπερβολικά αισιόδοξο. Θα πρέπει να δούμε εάν η πραγματική οικονομία μπορεί να αποκτήσει τη δυναμική στο βαθμό που το επιθυμεί η πολιτική».

Πόσο σημαντική είναι εντέλει η διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας; Οι απόψεις των ειδικών διίστανται.

«Κατά τη δική μου άποψη», υπογράμμισε ο καθηγητής, «είναι αποφασιστικής σημασίας. Από τις απαντήσεις του γερμανού υπ. Οικονομικών Σόιμπλε διαπιστώνετε ότι το 50% της πρώτης δόσης θα δαπανηθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους. Αφενός οφείλεις φυσικά να διασφαλίσεις την αξιοπιστία, αυτό επιτυγχάνεται όταν αποπληρώνεις τα χρέη σου. Αφετέρου δεν συμφέρει κανέναν όταν αξιοποιείς νέα δάνεια απλώς για να εξυπηρετείς τα παλιά. Με τον τρόπο αυτό δεν προκύπτουν καινοτομίες, νέες θέσεις εργασίας, επενδύσεις στην εκπαίδευση. Όλα αυτά χρειάζονται όμως για την ενίσχυση της παραγωγικότητας».

Επιτακτική η ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων

Μολονότι το ελληνικό χρέος κινείται πλέον σε δυσθεώρητα ύψη, ο ειδικός εκτιμά ότι μπορεί παρόλα αυτά να εξυπηρετηθεί: «Μπορεί να αποπληρωθεί εάν υπάρξει σημαντική ενίσχυση της ανάπτυξης. Με 180% επί του ΑΕΠ, το χρέος είναι στην παρούσα φάση όντως δυσβάσταχτο. Είναι υπερβολικά υψηλό. Μπορεί όμως να επιστραφεί, εάν επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης που θα κινηθούν για ορισμένα χρόνια στο 3 με 4%. Αυτό όμως είναι εφικτό μόνον εάν γίνουν πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές, μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, μια βιώσιμη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Νομίζω ότι θα πρέπει να συμπεριληφθούν και φορολογικές αυξήσεις. Και κυρίως μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή αποτελεσματικών φορολογικών κανόνων».

Όπως πολλοί άλλοι επιφανείς οικονομολόγοι, έτσι και ο Μίχαελ Κέτερ, θεωρεί μάλλον ανέφικτο το στόχο που έχει τεθεί για τις ιδιωτικοποιήσεις:

«Τις τελευταίες εβδομάδες ακούγεται το ποσό των 50 δισ. ευρώ. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια αρκετά φιλόδοξη εκτίμηση. Πέραν αυτού τα μισά χρήματα πρόκειται να αξιοποιηθούν και πάλι για την εξυπηρέτηση του χρέους. Κατά την άποψή μου είναι δύσκολο να προβείς σε εκτιμήσεις διότι δεν θέλεις πουλήσεις όσο όσο σε μια αγορά όπου πέφτουν συνεχώς οι τιμές. Νομίζω λοιπόν ότι ο πήχης έχει μπει ψηλά, από την άλλη πλευρά όμως εκτιμώ ότι στην παρούσα φάση δεν χρειάζεται καν να υπάρχουν συγκεκριμένες εκτιμήσεις για το ύψος των ιδιωτικοποιήσεων».

Facebook Comments