Η ευρωπαϊκή και η βορειοαμερικανική οικονομία παράγουν από κοινού πάνω από το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ τους υπολογίζονται στο ένα τρίτο περίπου του παγκόσμιου εμπορίου.

Ταυτόχρονα, η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος υποδοχέας άμεσων ξένων επενδύσεων καθώς και ο μεγαλύτερος επενδυτής σε άλλες περιοχές του κόσμου: οι συνολικές αμερικανικές επενδύσεις στην ΕΕ είναι τρεις φορές μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες επενδύσεις σε όλη την Ασία, ενώ αντιστρόφως το σύνολο των ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΗΠΑ υπερβαίνει κατά οκτώ φορές τις αντίστοιχες επενδύσεις στην Κίνα και την Ινδία μαζί, δηλαδή στις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες ασιατικές οικονομίες.

Ηδη το μέσο επίπεδο δασμών στις εμπορικές ανταλλαγές ΕΕ – ΗΠΑ είναι πολύ χαμηλό (κάτω από 3%). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η συμφωνία επικεντρώνεται στην άρση των μη δασμολογικών εμποδίων στις οικονομικές ανταλλαγές, πρωτίστως δε στην εναρμόνιση των ρυθμιστικών καθεστώτων που αφορούν το εμπόριο και τις επενδύσεις. Σήμερα, οι τεχνικές προδιαγραφές των προϊόντων, τα καθεστώτα αδειοδότησης και λειτουργίας ομοειδών εταιρειών και οι ελεγκτικές διαδικασίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται το εμπόριο μεταξύ τους σε χρόνο και χρήμα.

Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μια επιτυχής κατάληξη των εμπορικών συνομιλιών θα έχει ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για τις εταιρείες που επιθυμούν να κάνουν διατλαντικές συναλλαγές και τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Η ασφάλεια των συναλλαγών μέσω της αυξημένης προστασίας των επενδύσεων θα εκτινάξει το αναπτυξιακό δυναμικό πολλών επιχειρήσεων, που σήμερα δυσκολεύονται να διεισδύσουν στην αγορά από την άλλη όχθη του Ατλαντικού ωκεανού.

Αυτή όμως η ειδυλλιακή εικόνα, που διαδίδουν οι υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου και της άρσης των προστατευτισμών, έχει και μια σκοτεινή όψη: τις λεγόμενες “ρήτρες επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών”. Αυτές επιτρέπουν σε μια επιχείρηση να ενάγει ένα κράτος όπου έχει κάνει μια επένδυση απευθείας ενώπιον ενός διεθνούς διαιτητικού δικαστηρίου, παρακάμπτοντας έτσι τα κατά τόπον αρμόδια δικαστήρια.

Έτσι, αμερικανικές εταιρείες που επενδύουν στην Ευρώπη θα μπορούν να αμφισβητούν τους ευρωπαϊκούς νόμους που αφορούν τη δημόσια υγεία, την προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, τη διατροφική ασφάλεια ή τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, εφόσον θεωρούν ότι αυτές οι ρυθμίσεις παραβιάζουν το δικαίωμά τους στο επιχειρείν.

Το ίδιο μεν θα ισχύει και για τις ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αμερικανική αγορά, όμως το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλέγμα είναι γενικά πιο ανεπτυγμένο, και άρα πιο προστατευτικό, από το αμερικανικό. Συνεπώς, η δυνατότητα έμμεσης αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού δικαίου μέσω της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου ΕΕ – ΗΠΑ θα αποτελούσε Δούρειο Ίππο για την υποχώρηση του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ευαίσθητους τομείς, που αφορούν άμεσα τη ζωή των πολιτών.

Την προηγούμενη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την πρόοδο των εμπορικών συνομιλιών με τις ΗΠΑ προκειμένου να διοργανώσει μια δημόσια διαβούλευση γι’ αυτό το εριζόμενο ζήτημα. Ο αρμόδιος επίτροπος Εμπορίου Karel de Gucht δήλωσε ότι είναι απαραίτητο να εμπλακούν οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών προκειμένου να βρεθεί η σωστή ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των άμεσων ξένων επενδύσεων και στο δικαίωμα των κυβερνήσεων να θεσπίζουν ρυθμίσεις προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Μ’ αυτή την κίνηση, που χαιρετίστηκε από όλες τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, η Επιτροπή έδειξε καλά δημοκρατικά ανακλαστικά και αύξησε την ανταποκρισιμότητα των θεσμών απέναντι στους ευρωπαίους πολίτες στην κρίσιμη χρονική περίοδο πριν τις ευρωεκλογές.

Facebook Comments