«Ή θα βρούμε το δρόμο ή θα τον ανοίξουμε»
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος διαβάζοντας τον τίτλο τι σχέση μπορεί να έχει η φράση αυτή με την πολιτική
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος διαβάζοντας τον τίτλο τι σχέση μπορεί να έχει η φράση αυτή με την πολιτική
..για την Δημοκρατική παράταξη και την Ελλάδα
{Η φράση αυτή μας ανάγει στον Αννίβα τον Καρχηδόνιο στρατηλάτη ο οποίος την εκφώνησε στους στρατιώτες του το 212 περίπου π.Χ. όταν προσπαθούσαν να διασχίσουν τις Άλπεις.}
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος διαβάζοντας τον τίτλο τι σχέση μπορεί να έχει η φράση αυτή με την πολιτική και συγκεκριμένα τι σχέση μπορεί να έχει με την σοσιαλδημοκρατία και το μέλλον της στην Ελλάδα, η μετεξέλιξη της οποίας εξαρτά σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα της δημοκρατίας, την παρουσία μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, την θέση μας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Γεννάται λοιπόν σήμερα το ερώτημα ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσει ο προοδευτικός μεσαίος χώρος που εκτείνεται από την ανανεωτική αριστερά μέχρι το μεταρρυθμιστικό κέντρο. Μάλιστα το ερώτημα αυτό έχει διττή βαρύτητα. Αφενός γιατί η χώρα βιώνει μια πρωτοφανή θεσμική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική γεγονός που ωθεί κάθε πολιτικό χώρο σε αξιακό επαναπροσδιορισμό και αναθεωρήσεις. Αφετέρου γιατί η δημοκρατική παράταξη, ως η παράταξη της διορατικότητας, της προόδου και του εφικτού έχει κατακερματιστεί συνεπεία της λαίλαπας του λαϊκισμού αλλά και των δικών της αναποτελεσματικών διαχειρίσεων, των εγωκεντρικών διαφωνιών, της αδυναμίας ενδογενούς και εξωγενούς συνεννοήσεως.
Η επακόλουθη αυτή διασπορά των πολιτικών δυνάμεων έδειξε πως η συγκολλητική ουσία των διαφορετικών τάσεων δεν ήταν η πίστη στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ως τρόπο εξασφάλισης των εφικτών θετικών αποτελεσμάτων που εγγυώνται σταθερότητα, αλλά η εξουσία, την οποία το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος δεν την βλέπει ως το μέσο υλοποίησης της «αλλαγής» που χρειάζεται ο τόπος.
Το συμπέρασμα αυτό δείχνει πως πρέπει να χτίσουμε σχέσεις σε νέα βάση, σε νέα εύρωστα θεμέλια, τα οποία θα είναι οι ιδέες και οι προτάσεις που θα τις ενσαρκώσουν, όχι εκφρασμένες σε ρητορικά φληναφήματα αλλά τεκμηριωμένα, μελετημένα με πιθανολογική θετική εκτίμηση ορθής και επιτυχούς εφαρμογής, μέσα από διαδικασίες διαβούλευσης μεταξύ κοινωνικών φορέων, επιχειρηματιών, εργαζομένων και πολιτικών.
Πριν όμως συστήσουμε έναν νέο φορέα πολιτικό, πρέπει να εξετάσουμε τον προσανατολισμό που θα έχει,τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οποίου θα καθορίσουν αν είναι ουσιαστικά και πραγματικά νέος.
Μια περίπτωση είναι να ακολουθήσουμε την πεπατημένη οδό των σφαλμάτων της κεντροαριστεράς με τα οποία κυβερνά σήμερα η ελληνική κυβέρνηση (τα οποία αναπτύσσονται παρακάτω), αψηφώντας μάλιστα τον κίνδυνο της ασύνταχτης χρεοκοπίας που ελλοχεύει καθώς τους πολιτικούς εκφραστές της μονομερής διαγραφής του χρέους κάποιοι θιασώτες θεωρούν πολιτικό κεφάλαιο, ως έχουν δικαίωμα.
