Έχοντας διαβάσει και ασχοληθεί, συστηματικά, με τα μνημόνια, τις αναθεωρήσεις τους και τις ενδιάμεσες εκθέσεις, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο «supplemental memorandum of understanding», δύο πράγματα μου έκαναν πάντα εντύπωση (και μ’ έκαναν να ντρέπομαι): Το πρώτο είναι ο βαθμός της λεπτομέρειας στην οποία υπεισέρχονται αυτά τα προγράμματα. Είναι, για παράδειγμα, συχνότατες οι αναφορές σε υπουργικές αποφάσεις η σε κοινές διοικητικές πράξεις που πρέπει να εκδοθούν. Προφανώς, οι συντάκτες των κειμένων αυτών γνωρίζουν ότι η τόσο μεγάλη συγκεκριμενοποίηση δεν μπορεί να διασφαλίσει τον έλεγχο της εφαρμογής, αφού λειτουργεί ως boomerang: Οδηγεί σ’ έναν κυκεώνα λεπτομερειών, στείρων αντιδικιών και άγονων αντιπαραθέσεων περί «όνου σκιάς». Aλλά, προφανώς, αυτό πρέπει να γίνεται σε μια χώρα, την πολιτική και διοικητική ηγεσία της οποίας, oι δανειστές δεν εμπιστεύονται καθόλου.

Στη, σχεδόν δεκαετή, αναγκαστική συμπόρευσή μας με τους ελεγκτές των δανειστών, έμεινε απολύτως αγεφύρωτο το αισθητικό-φιλοσοφικό χάσμα μεταξύ ημών και υμών: Εμείς προσπαθούμε διαρκώς να διαφύγουμε όχι μόνο από τις συγκεκριμενοποιήσεις αλλά και από την λογική, από τον προσανατολισμό των προγραμμάτων λιτότητας.

Οι δανειστές επιμένουν στην εφαρμογή των συγκεκριμένων, όχι επειδή σώνει και καλά, όσα λένε είναι σωστά, αλλά περισσότερο για λόγους ηθικής τάξεως: Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Και, για να τηρούνται, πρέπει κανείς να αποδέχεται την ευθύνη του κατά το μέτρο που τον αφορούν. Αυτό το στοιχείο επανέρχεται σ’ όλα τα μνημόνια ως μόνιμη επωδός: Οι δανειστές συνεχίζουν να καλούν, αδιαλείπτως, όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις να «αναλάβουν την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων». Αυτή η, περίεργη και ανοίκεια σε Έλληνα, ιδιωματική φράση σημαίνει απλά ότι «μέχρι να δεχθείτε ότι αυτά που σας λέμε πρέπει όχι μόνο να τα κάνετε αλλά και να τα θέλετε κιόλας, εμείς θα είμαστε εδώ για να σας επιβλέπουμε και να σας τα επιβάλλουμε». Και θα ‘μαστε εδώ πολλά πολλά χρόνια. Με τα λόγια του συμπληρωματικού μνημονίου του Τσίπρα «η ανάκαμψη μέσω των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων θα απαιτήσει πολλά χρόνια».   

Το δεύτερο πράγμα που με εντυπωσιάζει (και, βεβαίως, με ντροπιάζει) είναι ο τρόπος με τον οποίο οι δανειστές έχουν επιλέξει να επιβάλουν τις λύσεις σε ό,τι κατανοούν ότι αποτελεί πρόβλημα στην Ελλάδα: Χαρακτηρίζουν μονομερώς και με μεγάλη ευκολία ως «prior action» ο,τιδήποτε νομίζουν ότι είναι σημαντικό. Ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί αποκλειστική προνομία τους και σημαίνει ότι, εάν δεν γίνει αυτό που επιτάσσουν, υπάρχουν συνέπειες: Δεν κλείνει η αξιολόγηση, δεν παίρνουμε λεφτά, δεν προχωράει το πρόγραμμα.

