Η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της επέτρεψε μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους που διευκολύνει την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης και τη μετάβασή της στη χρηματοδότηση από τις αγορές, σημειώνει η Citi σε νέα της έκθεση με τίτλο Trust in Greece and Merkel.

Όπως υποστηρίζει, η συμφωνία μπορεί ακόμη και να επιτρέψει στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα QE, αν και μόνο για μικρό χρονικό διάστημα. Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους παραμένει ωστόσο αμφισβητήσιμη, κατά την άποψη της Citi.

Παρά την αναδιάρθρωση του 2012 η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν έχει αποκατασταθεί, καθώς ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι σχεδόν διπλάσιος από ό,τι το 2007 (188,6% το 2018 σύμφωνα με την Κομισιόν). Το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να ανέρχεται στο 20% (από 8%), αν και μειώνεται, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα είναι κοντά στο 50% (από 3% πριν την κρίση) και οι έλεγχοι κεφαλαίου εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ, σημειώνει η τράπεζα.

Ωστόσο, η χώρα φαίνεται να βρίσκεται κοντά στο να γυρίσει σελίδα. Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα άγγιξε σχεδόν το 4% του ΑΕΠ το 2016-17 (έναντι ελλείμματος 10% το 2009), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι περίπου 1% του ΑΕΠ (έναντι 15% το 2008), η απασχόληση αυξάνεται κατά 2% σε ετήσια βάση και η ανταγωνιστικότητα των τιμών έχει βελτιωθεί, ενώ οι ονομαστικοί μισθοί είναι περίπου 20% χαμηλότεροι από ό,τι το 2009. Η Ελλάδα είναι μικρότερη, φθηνότερη και ενδεχομένως να βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη ζήτηση, τόσο εγχώρια όσο και από ξένους επενδυτές.

Το πιο σημαντικό όμως είναι, κατά την άποψη της Citi, ότι η Ελλάδα έχει περάσει, και ίσως έχει ήδη ξεφύγει, από τη λαϊκιστική αντίδραση στις πολιτικές των προγραμμάτων διάσωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την αρχική ρήξη και τη μικροπολιτική ανέλαβε σταδιακά την κυριότητα του τρίτου οικονομικού προγράμματος. Αυτό αρχικά κοστίζει… ψηφοφόρους, αλλά η τάση έχει αντιστραφεί κατά το τελευταίο έτος και κάτι, καθώς η οικονομία άρχισε να σταθεροποιείται.  Σήμερα υπάρχει μεγάλη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, γενικά υπέρ των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, της δημοσιονομικής σύνεσης και του ευρώ.

Η πολιτική αβεβαιότητα θα μπορούσε να επανέλθει ωστόσο αν ο Τσίπρας προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την έξοδο από τη διάσωση και πάει σε πρόωρες εκλογές, ένα σενάριο το οποίο είναι πολύ πιθανό, κατά την άποψη της τράπεζας. Ωστόσο, αν η Νέα Δημοκρατία έλθει στην εξουσία, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα διατηρούσε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές και τους δημοσιονομικούς στόχους. Αν μη τι άλλο, ο συνδυασμός πολιτικών θα μπορούσε να γίνει περισσότερο φιλικός προς τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, μία νέα στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τις λαϊκιστικές πολιτικές είναι απίθανη στο άμεσο μέλλον.

Σχολιάζοντας  τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που συμφώνησε το Eurogroup, η Citi επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να κινείται υπό όρους και προϋποθέσεις. Τα μέτρα για το χρέος εξαρτώνται από την τήρηση των στόχων της μεταμνημονιακής εποπτείας έως το 2022, δημιουργώντας έτσι κίνητρο για να συνεχιστούν οι οικονομικές πολιτικές. H Citi ωστόσο τονίζει πως, ως ασφάλεια μετά τη διάσωση, μια προληπτική πιστωτική γραμμή θα ήταν πολύ φθηνότερη για την Ελλάδα, δεδομένου ότι δεν θα επιβαρυνόταν με τόκους, σε αντίθεση με το cash buffer.

Η Citi επισημαίνει πάντως πως η επέκταση κατά 10 έτη της διάρκειας των δανείων και η πρόσθετη δεκαετή περίοδος χάριτος των πληρωμών τόκων, ήταν μία θετική έκπληξη. Σε γενικές γραμμές, πιστεύει ότι η συμφωνία είναι σημαντική για τρεις λόγους:

Η δεκαετής παράταση του επιτοκίου και της αποπληρωμής του κεφαλαίου κατά το ένα τρίτο περίπου των εκκρεμών επίσημων δανείων σπρώχνει προς το 2030 την άνοδο των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών.

