Οι δανειστές επιστρέφουν, τα αδιέξοδα παραμένουν
Όπως αναμενόταν, η κυβέρνηση στο Eurogroup που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, εγκατέλειψε τους ψευτολεονταρισμούς εσωτερικής χρήσεως
Όπως αναμενόταν, η κυβέρνηση στο Eurogroup που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, εγκατέλειψε τους ψευτολεονταρισμούς εσωτερικής χρήσεως
Όπως αναμενόταν, η κυβέρνηση στο Eurogroup που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, εγκατέλειψε τους ψευτολεονταρισμούς εσωτερικής χρήσεως, που κάνει στην Ελλάδα, κι υποχώρησε ατάκτως στις απαιτήσεις των δανειστών να νομοθετηθούν μέτρα περιστολής δαπανών το 2018, μετά την ολοκλήρωση του Γ’ Μνημονίου. Η εξέλιξη αυτή, για όσους παρακολουθούν στενά τα πράγματα, ήταν λίγο- πολύ αναμενόμενη από την στιγμή, που η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας κατέδειξαν με την στάση τους ότι δεν προτίθενται επ’ ουδενί να εγκαταλείψουν την εξουσία. Απομένει να δούμε το εύρος των ελληνικών υποχωρήσεων σε αφορολόγητο, που λέγεται ότι μπορεί να υποχωρήσει ακόμα και στις 5900 ευρώ, σε ότι αφορά την περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις και το τι θα γίνει με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, που συστηματικά καθυστερεί η κυβέρνηση, όπως είναι η εφαρμογή της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ για το άνοιγμα των αγορών, ο συνδικαλιστικός νόμος, οι ομαδικές απολύσεις κοκ.
Μείζον ενδιαφέρον έχει και το τι ανταποδοτικά μέτρα θα λάβουμε από τους δανειστές, κυρίως σε ότι αφορά την ρύθμιση του χρέους και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφύγουν οι τράπεζες μια νέα ανακεφαλαιοποίηση, που αυτή τη φορά θα γίνει με bail-in, δηλαδή «κούρεμα καταθέσεων», και προκειμένου να μειωθούν τα επιτόκια των ομολόγων μας, που σήμερα βρίσκονται σε απαγορευτικά επίπεδα και δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε αισιοδοξία ότι στο τέλος του προγράμματος, δηλαδή το καλοκαίρι του 2018, θα είμαστε σε θέση να βγούμε στις αγορές και να δανειστούμε επιτυχώς με λογικό επιτόκιο.
Πέραν όμως των οικονομικών επιπτώσεων της διαπραγμάτευσης, που θα επαναρχίσει προς το τέλος της εβδομάδας, οπότε κι αναμένεται η επιστροφή των επικεφαλής των Θεσμών στην Αθήνα, το μεγάλο ερώτημα είναι το πολιτικό. Η νέα υποχώρηση του πρωθυπουργού και του υπουργού του των Οικονομικών, παρά την περί του αντιθέτου «ηρωική» ρητορική, θα δοκιμάσει την συνοχή της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την απήχηση του στο λαό και το εκλογικό σώμα.
Όσον αφορά την αντίδραση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του κυβερνητικού του εταίρου των ΑΝΕΛ, η εκτίμηση όλων των αναλυτών είναι πως κι οι 153 είναι «μπετόν αρμέ», όπως δήλωσε κι ο διευθυντής της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Ζαχαριάδης, και θα υπερψηφίσουν τα πάντα. Ότι κι αν ο κ. Τσίπρας τους φέρει. Και τούτο διότι κανείς τους δεν είναι διατεθειμένος να ρίξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Και κανείς τους δεν θα ήθελε να χάσει την βουλευτική του έδρα, που αποτελεί προσωπική, επαγγελματική κι οικονομική καταξίωση του.
Όμως, το μείζον ερώτημα είναι τι θα πράξει η κοινωνία. Θα αποδεχτεί τα βαριά μέτρα με σιωπηλή δυσφορία μεν αλλά χωρίς ουσιαστική αντίδραση, όπως έχει πράξει εδώ και δύο χρόνια στις απανωτές κυβιστήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του αρχηγού του; Το πιθανότερο εκτιμάται ότι είναι αυτό. Η κουρασμένη κοινή γνώμη, φοβισμένη, απελπισμένη δεν έχει, αν κι οργισμένη, την δύναμη να αντιδράσει με μαχητικό τρόπο. Εκτιμάται ότι θα αντιδράσει μόνο αν κληθεί στις κάλπες με αρνητική ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ και στον εταίρο του, τους ΑΝΕΛ. Αυτό όμως δεν θα γίνει σύντομα. Ολοκληρώνοντας την β’ αξιολόγηση, έστω και με τον αρνητικό αυτό τρόπο, ο κ. Τσίπρας παίρνει ένα μεγάλο δώρο, ότι κερδίζει σημαντικό χρόνο στην εξουσία. Θα έχει το χρονικό περιθώριο τουλάχιστον ενός έτους χωρίς να κινδυνεύει με πρόωρες εκλογές. Κι ελπίζει ότι εφόσον ο «οδικός χάρτης», που κατ’ αρχήν συμφωνήθηκε στο τελευταίο Eurogroup επιβεβαιωθεί εμπράκτως, θα έχει το χρόνο να μεταστρέψει την κοινή γνώμη.
Η εκτίμηση μας είναι ότι οι αισιόδοξες προβλέψεις των κυβερνητικών για μια ακόμα φορά δεν θα επιβεβαιωθούν. Η ζημιά, που έχει επέλθει στην οικονομία από την τρομακτική καθυστέρηση και την αβεβαιότητα της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης, σε συνδυασμό με την υπερβολική φορολόγηση, που έχει στερέψει την αγορά από ρευστό, οδηγούν σε νέες μεγάλες περιπέτειες την οικονομία και τις επιχειρήσεις κι αργά η γρήγορα και σε αδιέξοδο τα δημόσια οικονομικά. Η Ελλάδα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, και πιστεύουμε ότι η θύελλα είναι μπροστά μας, δεν είναι πίσω μας.
Facebook Comments