Αισιόδοξος ότι το πρωτογενές πλεόνασμα κατά το 2018 μπορεί να φτάσει στο 4,5% του ΑΕΠ με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτή η διανομή έκτακτου μερίσματος και φέτος, εμφανίστηκε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης παρουσιάζοντας την έκθεση του γ’ τριμήνου της φετινής χρονιάς.

Ωστόσο, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο να υπάρξουν δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την έκδοση δικαστικών αποφάσεων που θα δικαιώνουν τις αναδρομικές διεκδικήσεις των συνταξιούχων, όσο και από το ενδεχόμενο να επιβεβαιωθεί και πάλι η θεωρία του εκλογικού κύκλου. Χρόνιο πρόβλημα είναι για τον κ. Κουτεντάκη οι καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι υπάρχει η απαιτούμενη ρευστότητα στα κρατικά ταμεία.

Αναφερόμενος και στην επικείμενη επιστροφή των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs, κάτι που προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει τις μεταμνημονιακές υποχρεώσεις οι οποίες και πρέπει να εκπληρωθούν μέχρι το τέλος του χρόνου, ο κ. Κουτεντάκης, υποστήριξε ότι η μη εκταμίευση των κερδών ύψους 600 εκατ. ευρώ θα είναι ένα ιδιαίτερα αρνητικό μήνυμα.

Αναλυτικά, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έκθεση έχουν ως εξής: 

Ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού δημοσίου βρίσκονται σε επίπεδα άνω του 4%, κυρίως λόγω της Ιταλίας. Παρά τις υψηλές αποδόσεις, η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών και επιτρέπει την προσεκτική και καλά σχεδιασμένη επάνοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. «Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά την μακρόχρονη κρίση. Επιπρόσθετα, οι αποδόσεις των τίτλων του δημοσίου επηρεάζουν το σύνολο των εγχώριων επιτοκίων και διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δρώντας αποτρεπτικά για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων».

Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, περιορίζει τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την ανάκαμψη της οικονομίας. Το ενδεχόμενο μιας βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με μία ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος.

Σημαντική πηγή αβεβαιότητας αποτελεί και η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα. Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο.

Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί.

Μια ακόμα εστία αβεβαιότητας προέκυψε από πρόσφατες υποθέσεις που έλαβαν ιδιαίτερη δημοσιότητα και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές αφορούν στις δημοσιευμένες λογιστικές καταστάσεις της εισηγμένης εταιρείας Folli Follie και την παραβίαση των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας. Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην  επενδυτική κοινότητα.

Συναφές με το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλή σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και εμφανίζει τάσεις επιδείνωσης (παρά τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους).

Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (Doing Business Report, Οκτώβριος 2018) η Ελλάδα κατατάσσεται στην 72 θέση μεταξύ 190 χωρών το 2018 έναντι της 67 ης και 61 ης θέσης αντίστοιχα το 2017 και το 2016. Επίσης ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Index) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ(World Economic Forum, Οκτώβριος 2018), κατατάσσει την Ελλάδα στην 57 η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες καταγράφοντας υποχώρηση 4 θέσεων σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι πρωτίστως ζήτημα θεσμικού πλαισίου καιδιαμόρφωσης των κατάλληλων μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου που διασφαλίζουν ότι τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούν με διαφανείς κανόνες ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα δημοσιονομικής ανευθυνότητας, χειραγώγησης αγορών και μονοπωλιακές καταστάσεις.

Η προτιθέμενη αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί το ανώτατο θεσμικό πλαίσιο της χώρας προκειμένου να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών, να διασφαλίζει την ισότητα απέναντι στο νόμο, να προάγει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία και εν τέλει να ενισχύει την αξιοπιστία της Πολιτείας. Είναι άλλωστε ευρέως αποδεκτό ότι το Σύνταγμα μιας χώρας συνδέεται με την οικονομική της ανάπτυξη εξασφαλίζοντας σταθερότητα, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα της διοίκησης και των θεσμών.

Facebook Comments