Αποτελεί πολιτικό μήνυμα της βούλησης των πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα εντός της Ευρώπης και να διασφαλίσουν μια ακόμη επιτυχημένη ανάκαμψη μετά τη διάσωση. Η προσφορά της Ελλάδας την περασμένη εβδομάδα να βοηθήσει την Μέρκελ με την εγχώρια κρίση στο μεταναστευτικό δείχνει μια πολύ πιο εποικοδομητική σχέση, πιθανότατα ήταν μέρος του συνολικού συμβιβασμού.

Τέλος, η βελτιωμένη εικόνα του χρέους, σε συνδυασμό με την ενισχυμένη επιτήρηση και την επιβολή όρων σε ορισμένα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, θα επιτρέψουν στην ΕΚΤ να παρατείνει το waiver. Αυτό σημαίνει ότι η φτηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών μπορεί να συνεχιστεί. Για τους ίδιους λόγους, η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο QE. Η ενισχυμένη επιτήρηση διατηρεί την Ελλάδα υπό αυστηρότερη παρακολούθηση από την Κύπρο, η οποία αποκλείστηκε από το QE αμέσως μόλις εξήλθε από το πρόγραμμα διάσωσης. Παρόλο που οποιαδήποτε συμπερίληψη στο QE θα ήταν μόνο για πολύ σύντομο χρονικό, θα ήταν ωστόσο ένα σημαντικό μήνυμα εμπιστοσύνης.

Αμφιβολίες για την ανάπτυξη

Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες προγραμμάτων. Η προσέλκυση επενδύσεων ήταν επίσης απογοητευτική, καθώς το περιβάλλον είναι συγκριτικά λιγότερο φιλικό προς τις επιχειρήσεις. Ενώ η οικονομία είναι τώρα πολύ μικρότερη από πριν, η Citi αναμένει ότι η βελτίωση της πολιτικής σταθερότητας θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο της ζήτησης για ελληνικά assets από τους ξένους επενδυτές, ακόμη και αν αυτό που αποτελεί “κλειδί” είναι η σημαντική αύξηση στον ρυθμό των ιδιωτικοποιήσεων. Προς το παρόν, οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι εισροές επενδύσεων χαρτοφυλακίου έχουν σε μεγάλο βαθμό χαμηλότερες επιδόσεις από άλλες χώρες της περιφέρειας.

Η εγχώρια ρευστότητα παραμένει φτωχή

Η απομόχλευση των τραπεζών συνεχίζεται και οι εισροές καταθέσεων είναι περιορισμένες, αν και η περαιτέρω άρση των ελέγχων κεφαλαίου θα μπορούσε να διευκολύνει την κατάσταση. Η εγχώρια ζήτηση είναι χαμηλή, παρά το μεγάλο κενό παραγωγής, καθώς το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών παραμένει βαθιά αρνητικό (-7,5% το 2017) και ο συνολικός ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι αρνητικός. Η γήρανση είναι επίσης ένα πιο οξύ πρόβλημα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από την πολιτική

Οι όχι και τόσο θετικές προοπτικές ανάπτυξης είναι αυτό που εξακολουθεί να καθιστά αμφίβολη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά τη συμφωνία του Eurogroup, επισημαίνει η Citi. H συμφωνία του Ιουνίου προωθεί ξεκάθαρα το πρόβλημα προς το μακρινό μέλλον. Το μέσο κόστος του χρέους είναι σήμερα χαμηλότερο από το 2% (1,8% το 2017) και θα αυξηθεί πολύ αργά κατά την επόμενη δεκαετία. Το χρέος που ωριμάζει έως το 2022 εξακολουθεί να παρουσιάζει σχετικά υψηλό επιτοκιακό κόστος, καθώς είναι κυρίως τα ομόλογα SMP/ANFA (απόδοση ακόμη κοντά στο 6%), τα πρόσφατα εκδοθέντα ομόλογα (4,5% -5%) και τα δάνεια του ΔΝΤ .

Επιπλέον, με το 80% του δημόσιου χρέους να είναι στα χέρια του επίσημου τομέα και το σύνολό του να αναμένεται να μειωθεί πολύ αργά κατά την επόμενη δεκαετία, η πολιτική και όχι η οικονομία θα καθορίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα – ενδεχομένως επιτρέποντας έναν λιγότερο επιθετικό / φιλόδοξο στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων – θα παραμείνει κρίσιμη για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της. Ο δρόμος προς την αναβάθμιση της Ελλάδας σε κατηγορία επενδυτικού βαθμού θα είναι πάντως αρκετά μεγάλος, δεδομένου του χαμηλού σημείου εκκίνησης. Ωστόσο, όπως καταλήγει η Citi, αν μπορεί να διατηρηθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί όσον αφορά τις διαρθρωτικές προσαρμογές και το βελτιωμένο επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της, η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους θα αποτελέσει μικρότερη ανησυχία.

 

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments