Μεγάλη αναστάτωση έχει προκληθεί στους κλάδους των αλκοολούχων ποτών και των καπνικών προϊόντων, με αφορμή τις φήμες για νέα αύξηση του φόρου στις κατηγορίες αυτές. Οι επιχειρήσεις των κλάδων ήδη υποφέρουν από την υπερφορολόγηση, σε βαθμό που να κρίνεται πλέον η βιωσιμότητά τους.
 
H τεράστια υστέρηση εσόδων το τελευταίο τρίμηνο, το χρηματοδοτικό κενό σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο μέτωπο των σχέσεων με τους δανειστές και τις επείγουσες ταμειακές ανάγκες του δημοσίου, άνοιξαν και πάλι τον φάκελλο φορολογία.
 
Η κυβέρνηση αυτή εξελέγη με βασικό σύνθημα και πολιτική υπόσχεση την φορολογική ελάφρυνση των πολιτών, την φορολογική εκλογίκευση και την ανάπτυξη. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να περάσει ένας μήνας από την εκλογή της και τα γνωστά στερεότυπα αναφορικά με την επίτευξη εσόδων, ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο, επιβεβαιώνοντας ότι εδώ ζούμε κανονικά το τέλος των μύθων.
 
Μια από τις λύσεις που ακούστηκαν για τα έσοδα, ήταν η αύξηση του φόρου στα καπνικά και στα ποτά. Η πιθανότητα αυτή ακούστηκα μάλιστα από επίσημα χείλη, αλλά γρήγορα ατόνισε, προσκρούοντας αφενός στη λογική αφετέρου στις αντιδράσεις.
 
Οι αντιδράσεις προήλθαν από τους θιγόμενους για πολλοστή φορά κλάδους, ενώ η πρόσκρουση στη λογική, δεν είναι άλλη από τους ίδιους τους αριθμούς.
 
Ο κλάδος των αλκοολούχων, έχει ήδη υποστεί  καθίζηση όχι μόνο από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά, κυρίως, από την πολιτική των αλλεπάλληλων αυξήσεων του ΕΦΚΟΠ τη διετία 2009-2010 κατά 125% σωρευτικά, οι οποίες  συνοδεύτηκαν από την παράλληλη αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από 19% σε 23% και εκτίναξε τη χώρα μας στην 5η υψηλότερη θέση στην ΕΕ ως προς τον ΕΦΚΟΠ και στην 1η θέση με διαφορά ανάμεσα στις ανταγωνιστικές χώρες.
 
Αυτές οι φορολογικές επιβαρύνσεις, ενώ είχαν ως εξαγγελθέντα στόχο την τόνωση των δημοσίων εσόδων, απέτυχαν παταγωδώς, όπως απεδείχθη, σε κάθε επίπεδο, οδηγώντας τόσο σε κατάρρευση της νόμιμης και φορολογούμενης κατανάλωσης όσο και σε αρνητική δημοσιονομική απόδοση.
 
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη  του ΙΟΒΕ για τα αλκοολούχα ποτά στην Ελλάδα, η υψηλή φορολογία δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα φορολογικά έσοδα, ενώ έπληξε σημαντικά τα μεγέθη του κλάδου, οδηγώντας τις νόμιμες πωλήσεις αλκοολούχων ποτών σε κατακόρυφη πτώση κατά -45,7% την περίοδο 2009-2012. Η σημαντική υποχώρηση των δημοσίων εσόδων επιβεβαιώνεται και από εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις οποίες τα έσοδα από λοιπούς ΕΦΚ για το πρώτο εννεάμηνο του 2014 εμφανίστηκαν μειωμένα κατά -3,6% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2013.
 
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία της DGTAXUD, τα έσοδα από ΕΦΚ μόνο από τα αλκοολούχα ποτά στην Ελλάδα συρρικνώθηκαν σε διάστημα διετίας- από 348,76 εκ. ευρώ το 2011 σε 296,05 εκ. το 2012 και 290,94 εκ. ευρώ το 2013, υποχωρώντας πλέον στα επίπεδα του 2009.
 
Παράλληλα με το προφανές δημοσιονομικό κόστος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία των δημοσιονομικών σχεδιασμών, υπήρξαν σοβαρές δευτερογενείς ζημιές, καθότι, υπήρξε μαζική στροφή των καταναλωτών προς χαμηλότερα φορολογούμενες ή μη φορολογούμενες κατηγορίες, άρα και μειωμένα φορολογικά έσοδα.
 
