Δύο χρόνια μετά την τραγωδία και όσα σχετικά είχα γράψει τότε (μαζί με δεκάδες άλλους, προφανώς) και ενώ η δίκη δεν έχει καν προγραμματισθεί (όπως γίνεται συνήθως), το τραγικό και φρικτό αυτό γεγονός μεταβάλλεται σταδιακά στο κύριο ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης σε επίπεδο κομμάτων.

Αυτό δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην κακό, αν είχε γνήσια και αγνά κίνητρα και αποσκοπούσε σε κάτι συγκεκριμένο και θετικό.

Δυστυχώς όμως, η αντιπαράθεση γίνεται για τους λάθος λόγους και με εντελώς εκτός πραγματικότητος στόχευση.

Καθόσον, εκτός από την αυτονόητη απονομή δικαιοσύνης για την τραγωδία των Τεμπών χωρίς ίχνος συγκάλυψης, απαιτούνται και πολλά ακόμα, ώστε να καταστεί πρακτικά αδύνατο να επαναληφθεί μια ανάλογη τραγωδία.   

Σχετικά με αυτό όμως, δεν νομίζω ότι συμφωνούν όλοι όσοι μετέχουν στις κινητοποιήσεις και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις προς την κυβέρνηση, σε ενέργειες και διαδικασίες όπως είναι:

Α) Η «αξιολόγηση στο δημόσιο»

Αν για παράδειγμα λειτουργούσε ένας τέτοιος θεσμός:

– Θα ήταν δυνατόν να λειτουργεί ο ΟΣΕ με τον τρόπο που λειτούργησε τότε;

– Θα βρισκόταν στη συγκεκριμένη υπεύθυνη θέση ο ανεκδιήγητος σταθμάρχης;

Β) Η προστασία των σιδηροδρομικών υποδομών και υλικών

από κακοποιά στοιχεία πάσης προελεύσεως που τα λεηλατούν και τα εμπορεύονται και η παραδειγματική τιμωρία όσων συλλαμβάνονται.

Αν λειτουργούσε λοιπόν αποτελεσματικά αυτή η διαδικασία:

– Θα βρίσκονταν κάποια τρένα στην ανάγκη να ανεβαίνουν από την κάθοδο, γιατί έχουν λεηλατηθεί και απουσιάζουν τα καλώδια ηλεκτρικής τροφοδοσίας στο ρεύμα ανόδου;

Διότι, έχουμε φθάσει σε ένα τέτοιο σημείο αδιαφορίας και μοιρολατρίας, ώστε να θεωρούμε περίπου φυσικά και δικαιολογημένα κάποια πράγματα, που είναι εντελώς αδιανόητα για τις πολιτισμένες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ωστόσο βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε ότι συμπεριλαμβανόμαστε και εμείς. 

… …

Το (υποθετικό) ξυλόλιο και το μπάζωμα αποτελούσαν ΤΟ έγκλημα;

Με όλο το θάρρος, τη θλίψη και τον σεβασμό που νιώθω για την συμφορά του δυστυχήματος των Τεμπών και τον γολγοθά που υπομένουν οι δυστυχείς συγγενείς των θυμάτων…

… να μου επιτρέψετε να μην θεωρώ και πολύ λογικές τις μαζικές κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια που έγιναν (και συνεχίζονται) «για να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια» και «για να αποδοθεί δικαιοσύνη».

(Β) Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζητούμενο, νομίζω ότι δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα που να δικαιολογούν την υπόνοια ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να καθορίσει έτσι τις διαδικασίες και τις συνθέσεις των δικαστηρίων ώστε να ΜΗΝ αποδοθεί δικαιοσύνη.

(Α) Σε ό,τι τώρα αφορά το πρώτο «αίτημα» περί αποκαλύψεως της αλήθειας, θα ήθελα να επισημάνω ότι τα μόνα (ας τα πούμε) «σκοτεινά σημεία» της υπόθεσης αφορούν (1) το εάν η εμπορική αμαξοστοιχία κουβαλούσε «παράνομο» (υπό την έννοια του αδήλωτου) φορτίο εύφλεκτων υγρών και (2) το «μπάζωμα» της περιοχής, που μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή ή απόκρυψη κάποιων «σημαντικών» στοιχείων.