Θα πάμε προς τα αριστερά; Θα πάμε προς τα κέντρο; Και αν ναι τι είναι κέντρο; Είναι πράγματι τσόντα της δεξιάς όπως κάποιοι με έωλα επιχειρήματα και επιδερμικές αναλύσεις προσπαθούν να προπαγανδίσουν; Ή πρόκειται για πολιτικό οργανισμό με αρχές αξίες και θέσεις; Θα κάνουμε στροφή προς το λαϊκισμό ή έτσι σοφοί που γίναμε από την Ιθάκη μάθαμε Ιθάκες τι σημαίνουν και θα αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων;
Ο δρόμος που έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, είναι ο δρόμος της δήθεν υπεράσπισης του εργαζομένου, της υπόσχεσης δημιουργίας θέσεων εργασίας χωρίς την ανάλογη στήριξη στον επιχειρηματία, της υπόσχεσης ισχυρής κρατικής οικονομίας, της δέσμευσης μονομερούς διαγραφής του χρέους χωρίς την ενημέρωση των πολιτών για τα δυσμενή και επώδυνα αποτελέσματα της επιλογής αυτής, χωρίς την δημιουργία μέσα από μεταρρυθμίσεις μιας ανταγωνιστικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές. Η πολιτική αυτή χαρακτηρίζεται από την πελατειακή αντιμετώπιση των λεγόμενων «λαϊκών δικαιωμάτων» της απεργίας, συνδικαλισμού αλλά και του φοιτητικού συνδικαλισμού, που διαιωνίζει το αλισβερίσι στην πολιτική, που υποβαθμίζει καθημερινά την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, που εμποδίζει αλλοδαπούς φοιτητές είτε φοιτητές των κρατών μελών της ένωσης να έρθουν να φοιτήσουν στην χώρα μας, που θρέφει την βία και ωθεί τους φοιτητές να καταναλώνουν χρόνο για αλυσιτελείς αντιπαραθέσεις. Πρόκειται για την πολιτική που μοιράζει επιδόματα πενίας, που δίνει αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις αντί να δίνει κίνητρα επιχειρηματικότητας αντί να αυξάνει την απασχόληση η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της υγιούς ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του ατόμου.
Από την μια μισεί τον καπιταλισμό, αλλά εκθειάζει τον κρατικό καπιταλισμό, από τον οποίο λαμβάνει υπερεξουσία και τον διαχειρίζεται εσφαλμένα οδηγώντας το κράτος σε έλλειμμα και χρέος. Δεν είναι λίγες οι φορές που εκφράζει αδιαφορία και περιφρόνηση προς την αριστεία και ωθεί τους πολίτες σε μια εξίσωση προς τα κάτω (Στο κέντρο, ο άνθρωπος ενσωματώνει αυταξία, είτε είναι ικανός για την οικονομία είτε είναι λιγότερο ικανός. Ωστόσο η αριστεία επιβραβεύεται γιατί έτσι εξελίσσεται ο κόσμος, τελούνται τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα τα οποία αυξάνουν την ευημερία).
Πολιτική που υπερφορολογεί για να συντηρεί τις εκλογικές πελατείες εις βάρος του συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα.
Δεν διστάζει μάλιστα να θέσει υπό αμφισβήτηση κεκτημένα πολλών ετών και αγώνων πολιτικών όπως είναι η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. Βαφτίζει κάθε αναφορά στο έθνος εθνικισμό και «ετικετάρει» ως φασίστες όσους διαφωνούν μαζί της. Πολλές φορές δεν διστάζει να αμφισβητήσει την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατίας, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Τα χαρακτηριστικά αυτά και άλλα πολλά προσδίδουν στον δρόμο της αριστεράς παρωχημένο πρόσημο το οποίο έχει ξεπεράσει η ιστορία και η παγκοσμιοποίηση ως φαινόμενο οικονομικό, κοινωνικό πολιτικό, την οποία ωστόσο πρέπει να ρυθμίζουμε και να ελέγχουμε.
Φυσικά επειδή αυτοαποκαλούμαστε κέντρο-αριστερά δεν υιοθετούμε όλα τα παραπάνω εξ ολοκλήρου αλλά κάθε φορά βάζουμε μικρές δόσεις στην πολιτική μας αριστεράς ώστε να κλείνουμε το μάτι στον κομματικό στρατό που δημιουργούμε, στον εργαζόμενο που τον καθιστούμε όμηρο του κράτους.
Η εύκολη λύση είναι αυτό τον δρόμο να τον επιστρατεύσουμε εν όλω ή εν μέρει για να έλθουμε στην εξουσία και μετά ακριβώς επειδή ο δρόμος αυτός έχει έλλειμμα ορθολογισμού και προγράμματος, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να υπερβεί την οικονομική πραγματικότητα , να ετοιμάσουμε μια εξωραϊσμένη κυβίστηση για να προσχωρήσουμε τελικά στην πολιτική των μεταρρυθμίσεων. Ο πολιτικός χρόνος ωστόσο έχει ήδη εξαντληθεί, αυτή την στιγμή το όχημα κινείται με την ρεζέρβα , και μετά την ρεζέρβα έρχεται η ακινητοποίηση.
Η άλλη επιλογή είναι να κάνουμε στροφή προς το κέντρο, όχι όμως για να δημιουργήσουμε έναν φορέα ο οποίος θα συμπληρώνει απλά τη θέση αυτή στον πολιτικό χάρτη, αλλά για να διαδραματίσουμε πρωταγωνιστικό, εγγυητικό και ενωτικό ρόλο στο ελληνικό κοινοβούλιο, στους Έλληνες πολίτες.
Αυτόνομη κυβερνητική λύση από το κέντρο στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης δεν έχει δοθεί ποτέ. Οι κεντρώοι πολιτικοί ήταν μετανάστες κυρίως στην κεντροαριστερά και μάλλον λίγοι στην κεντροδεξιά. Δεν ανήκει ωστόσο το κέντρο στην συντηρητική παράταξη αφενός γιατί έχει η τελευταία μια διαφορετική θεώρηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα αφετέρου γιατί διαφοροποιείται και στην οικονομία, καθώς μια μερίδα της δεξιάς είναι υπέρ του άναρχου καπιταλισμού και μια άλλη μερίδα είναι υπέρ των κρατικοποιήσεων, του μεγάλου κράτους των ανέλεγκτων διορισμών.
Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως πρέπει να δημιουργήσουμε ένα νέο δρόμο, μακριά από δεξιές και αριστερές «παραισθήσεις» αναπτύσσοντας ένα καινοτόμο και όχι καινοφανές προγραμματικό πλαίσιο εξόδου της χώρας από την κρίση ανασταίνοντας την παραγωγικό ιστό της χώρας και την πραγματική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή την λήψη δανείων και καταθέσεων αντίστοιχα. Παράλληλα ετοιμάζοντας μια συνταγματική αναθεώρηση που θα σηματοδοτήσει και θα σφραγίσει το πέρασμα σε μια νέα εποχή, κοινωνικής κινητικότητας, διαταξιακής συνεργασίας, απασχόλησης και ισότητας ευκαιριών, ανταγωνιστικής οικονομίας, θεσμικής και πολιτικής σταθερότητας, οικολογικής ευαισθησίας, ασφάλειας και υγειονομικής προστασίας. Αποτελεί μεγάλο στοίχημα για τον χώρο αυτό, να μην ετεροπροσδιοριζέται αλλά να αυτοπροσδιορίζεται, να μην διεμοβολίζεται είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά.
Εξυψώνοντας τον πολιτικό φιλελευθερισμό, ο οποίος μας επιβάλλει να μην διακηρύττουμε υπέρτατες φιλοσοφικές αλήθειες επειδή σεβόμαστε το δικαίωμα της επιλογής του ατόμου σε ζητήματα συνείδησης στα οποία δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν ούτε το κράτος ούτε τα κόμματα. Για αυτό απαραίτητη αλλαγή σε μια ενδεχόμενη συνταγματική αναθεώρηση την οποία οφείλει να προτάξει το πολιτικό κέντρο, είναι επιτέλους ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, αυτός που αριστερά και κεντροαριστερά δεν τόλμησε ποτέ να κάνει. Γιατί άραγε(;)
Προκειμένου να αναστηλώσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είμαστε υποχρεωμένοι να αξιοποιήσουμε και όχι να απωλέσουμε τους καρπούς της δημιουργίας, της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας και της εφεύρεσης πριν σαπίσουν.Δεν πρέπει να είμαστε μια αντίθεση προς τον καπιταλισμό αλλά μια σύνθεση που, στοχεύει στον συγκερασμό δυο ζωτικής σημασίας αγαθών, της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής ενότητας. Συμπορευόμενοι με τον ορθολογισμό και συνεργαζόμενοι με τεχνοκράτες όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Σχετικά με το ευαίσθητο και καπηλευόμενο από την αριστερά, θέμα των απολύσεων πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα ειλικρινείς και προσεκτικοί. Κάθε υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει τα καθήκοντα του πλημμελώς και εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να απολαμβάνει μεγαλύτερης ανοχής από αυτή που απολαύει υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό μας επιβάλλει η αρχή της ισότητας η οποία καθιερώνεται στον εθνικό μας καταστατικό χάρτη.
Όσον αφορά το ζήτημα του κοινωνικού κράτους πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι αποτελεί προτεραιότητα μας, για αυτό ακριβώς πρέπει να δρομολογήσουμε τον εκσυγχρονισμό του, την ορθή αξιοποίηση των δαπανών γύρω από αυτό, την περάτωση ελέγχων και αξιολογήσεων στο ανθρώπινο δυναμικό που το στελεχώνει.
Συνοψίζοντας ο προοδευτικός μεσαίος χώρος, στηρίζει τον επενδυτή γιατί στηρίζει τον εργαζόμενο, επεμβαίνοντας στην συμβατική ελευθερία των μερών τόσο όσο χρειάζεται ώστε να ενισχυθεί η θέση του πραγματικά μειονεκτικού μέρους. Δεν διστάζει να λάβει μέτρα που προσωρινά μπορεί να μειώσουν το εισόδημα των πολιτών προκειμένου να μην εξαλειφθεί παντελώς, θωρακίζει τα εθνικά συμφέροντα, δεν έχει ιδεολογικές εμμονές, δεν έχει καμία σχέση με τον λαϊκισμό, στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας με απώτερο σκοπό την δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας ικανής να ίσταται σε μια παγκοσμιοποιημένη ανοιχτή αγορά, δεν διακυβεύει ποτέ την αξία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν επεμβαίνει ούτε υπονομεύει το έργο της δικαιοσύνης, θεσπίζει πολλές ανεξάρτητες αρχές ώστε μέσα από την εποπτεία και τον έλεγχο να εξασφαλίζεται διαφάνεια για τους πολίτες και λειτουργία που υπηρετεί αξιοπρεπώς το δημόσιο συμφέρον.
Έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου που καλούμαστε να αποφασίσουμε αν θα πλεύσουμε προς το κέντρο, χαράσσοντας ένα νέο δρόμο για την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας το κράτος μας σύγχρονο, προοδευτικό, παραγωγικό ή αν θα προσδεθούμε στο άρμα του αναποτελεσματικού κρατισμού, του πατερναλισμού , του λαϊκισμού, των ανεύθυνων πολιτικών, ρισκάροντας τις τελευταίες πιθανότητες ανάκαμψης της εθνικής μας οικονομίας.
Θα ανοίξουμε τον δικό μας νέο δρόμο, με εθνική ομοψυχία, συνεργασία και αλληλεγγύη όταν πάψουμε να μεμψιμοιρούμε, όταν δώσουμε το θανατηφόρο σφυροκόπημα στο λαϊκισμό όχι μέσα από ένα συμφυρμό κομμουνιστογενών και εθνοσοσιαλιστικών πολιτικών αλλά μέσα από ένα εναργές, πραγματικά ευαίσθητο κοινωνικά μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, που θα απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις , που θα συμβάλλει στον επαναπατρισμό των Ελλήνων επιστημόνων.
Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες επιμένουμε σε μια άλλη Ελλάδα, την έχουμε ονειρευτεί, την έχουμε τόσο σεργιανίσει μέσα μας που είναι αδύνατον να μην υπάρχει!
Facebook Comments