Ο χαρακτηρισμός μιας δράσης ως prior action γίνεται τόσο εύκολα που δημιουργεί την αίσθηση του εξευτελισμού. Είναι σαν να χρησιμοποιείς ένα κανόνι για να σκοτώσεις ένα σπουργίτι. Ο χαρακτηρισμός αποδίδεται από σοβαρά μέχρι σε γελοία προαπαιτούμενα: Για να δώσουμε ένα παράδειγμα γελοιότητας: Προαπαιτούμενη ενέργεια στο φρέσκο συμπληρωματικό μνημόνιο είναι η έκδοση ενός «εγχειριδίου διυπουργικού συντονισμού»: Φαντάζεστε τους (όχι μόνον Έλληνες) υπουργούς, οιασδήποτε κυβέρνησης, να λειτουργούν με βάση το manual, το οποίο, ασμένως, καλούνται να ψηφίσουν;

Η στενοχώρια μου οφείλεται στο ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας, το πελατειακό κράτος, δεν έχει παρά, μόνο πολύ επιφανειακά, αντιμετωπιστεί.

Για τους δανειστές, αυτό είναι πολύ περίπλοκο και απαιτεί χειρισμούς που δεν περιλαμβάνονται στα εγχειρίδιά τους. Εν τέλει, ποσώς τους ενδιαφέρει τι είναι εκείνο που γεννά τις διαρκείς παραμορφώσεις στην οικονομία και την ευημερία της Ελλάδας. Τους αρκεί να μας καταχεριάζουν ως Λεβιάθαν, κάθε φορά, που εμείς ξανακυλάμε στο πρόσκαιρο βόλεμα που προσφέρει ο πελατειασμός.

Προφανώς μ’ ενοχλεί, διπλά, ότι, στα χρόνια των μνημονίων, οι ελληνικές κυβερνήσεις ενώ αποδέχονταν τις προσταγές και τα κελεύσματα των δανειστών, προσπαθούσαν, υπογείως, να κρατήσουν όρθια τα υποστηλώματα του πελατειακού κράτους. Με μισά λόγια, με υπονοούμενα, με πολιτικές underdog, με οποιονδήποτε τρόπο. Με αποκορύφωμα την πιο λαϊκιστική και πελατοκρατική κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που απεδείχθησαν όχι μόνον οι πλέον υπάκουοι οσφυοκάμπτες αλλά και οι πιο δεινοί πελατοκράτες, εδραίωσαν ένα ύφος διακυβέρνησης που συμποσούται στο δίπολο: Άτακτη υποχώρηση στους δανειστές από τη μια, θυσίες και όρκοι στα τοτέμ του πελατειασμού (πχ. συμβασιούχοι) από την άλλη.

Σήμερα, εμείς οι Έλληνες γνωρίζουμε πολύ περισσότερα απ’ ότι στο παρελθόν για το πρόβλημά μας. Μπορεί να μην υπάρχει, ακόμη, η κοινωνική απαξία που του πρέπει αλλά υπάρχουν πολλοί πραγματικοί- όχι γιαλαντζί- μεταρρυθμιστές που προκρίνουν μεταρρυθμίσεις οι οποίες δεν θα εμφανιστούν σε κανένα μνημόνιο. Τα παραδείγματα τέτοιων μεταρρυθμίσεων αφθονούν: Από την αξιολόγηση των αρμοδιοτήτων επί των οποίων ερείδεται το κράτος μας, την υποκίνηση/ανταμοιβή/αξιολόγηση των πάντων στη βάση του φιλότιμου και της προσπάθειας, την ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης για την στήριξη των αδυνάμων, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς μας με ισχυρά δίκτυα ευρηματικών και προκομμένων συμπολιτών μας που δίνουν έμφαση στο Ποιοτικό και Μικρό.

Η Ελλάδα κι εμείς οι Έλληνες βιώνουμε με τον πιο επώδυνο τρόπο μια πορεία αυτογνωσίας στο τέλος της οποίας οραματίζομαι ότι τα καλά θα κατανικούν τα κακά μας και οι θρίαμβοί μας δεν θα εξισορροπούνται από τις καταστροφές μας. Πιστεύω ότι αυτό πρέπει να είναι το όραμά μας για μια μεγάλη πατριωτική ανάκαμψη, μακριά από τις σειρήνες της πατριδοκαπηλίας και τις όψιμες ανησυχίες των εθνομηδενιστών.

Θέλω να πιστεύω, σε πείσμα όλων των mainstream αναλύσεων και αναλυτών ότι θα τα καταφέρουμε να αποτινάξουμε όχι μόνο τα πρωτόγονα μνημόνια των Βρυξελλών αλλά, και τους δικούς μας πελατοκράτες.

Εγγύηση γι αυτό αποτελεί το μέτωπο των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που έχουν ως κέντρο την ελληνικότητα, έναν νέο πατριωτισμό και μια περήφανη χώρα. 

Facebook Comments