Και εδώ, να μου επιτρέψετε κάποιες σκέψεις:

(Α1.) Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε προφανώς η τελευταία φορά που μια εμπορική αμαξοστοιχία κουβαλάει εύφλεκτα υγρά, με ό,τι προφανώς συνεπάγεται για τον κίνδυνο που υπάρχει για την περίπτωση που συμβεί κάποιο ατύχημα, ώστε αυτά να αναφλεγούν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει άλλωστε με όλα τα βυτιοφόρα που κουβαλάνε πετρέλαιο και βενζίνη για να τροφοδοτήσουν σπίτια και βενζινάδικα. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα ίδια τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα που μεταφέρουν εύφλεκτα υγρά στις δεξαμενές τους, το ίδιο συνέβαινε και με τα ίδια τα τρένα πριν γίνουν ηλεκτροκίνητα.

Με αυτά ως δεδομένα, το αν το εύφλεκτο φορτίο ήταν «νόμιμο» (δηλαδή γνωστό εκ των προτέρων) ή «παράνομο», είναι τόσο σημαντικό ώστε να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και αγωνιώδους αναζήτησης;

Αν δηλαδή το (όποιο) εύφλεκτο φορτίο ήταν «νόμιμο», η τραγωδία θα ήταν μικρότερη και οι νεκροί λιγότεροι;

Το ερώτημα είναι φυσικά ρητορικό και οι «απαντήσεις» προφανείς:

Είτε υπήρχε είτε όχι το (υποτιθέμενο) φορτίο με τα εύφλεκτα υγρά, η σύγκρουση θα είχε και πάλι νεκρούς.

Αν όμως δεν γινόταν η σύγκρουση, δεν θα είχαμε κανένα νεκρό, είτε υπήρχε «παράνομο φορτίο» είτε όχι. 

(Α2.) Το μπάζωμα (επιχωμάτωση ή τσιμεντοποίηση) της περιοχής του δυστυχήματος και μάλιστα πριν γίνει πλήρης διερεύνηση αυτής, ήταν πράξη είτε κακοήθης και «εκ του πονηρού» προκειμένου να αποκρυφτούν κάποιες ευθύνες, (ήσσονος όμως σημασίας σε σχέση με την ίδια την σύγκρουση και ό,τι αυτή προκάλεσε)… είτε ακραίας βλακείας.

Και στις δύο αυτές περιπτώσεις θα πρέπει προφανώς να γίνει διερεύνηση και αποκάλυψη ώστε να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, αλλά το όλο ζήτημα εξακολουθεί να παραμένει εντελώς δευτερεύον σε σχέση με το συνολικό μέγεθος της καταστροφής.

Βέβαια, προκαλεί τουλάχιστον απορία το ότι η ίδια η κυβέρνηση (υφυπουργός Τριαντόπουλος ή και άλλοι υψηλότερα ιστάμενοι) απαξίωσε όλο αυτό το διάστημα να δώσει κάποιες εξηγήσεις για τους λόγους που «επέβαλαν» το μπάζωμα και μάλιστα τόσο σύντομα μετά το δυστύχημα.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, το να εστιάζεται η προσοχή μας σε δευτερεύοντα ζητήματα όπως τα παραπάνω, αποτελεί ένα είδος παράνοιας έως και ασέβειας προς τα θύματα της τραγωδίας.

Το πιο σημαντικό ζήτημα ήταν και παραμένει η ίδια η σύγκρουση των τρένων και οι τεράστιες ευθύνες της τότε (και τωρινής) κυβέρνησης, που δεν είχε λάβει όλα τα ανθρωπίνως δυνατά αλλά και απαιτούμενα μέτρα ώστε να μη συμβεί…

Λέγεται μάλιστα από την αντιπολίτευση ότι ακόμη και τώρα, δηλαδή δύο χρόνια μετά την τραγωδία, δεν έχει γίνει τίποτα το ουσιαστικό προς αυτή την κατεύθυνση.

Ποιος άραγε μας εγγυάται ότι δεν θα βρεθούν και πάλι κάποιοι με το διανοητικό επίπεδο του ανεκδιήγητου σταθμάρχη και του (νεκρού από το δυστύχημα) μηχανοδηγού, ο οποίος, υπενθυμίζω, αντί να πει στον σταθμάρχη «Βασίλη, γιατί με στέλνεις από την γραμμή καθόδου;» επέλεξε να του πει: «πάμε… και όπου βγει (…) »

… και όλα αυτά με ένα σύστημα αυτόματης διόρθωσης ανθρωπίνων λαθών, το οποίο είναι – ακόμα και τώρα – όχι πλήρως λειτουργικό έως εντελώς απόν.

