Μία έκθεση που επιμένει μεν στην ανάγκη για χαμηλότερα πλεονάσματα αλλά αφήνει πολλές αιχμές για την επιτυχία των δημοσιονομικών και των αναπτυξιακών στόχων, κοινοποίησε σήμερα το ΔΝΤ.

Τάσσεται υπέρ της μείωσης των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων και χαιρετίζει τις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η «ικανότητα της κυβέρνησης να συγκρουστεί με κατεστημένα συμφέροντα μένει να δοκιμαστεί».

«Η ανάπτυξη επέστρεψε στην Ελλάδα αλλά έχει ήδη περιοριστεί σε επίπεδα χαμηλότερα των προσδοκιών λόγω της απουσίας ιδιωτικών επενδύσεων αλλά και της υποεκτέλεσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων».

«Η δομική ανεργία παραμένει υψηλή και η οικονομική δραστηριότητα είναι χαμηλότερη των προσδοκιών».

«Παρά τις βελτιώσεις, οι τράπεζες εξακολουθούν να διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα τον ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης». Είναι μερικές μόνο από τις επισημάνσεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία στην έκθεση του για την Ελλάδα η οποία δόθηκε σήμερα επίσημα στη δημοσιότητα. Για το περιεχόμενο της έκθεσης, η ομάδα του Ταμείου είχε προϊδεάσει καθώς μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης στην Αθήνα προ εβδομάδων, είχε γίνει αναλυτική ενημέρωση για τις θέσεις του Ταμείου οι οποίες δεν έχουν αλλάξει: παραμένει αντίθετο και στην διατήρηση του αφορολογήτου και στην διατήρηση των συντάξεων στα σημερινά επίπεδα. Βραχυπρόθεσμα, το ΔΝΤ εμφανίζεται περισσότερο απαισιόδοξο λόγω –μεταξύ άλλων- και του προστατευτισμού που κυριαρχεί διεθνώς αλλά και της ασθενέστερης παγκόσμιας ανάπτυξης. Μεσοπρόθεσμα, εμφανίζεται περισσότερο αισιόδοξο «ειδικά αν οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση μεταφραστούν ταχύτερα σε αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν θετικά στην πρόσθετη πρόοδο».

Η έκθεση του ΔΝΤ αποκαλύπτει ότι μέλη του ΔΣ του Ταμείου, εξακολουθούν να είναι υπέρ της διατήρησης των υψηλών στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2021 έτσι ακριβώς όπως έχει συμφωνηθεί στο Eurogroup του Ιουνίου του 2018. Υπάρχουν βέβαια και μέλη του ΔΣ που είναι υπέρ του να υπάρξει συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους για την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη της οικονομίας.             

Ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας 1,8% για το 2019 και 2,3% για το 2020 προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση που συνέταξε στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του. Απαισιόδοξες είναι οι προβλέψεις του και για τα επόμενα χρόνια καθώς προβλέπει φθίνουσα πορεία όσον αφορά στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ: +2% για το 2021, +1,4% για το 2022, +0,9% για το 2023 και αντίστοιχο ποσοστό και για το 2024. Τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, το ΔΝΤ την αποδίδει στο δημογραφικό και στην χαμηλή παραγωγικότητα.

Βλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,7% για το 2019 και επίτευξη του βασικού μεταμνημονιακού στόχου αλλά αδυναμία αντίστοιχης επίδοσης για το 2020 έτος κατά το οποίο βλέπει το πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφώνεται μόλις στο 3,1%. Βασικός υποστηρικτής της εκτίμησης ότι πρέπει να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα στην Ελλάδα, το ΔΝΤ προβλέπει φθίνουσα πορεία του συγκεκριμένου μεγέθους για όλη την περίοδο μέχρι και το 2024. Έτσι, το 3,1% του 2020, θα γίνει 2,7% το 2021 και 2,6% το 2022. Για το 2023 και το 2024 (έτη κατά τα οποία ούτως ή άλλως μειώνεται ο στόχος των πλεονασμάτων) προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% και 2,2% αντίστοιχα. Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, εκτιμάται ότι από το 184,9% που ήταν στο τέλος του 2018, θα μειωθεί στο 176,5% φέτος, στο 171,4% το 2020, στο 166,3% το 2021 και στο 161% το 2022 για να περιοριστεί ακόμη περισσότερο στο 155,6% και στο 152% αντίστοιχα για τα έτη 2023 και 2024. Όσον αφορά στον δείκτη της ανεργίας, εκτιμάται ότι από το 19,3% το 2018, θα υποχωρήσει στο 17,5% το 2019, στο 15,6% το 2020 και στο 14,4% το 2021. Περαιτέρω μείωση προβλέπει για το 2022 (στο 13,6%) με τον δείκτη να εκτιμάται ότι θα σταθεροποιηθεί στο 12,9% για τα έτη 2023 και 2024 αντίστοιχα. 

Η απάντηση Ψαλιδόπουλου

Αυστηρή είναι η απάντηση της ελληνικής πλευράς μέσω του εκπροσώπου της χώρας, Μιχάλη Ψαλιδόπουλου. Στην επιστολή του, που δόθηκε μαζί την έκθεση του ΔΝΤ, επισημαίνεται ότι οι ειδικοί του Ταμείου δίνουν υπερβολική έμφαση στο παρελθόν και σε πιθανές προκλήσεις και υποτιμούν τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Καλεί δε το ΔΝΤ στις επόμενες εκθέσεις του να προβεί σε «πιο ισορροπημένη αποτίμηση».

Η ελληνική πλευρά στην απάντησή της υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση «έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση», ενώ επιμένει στους δικούς της στόχους για την ανάπτυξη (2% φέτος και 2,8% το 2020).

Χαρακτηρίζει δε εξαιρετικά απαισιόδοξη την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, επισημαίνοντας ότι αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τη ραγδαία πτώση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες.

Συνολικά εκτιμά ότι «παρά τις θετικές αναφορές της η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», προσθέτοντας ότι «οι εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην έκθεση».

Facebook Comments