Τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τις χειμερινές προβλέψεις της για την πορεία της διεθνούς οικονομίας το 2017 και 2018. Μια ασυνήθιστα αισιόδοξη Επιτροπή συμπεραίνει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχίσει να ανακάμπτει. Παρά ταύτα, ο ορίζοντας σκοτεινιάζει από την πολιτική αβεβαιότητα που δημιουργεί η «τρελή μεταβλητή» που λέγεται Τραμπ στις ΗΠΑ καθώς και η επικείμενη έναρξη της διαδικασίας Brexit και η άνοδος της αντιευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς στις χώρες της ΕΕ που έχουν κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις εντός του 2017 (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία).
 
Κατ’ αρχήν οι οικονομικές προβλέψεις για την Γηραιά Ήπειρο: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη κατά 1,6% το 2017 και 1,8% το 2018, ελαφρώς αναθεωρημένη προς τα πάνω σε σχέση με τις φθινοπωρινές προβλέψεις χάρη στις καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και σε μια μάλλον δυναμική εκκίνηση το 2017.
 
Ο πληθωρισμός σημειώνει, για πρώτη φορά απ’ την έναρξη του αποπληθωριστικού σπιράλ, σημαντική άνοδο, προς το παρόν κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης της τιμής της ενέργειας: στην ευρωζώνη, αναμένεται να αυξηθεί από 0,2% το 2016 σε 1,7% το 2017 και σε 1,4% το 2018.
 
Εφόσον αυτή η τάση επιβεβαιωθεί, αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός θα αγγίξει το επιθυμητό από την ΕΚΤ επίπεδο του «κάτω, αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα» και αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι η πίεση για διακοπή του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης θα αυξηθεί πολύ, ακριβώς την περίοδο που η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα.
 
Καλό νέο είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει ο βασικός μοχλός ανάπτυξης, υποστηριζόμενη από τις διαρκείς βελτιώσεις στην απασχόληση και τις υψηλότερες αυξήσεις των ονομαστικών μισθών, απομακρύνοντας λίγο ακόμα τις νεομερκαντιλιστικές ιδεοληψίες για την τάχα «αναπλήρωση της εσωτερικής ζήτησης από την αύξηση των εξαγωγών και τη δημιουργία εμπορικών πλεονασμάτων», το οποίο όμως παραμένει το κυρίαρχο αφήγημα της κρατούσας σήμερα πολιτικής ελίτ της Γερμανίας.
 
Καλό νέο είναι ασφαλώς και η συνέχιση της αύξησης της απασχόλησης το 2017 και το 2018 με σχετικά σταθερό ρυθμό, αν και ελαφρώς βραδύτερο σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Παρά την προβλεπόμενη μείωση του ποσοστού ανεργίας στην ευρωζώνη από 10% το 2016 σε 9,6% φέτος και σε 9,1% το 2018, η ίδια η Επιτροπή διακηρύττει ότι αυτό παραμένει απαράδεκτα υψηλό. Τόσο το συνολικό δημόσιο έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη αναμένεται να συνεχίσουν να κινούνται πτωτικά την περίοδο 2017-2018 επειδή οι δαπάνες για την πληρωμή τόκων είναι χαμηλότερες λόγω εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και λόγω της βελτίωσης της απασχόλησης, καθώς περισσότερα άτομα πληρώνουν φόρους και εισφορές.
 
Τέλος, ο κρίσιμος δείκτης του ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου παραμένει σε αμφιλεγόμενα επίπεδα: ναι μεν οι επενδύσεις στην ευρωζώνη προβλέπεται να αυξηθούν κατά 2,9% φέτος και κατά 3,4% το 2018, όμως το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ παραμένει χαμηλότερο από αυτό που ήταν στις αρχές του 2000 και η συνεχιζόμενη επενδυτική υποτονικότητα δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τον βιώσιμο χαρακτήρα της ανάκαμψης και την αναπτυξιακή δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας.
 
Συνολικά, και παρά τα γκρίζα σημεία, τα νέα φαίνεται να είναι αρκετά καλά: για πρώτη φορά από το 2008, οι προβλέψεις της Επιτροπής δείχνουν οικονομική ανάπτυξη σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Ακόμη και τα κράτη μέλη που επλήγησαν περισσότερο κατά τη διάρκεια της ύφεσης αναμένεται να έχουν επανέλθει σε ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως εδώ μπαίνει ο απροσδιόριστος παράγοντας των εξελίξεων – τόσο πολιτικών όσο και οικονομικών – στις ΗΠΑ. Οι προσδοκίες για μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης οδήγησαν το χρηματιστήριο της Γουολ Στριτ σε πολύ υψηλά επίπεδα. Παρά το ότι η κυβέρνηση Τραμπ σκοπεύει να ρίξει σε δημόσια έργα γύρω στο 1,3% του ΑΕΠ (περί τα 226 δις ευρώ), η επίπτωση αυτής της δημοσιονομικής χαλάρωσης στην ανάπτυξη δε θα είναι πολύ μεγάλη: μεταξύ 0,50% και 0,75% του ΑΕΠ μόνο μέχρι και το 2018. Γιατί; Μα απλούστατα γιατί, όπως είχε αποδείξει ο Λόρδος Κέυνς, ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής (δηλ. η πραγματική επίπτωση της αύξησης των δημόσιων δαπανών στο παραγόμενο προϊόν) είναι πολύ χαμηλός σε περιόδους (σχεδόν) πλήρους απασχόλησης, πλήρους χρήσης της παραγωγικής υποδομής και σφιχτής νομισματικής πολιτικής, όπως συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ, μετά την επιτυχημένη οικονομική πολιτική Ομπάμα. Αντιθέτως, η δημοσιονομική τόνωση Τραμπ θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε υψηλότερα επιτόκια και σε ανατίμηση του αμερικανικού δολαρίου, κάτι που σίγουρα δεν είναι καλό για τις αμερικανικές επιχειρήσεις.

Facebook Comments