Άρα, η κυβέρνηση πρέπει να υφίσταται πράγματι μια σκληρή κριτική, αλλά μόνο για το χάλι του ΟΣΕ που επέτρεψε να συμβεί το δυστύχημα και το οποίο ακόμη δεν έχει διορθωθεί στον απαιτούμενο βαθμό.

– Με όλα αυτά ως δεδομένα και πέραν πάσης αμφισβητήσεως, τί να «συγκαλύψει» κανείς;

– Και με ποιόν τρόπο;

– Και πώς θα μπορέσει να τα συγκαλύπτει διαχρονικά και επ’ αόριστον;

Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι κατ’ ανάγκην ρητορικά. Αν κάποιος έχει μια κάποια απάντηση, τον παρακαλώ να την διατυπώσει.

Και έως τότε, ας μου επιτραπεί να διατυπώσω και ένα τελευταίο ερώτημα:

– Γιατί έγιναν τώρα τόσες πολλές διαδηλώσεις, ενώ για είκοσι περίπου μήνες δεν είχαμε σχεδόν καθόλου;

Εδώ οφείλω να υπενθυμίσω ότι και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ευθύνονται για τα χάλια του ΟΣΕ, οπότε θα ήταν προτιμότερο τα κόμματα που τις συγκροτούσαν, να είναι πιο συγκεκριμένα και πιο συγκρατημένα ως προς την κριτική τους και περισσότερο ειλικρινή και θαρραλέα ως προς την αυτοκριτική τους.

Η προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης μιας τραγωδίας και μάλιστα με συνειδητή λάθος στόχευση αποτελεί ό,τι χυδαιότερο στην πολιτική ζωή.

Άλλωστε, όλοι θυμόμαστε το περιβόητο «κίνημα των αγανακτισμένων» στις πλατείες την εποχή των μνημονίων, το οποίο όχι μόνο δεν βοήθησε στο ελάχιστο την πολιτική ζωή της χώρας, αλλά ανέδειξε πολιτικές δυνάμεις που τελικά την έβλαψαν.

… …

Το «κλειδί» της τραγωδίας στα Τέμπη…

(… που «γυρνούσε από μόνο του στη διαγώνιο»)

Ο τότε μοιραίος σταθμάρχης Βασίλης Σαμαράς στην αίτηση (αποφυλάκισης) αναφέρει ότι μέχρι τις 23:00 έπρεπε να είναι τρεις σταθμάρχες (στον τρίτο μεγαλύτερο σιδηροδρομικό σταθμό της χώρας), αλλά από τις 22:25 και μετά έμεινε μόνος του:

 «Από τις 24.02.2023 ως και τις 28.02.2023 μου ανατέθηκε από κ. Νικολάου, υπηρεσία νυχτερινής βάρδιας, από ώρα 22 :00 ως 07:00 στο σταθμό της Λάρισας ως μοναδικού σταθμάρχη .Η συγκεκριμένη νυχτερινή βάρδια είναι δύσκολη, διότι κατά τη διάρκειά της, διέρχονταν από το Σταθμό Λάρισας 13 δρομολόγια, εκ των οποίων τα 7 από ώρα 22 :00 έως 23:00 και δύο μεταξύ των ωρών 23:00 με 00 :30

» Περί τις 22:10 με 22 :15 ο Χαμηλός Παναγιώτης αποχώρησε χωρίς να ζητήσει την άδεια κανενός και έκατσε απέναντι στην αποβάθρα. Το ωράριό του ήταν μέχρι τις 23:00. Λίγο μετά, περί ώρα 22 :20 με 22 :25, αναχώρησε και ο Κωνσταντίνος Παυλόπουλος, ενώ είχε λάβει ειδική εντολή από τον επιθεωρητή Λάρισας, Νικολάου Δημητρίου καθώς και από τον Κεντρικό Σταθμάρχη Λάρισας Ζήνδρο Γεώργιο, να παραμείνει στο πόστο μέχρι να φύγει η αμαξοστοιχία 62 και μέχρι να ομαλοποιηθεί η κυκλοφορία.