Η τάση αυτή αποδεικνύεται αυτοτροφοδοτούμενη, με την ενίσχυση της άτυπης οικονομίας αναφορικά με την παραγωγή αμφίβολης ποιότητας αλκοολούχων παρασκευασμάτων, που εκτός του γεγονότος ότι φοροδιαφεύγουν, αποτελούν και υγειονομική βόμβα για τους καταναλωτές. Επίσης παγιώνεται στη χώρα η έννοια της ατυπικότητας στην οικονομία και την παραγωγή και εμπεδώνεται ο εθισμός σε μεθόδους έξω από κάθε έννοια νομιμότητας.
 
Την ίδια ώρα, η έξαρση του λαθρεμπορίου, καθώς και την ενίσχυση των κινήτρων για παράνομη παραγωγή και διακίνηση δίχως παραστατικά χύμα αποσταγμάτων (τσίπουρο/τσικουδιά διημέρων – καταστρατήγηση του καθεστώτος των διήμερων παραγωγών) χωρίς τη διενέργεια κανενός ελέγχου, δημιουργούν καθεστώς πλήρους διάλυσης ενός ιστού νόμιμης παραγωγής, τυποποίησης και διακίνησης προϊόντων μέσα στο σύστημα.

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ εκτιμάται ότι μόνο το 2012 διακινήθηκαν λαθραία 8,2 εκ. ευρώ φιάλες. Η απώλεια φορολογικών εσόδων από τη μη καταβολή του ΕΦΚΟΠ σε ποτά που διακινηθήκαν παράνομα υπολογίζεται κατά προσέγγιση 41,8 εκ. ευρώ. Σύμφωνα με την κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ, υπολογίζεται ότι χάνονται περί τα 97,7 εκ. ευρώ ετησίως από διαφυγόντες φόρους.

Η εφιαλτική αυτή πραγματικότητα συμπληρώνεται και από τις λαθραίες ή μη λαθραίες εισαγωγές οινοπνευματωδών από γειτονικές χώρες με χαμηλότερη φορολογία.

Ολες αυτές οι φορολογικές αυξήσεις των τελευταίων ετών, άσκησαν τεράστιες  πιέσεις σε όλη την αλυσίδα του κλάδου, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της προστιθέμενης αξίας του κατά 926 εκ. ευρώ και την απώλεια περισσότερων από 20.000 θέσεων εργασίας, σε έναν από τους πλέον παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος απασχολεί συνολικά περίπου 30.000 εργαζόμενους.

Ο ΣΠΕΔΑΠ

Η πραγματικότητα αυτή, έχει προκαλέσει συναγερμό σε όλο τον κλάδο, ο οποίος εκπροσωπείται από Το Συμβούλιο Παραγωγών & Εταιρειών Διακίνησης Αλκοολούχων Ποτών (Σ.Π.Ε.Δ.Α.Π.) αποτελείται από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Αποσταγμάτων και Οινοπνευματωδών Ποτών (Σ.Ε.Α.Ο.Π.) και από την Ένωση Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (ΕΝ.Ε.Α.Π.). Το Συμβούλιο επεσήμανε σε δραματικούς τόνους ότι σε ολοκληρωτικό αφανισμό μπορεί να οδηγηθεί ο κλάδος των ποτών εφόσον γίνει πράξη φημολογούμενη επιβολή επιπρόσθετης φορολογίας στα αλκοολούχα ποτά. Εν κατακλείδι πάντως το Σ.Π.Ε.Δ.Α.Π., χαιρετίζει τη δήλωση της Αναπληρώτριας Υπουργού Οικονομικών Νάντιας Βαλαβάνη, η οποία διαβεβαιώνει ότι δεν θα επιβληθεί πρόσθετη φορολογία στα αλκοολούχα ποτά, ευελπιστώντας ότι η τοποθέτηση αυτή εκφράζει την επίσημη θέση της κυβέρνησης, υπενθυμίζοντας ότι ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα των δριμύτατων επιπτώσεων της έως σήμερα αποδεδειγμένα αναποτελεσματικής πολιτικής υπερφορολόγησης.

Facebook Comments