Είναι βέβαιο ότι εάν οι σταθμάρχες Παυλόπουλος και Χαμηλός παρέμεναν στη θέση τους μέχρι ώρα 23:00, όπως είχαν εντολή, θα είχα πολύτιμη βοήθεια στο σταθμαρχείο που θα επέτρεπε την ομαλή αντιμετώπιση όλων των θεμάτων και αντιξοοτήτων που είχαν προκύψει ταυτόχρονα .

» Παλαιότερα, τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο, είχα ενημερωθεί ότι το κλειδί 101Α και 101β δεν γυρνούσε ηλεκτρικά και πήγαινε ο κλειδούχος να το γυρίσει χειροκίνητα. Το κούμπωνε χειροκίνητα και μόλις γυρνούσε την πλάτη του, εκείνο γυρνούσε από μόνο του. Η λυχνία στον πίνακα ελέγχου στην περίπτωση εκείνη αναβόσβηνε συνέχεια.

Δεν αντιλήφθηκα εάν είχε βλάβη ο πίνακας ελέγχου κατά την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας ή έστω και μετά την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας. Εάν έδειξε κάτι τέτοιο, ήμουν απασχολημένος και δεν το πρόσεξα. Δεν διαπίστωσα κάποια βλάβη στον πίνακα ελέγχου που να αφορά το κλειδί 118.

» Διαχειριζόμουν 4 τρένα.

» Ομοίως είναι βέβαιο ότι εάν ο μηχανοδηγός της (τραγικά μοιραίας) αμαξοστοιχίας 62, τηρούσε το άρθρο 1204 του γενικού κανονισμού κυκλοφορίας του ΟΣΕ, δεν θα είχε επέλθει το μοιραίο αποτέλεσμα (σ.σ αναφέρει στη συνέχεια τι ορίζει το άρθρο). Όταν ξεκίνησε η αμαξοστοιχία και διήλθε από κλειδιά που βρίσκονταν σε διαγώνιο, σε μονή γραμμή καθόδου και όχι ανόδου προς Θεσσαλονίκη, όφειλε να σταματήσει την κίνηση της αμαξοστοιχίας και να μου απευθύνει σχετικό ερώτημα.»

«Αν έβλεπε τον πίνακα που λειτουργεί – γιατί τον έλεγξα εγώ πριν έρθει ο ανακριτής και του τον έδειξα – για 5,5 χλμ. θα μπορούσε να είχε δει το τρένο να έχει μπει στην αντίθετη διαδρομή και θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο», δήλωνε ο σύμβουλος διοίκησης του ΟΣΕ Παύλος Τερζάκης.

Αλλά ο Βασίλης Σαμαράς θα ήταν και πάλι απασχολημένος…

… …

Εδώ έχουμε τα εξής:

•  Πριν από 3 ή 4 μήνες μια πολύ σοβαρή βλάβη του σταθμού, όπου το κλειδί με το οποίο ένα τρένο μπορεί να πηγαίνει από την γραμμή ανόδου στη γραμμή καθόδου δεν λειτουργούσε ηλεκτρικά. Και όχι μόνο αυτό: Όταν το έφερνε ο κλειδούχος στην επιθυμητή θέση (ευθεία), αυτό ξαναπήγαινε μόνο του στη διαγώνιο.

•  Εφόσον υπήρχε ένα τέτοιο σοβαρό πρόβλημα, που εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους, ασφαλώς θα έπρεπε να έχει διορθωθεί ευθύς αμέσως, κάτι που δεν συνέβη με ευθύνη όλων των εμπλεκομένων.

•  Την βλάβη αυτή την γνώριζαν φυσικά όλοι οι σταθμάρχες για όλο αυτό το διάστημα, ωστόσο όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα ώστε να διορθωθεί, αλλά άφησαν και τον άπειρο και προβληματικό σταθμάρχη μόνο του στη βάρδια.

•  Εφόσον όμως το πρόβλημα με το «κλειδί» 101Α και 101Β παρέμενε, δεν ήταν αυτονόητο να παρέμενε εκεί ένας υπάλληλος «κλειδούχος» και επιπλέον να έχει ενημερωθεί ο κάθε μηχανοδηγός που επρόκειτο να περάσει από το σημείο αυτό;

•  Ο σταθμάρχης Βασίλης Σαμαράς, κατά δική του δήλωση, ανέφερε ότι «μπορεί να μην πρόσεξε το φως που αναβόσβηνε, γιατί ήταν απασχολημένος»… Ασχολίαστο…

•  Φαίνεται όμως ότι δεν πρόσεξε και άλλα φώτα στον πίνακα που προειδοποιούσαν … επίσης ασχολίαστο.

•  Για τον (επίσης μοιραίο) μηχανοδηγό που «δεν σταμάτησε παραβιάζοντας τον αντίστοιχο κανονισμό του ΟΣΕ» και επιπλέον «δεν ρώτησε τον σταθμάρχη γιατί τον στέλνει στην κάθοδο, αντί για την άνοδο», αλλά επέλεξε να πει «πάμε και όπου βγει»… και μάλιστα χωρίς να αντιδράσει ούτε ο βοηθός του δεύτερος μηχανοδηγός…

… είναι περιττό να αναφέρουμε οτιδήποτε, μιας και οι δύο βρίσκονται στη μαύρη λίστα των 57 τραγικά αδικοχαμένων θυμάτων.

Μια πιθανή δικαιολογία για αυτή τους τη στάση είναι το γεγονός ότι είχαν κάνει ανάποδα ΚΑΙ την διαδρομή Παλαιοφάρσαλο – Λάρισα «λόγω βλάβης (; …) της γραμμής ανόδου». Οπότε δεν θεώρησαν και πολύ ασυνήθιστο το να συνεχίζεται η ανάποδη πορεία τους (αλλά αυτή τη φορά προς τον θάνατο…).

Με αυτά ως δεδομένα και με πολλά άλλα που θα αποκαλυφθούν επίσης, αντιλαμβανόμαστε ότι:

– Για να συμβεί το τραγικό δυστύχημα έπρεπε να συντρέχουν την ίδια ώρα πολλοί παράγοντες, ο καθένας εκ των οποίων ήταν από μόνος του αδιανόητος.

– Ήταν λοιπόν «η κακιά η ώρα» ;

– Φυσικά όχι! Ακριβώς το αντίθετο. Το πιο περίεργο ήταν ότι με τα χάλια του ΟΣΕ ήταν εντελώς τυχαίο και συμπτωματικό το ότι ένα τέτοιο δυστύχημα δεν είχε συμβεί πολύ νωρίτερα. Όλοι όσοι ταξίδευαν με τα τρένα τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να αισθάνονται πολύ τυχεροί που ζουν ακόμα.

Με βάση όσα έχουμε μάθει μέχρι τώρα, μπορεί ο καθένας να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα.

Προσωπικά, τα δικά μου είναι ότι τα αίτια της τραγωδίας είναι:

Η αδιαφορία, η επιπολαιότητα, η ανικανότητα, η φυγοπονία, η ανευθυνότητα και πάνω από όλα η τραγική ασυνειδησία όλων των εμπλεκομένων.

Από τον ιεραρχικά κατώτερο έως τον ιεραρχικά ανώτερο, όποιος και αν αποδειχτεί ότι είναι αυτός.

Και ασφαλώς θα αποδειχτεί.

Γιατί: Συγκάλυψη σε όλα αυτά όχι μόνο δεν πρέπει να υπάρξει, αλλά (κατά τη δική μου τουλάχιστον γνώμη) θα είναι αδύνατο να υπάρξει. Και αυτό γιατί ο κάθε κατηγορούμενος (από τους περίπου 40) προκειμένου να ελαφρύνει τη δική του θέση, θα θελήσει να αποκαλύψει όλα τα λάθη όλων των άλλων.

Και έτσι στο τέλος θα έχουμε μια πλήρη εικόνα των λαθών.

Ό,τι όμως και αν συμβεί από εδώ και πέρα… ο άδικος χαμός τόσων ανθρώπων που δεν έφταιξαν σε τίποτα, θα εξακολουθεί να αποτελεί μια πληγή που δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ.

… …

Η Δημοκρατία, τα συστήματα ασφαλείας και τα… αδιέξοδα

Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη συνέβη γιατί (εκτός όλων των άλλων παραγόντων) τα αδιανόητα ανθρώπινα λάθη συνοδεύονταν από ανυπαρξία επαρκούς τηλεδιοίκησης και συστημάτων ασφαλείας, που θα εμπόδιζαν τα ανθρώπινα λάθη να οδηγήσουν σε τραγωδία.

Εδώ όμως βλέπουμε να συμβαίνει διαχρονικά και κάτι άλλο:

Έχουμε ένα κράτος με αδιανόητα προβληματική οργάνωση, λόγω ανεπαρκούς διακυβέρνησης και μέριμνας για τον πολίτη.

Γιατί με τις φωτιές καιγόμαστε, με τις πλημμύρες πνιγόμαστε, με τα τροχαία σκοτωνόμαστε, ενώ το «πιο ασφαλές μέσο μετακίνησης», δηλαδή το τρένο, είδαμε πού οδήγησε.

Η θλιβερή διαπίστωση είναι ότι δεν υπάρχουν πουθενά συστήματα ασφαλείας που θα μπορούσαν να προστατεύουν τους πολίτες από την αβελτηρία, τις αβλεψίες και τα λάθη αυτών που είναι υπεύθυνοι για την οργάνωση του κράτους.

Πριν την (εντελώς άκαιρη και άστοχη) συζήτηση στη βουλή για την «πρόταση δυσπιστίας» προς την κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλέστηκε την ιστορική φράση του (δολοφονημένου από τους εγκληματίες της «17 Νοέμβρη») Παύλου Μπακογιάννη:

«Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».

Και πράγματι δεν υπάρχουν, όταν όμως αυτοί που δημοκρατικά εκλέγονται για να κυβερνήσουν τη χώρα ενδιαφέρονται πραγματικά, συνειδητά και αποτελεσματικά για την ζωή και την ευημερία αυτών που τους ψήφισαν.

Γιατί η χρόνια κακοδιαχείριση, οι ανεξέλεγκτες φυσικές καταστροφές και προπαντός οι αδόκητοι – και δυστυχώς πολλοί – θάνατοι από εγκληματικές ενέργειες ή από εγκληματική αμέλεια…

… αποτελούν, όπως και να το δει κανείς, ένα είδος αδιεξόδου.

Δεν έχω υπόψη μου τί ακριβώς εννοούσε ο αείμνηστος Παύλος Μπακογιάννης όταν είχε διατυπώσει την ιστορική φράση.

Φοβούμαι όμως ότι αυτό που εννοεί ο κ. Μητσοτάκης επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση, σημαίνει απλά ότι η δημοκρατία προβλέπει θεσμούς, με τους οποίους θα μπορεί πάντα να σχηματίζεται μια κυβέρνηση.

Αρκεί όμως το να υπάρχει απλά μια κυβέρνηση;

Ή πρέπει επιπλέον να υπάρξει τρόπος ώστε να υπάρχει μια άλλης μορφής διακυβέρνηση, με την οποία ο κάθε πολίτης να αισθάνεται – και να είναι – ασφαλής και προστατευμένος;

Γιατί, η Δημοκρατία αποτελεί πράγματι την αναγκαία συνθήκη, ώστε να έρχονται στην διακυβέρνηση της χώρας άνθρωποι με τις ικανότητες και την ευσυνειδησία να κάνουν το καλύτερο δυνατό για τους πολίτες της.

Δεν αποτελεί όμως και ικανή συνθήκη, ώστε να το εξασφαλίσει, τουλάχιστον με τον τρόπο, με τον οποίο λειτουργεί στη χώρα μας.

Καθόσον το καλύτερο δυνατό για τη χώρα ΔΕΝ εξασφαλίζεται όταν επιλέγονται υπουργοί άσχετοι με το αντικείμενο του υπουργείου τους, οι οποίοι επιπλέον δεν έχουν να επιδείξουν καμία ιδιαίτερη ικανότητα πλην της αφοσίωσης στο κόμμα, ή ενός «ιστορικού» (για την παράταξη) ονόματος. Όσο η εκάστοτε κυβερνώσα παράταξη είναι δέσμια της παθογένειας αυτής, η δημοκρατία μας θα βρίσκεται, δυστυχώς, αντιμέτωπη με αδιέξοδα.    

(Και εδώ δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τη δήλωση στη Βουλή του τότε υπεύθυνου υπουργού μεταφορών: «Διασφαλίζουμε την ασφάλεια… Μια υπεύθυνη πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών» (20/2/2023) )

Η ίδια κυβέρνηση, ακόμη και τώρα, δεν έχει εξασφαλίσει την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών, γιατί δεν έχει εκσυγχρονίσει ακόμη τον ΟΣΕ στο βαθμό που απαιτείται για αυτό τον σκοπό.

Αντίθετα, επί δύο σχεδόν χρόνια ασχολήθηκε με την «διαδικασία» (αλλαγή ονόματος και «νέοι σχεδιασμοί» επί χάρτου) αντί για την ουσία της υπόθεσης, η εξυπηρέτηση της οποίας παραπέμπεται στο τέλος του 2025, το νωρίτερο.

Η αντιπολίτευση όμως (δεξιοί, αριστεροί, λιγότερο ή περισσότερο σοβαροί έως εντελώς φαιδροί) ασχολούνται κυρίως με μια εντελώς αυθαίρετα υποθετική «συγκάλυψη».

Αν τα πρόσωπα της αντιπολίτευσης διέθεταν περισσότερη σοβαρότητα και πραγματικό ενδιαφέρον για τη χώρα και τους πολίτες της, αφενός μεν θα ασκούσαν μια περισσότερο τεκμηριωμένη και εποικοδομητική κριτική στην κυβέρνηση, αφετέρου δε θα της έκαναν σοβαρές υποδείξεις και προτάσεις, ώστε να αποκτήσουμε ασφαλείς σιδηροδρόμους το ταχύτερο δυνατό. 

Εξυπακούεται φυσικά ότι μια σοβαρή αντιπολίτευση θα προτιμούσε να ελέγχει την κυβέρνηση για το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα με τους τρόπους που προβλέπονται – ερωτήσεις, επερωτήσεις, συζητήσεις προ ημερησίας διατάξεως κλπ – και να μην προσφεύγει σε μια εντελώς ανόητη «πρόταση δυσπιστίας», που καταλήγει να εξευτελίζει και αυτή τη διαδικασία.  

Με όλα αυτά, η προσοχή των πολιτών εκτρέπεται από τις πραγματικές ευθύνες και οδηγείται στη διερεύνηση και προσπάθεια «αποκάλυψης» αγνώστων και ενδεχομένως ανυπάρκτων στοιχείων, τα οποία, ακόμη και αν τελικά αποκαλυφθούν, θα είναι εντελώς ασήμαντα σε σχέση με το ίδιο το τραγικό γεγονός και τις υπαρκτές και μεγάλες ευθύνες της κυβέρνησης.

Καταλήγουμε έτσι, με αυτή την συμπεριφορά να έχουμε μια «συγκάλυψη» του ουσιώδους από το επουσιώδες και αυτό με ευθύνη της αντιπολίτευσης.

Όταν όμως και το ίδιο το επουσιώδες καταρρέει, όπως συμβαίνει πλέον με τις θεωρίες περί «παράνομου φορτίου ξυλολίου», τότε μπαίνουμε σε μια κατάσταση κενού, στην οποία οι πολίτες δεν μπορούν να εμπιστευθούν κανένα, και αυτό αποτελεί – προφανώς – ένα ακόμη «αδιέξοδο».

Κάποιοι βρίσκουν «διέξοδο» επιλέγοντας να στηρίζουν δημοσκοπικά το κόμμα της πρωταγωνίστριας του «αγώνα κατά της συγκάλυψης» και ικανής αποκλειστικά στο να καταγγέλλει, κυρίας Ζωής Κωνσταντοπούλου.

Το να ευνοείται όμως (προσωρινά έστω) ένα κόμμα που έχει κάνει «σημαία» κάποια ανύπαρκτα «γεγονότα», ενώ, παράλληλα, δεν έχει να αντιπροτείνει τίποτα ουσιαστικό, αποτελεί και αυτό ένα προφανές αδιέξοδο.     

… …

Δύο χρόνια μετά την τραγωδία (28/2/2025) παρακολουθήσαμε κάποιες σπαρακτικές ομιλίες γονιών που έχασαν τα παιδιά τους στο έγκλημα των Τεμπών.

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ένας χαροκαμένος πατέρας που είπε:

«Η ζωή συνεχίζεται και η κατάσταση συνηθίζεται, αλλά… χωρίς τα παιδιά μας»

Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι μια τέτοια κατάσταση αποτελεί… «διέξοδο»;

… …

Facebook Comments