Έχω μια φίλη που εργάζεται στον χώρο του θεάματος. Ο άντρας της ανοσοκατεσταλμένος, η κόρη της μαθήτρια γυμνασίου. Με βρήκε και έξαλλη άρχισε τα παράπονα της. «Γιατί ανοίγουν τα σχολεία; Θα κουβαλήσει η μικρή τον ιό στο σπίτι και θα σκοτώσει τον πατέρα της. Και γιατί απαγορεύουν τις συναυλίες όλο το καλοκαίρι. Θα πεινάσουμε.»

Από την οπτική των δικών της αναγκών και ζωτικών συμφερόντων, έχει δίκιο. Αλλά ας μπούμε και στην θέση του Τσιόδρα, του Χαρδαλιά και των μελών κάθε επιτροπής, για να δούμε πόσο αδύνατο είναι να βρεθεί η χρυσή συνταγή που ικανοποιεί την κάθε εξειδικευμένη υποπερίπτωση της υποπερίπτωσης, δίχως να διακινδυνεύεται η επιστροφή στην πανδημία. Διότι η καθημερινή διόγκωση αιτημάτων και η υπερπροβολή των αυριανών προβλημάτων των ατόμων, των ομάδων και των επιχειρήσεων, μετατρέπεται σε μια χιονοστιβάδα που παύει να λαμβάνει υπ όψη αυτό που μας οδήγησε στον σημερινό κυκεώνα. Τον ίδιο τον κορονοϊό.

Αν ανοίξει κανείς ολόκληρη την βεντάλια της σημερινής κοινωνικής μουρμούρας και δυσπροσαρμογής, θα φθάσει αβίαστα σ’ ένα συμπέρασμα: θέλουμε όλοι να επιστρέψουμε στην προ κορονοϊού εποχή. Κάθε αλλαγή των παλιών ηθών είναι αδύνατη, κάθε μετατροπή είναι καταστροφική, κάθε περιορισμός είναι θανατηφόρος, κάθε λύση που προτείνεται είναι ασύμφορη. Όλοι κλείνουμε, όλοι φαλίρουμε, όλοι καταστρεφόμαστε, όλοι πάμε κατά κρημνόν. Εργαζόμενοι και επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και μισθωτοί, αγρότες και τεχνίτες, γονείς και κηδεμόνες, δάσκαλοι και μαθητευόμενοι. Τίποτα δεν γίνεται να αλλάξει, ο μόνος λειτουργικός κόσμος ήταν αυτός στον οποίον ζούσαμε πριν.

Καταλαβαίνω τον καθέναν χωριστά κι όλους μας μαζί ως σύνολο. Πλην ο άνθρωπος και οι κοινωνίες του δεν λειτουργούν εν τέλει έτσι. Δεν καθηλώνονται από τις δυσκολίες, δεν αδρανούν επειδή βρίσκονται μπροστά σε υποχρεωτικές αλλαγές. Συχνά στην ιστορία, ανθρώπινες κοινότητες αναγκάστηκαν να μεταπηδήσουν από πολυτελή υπερωκεάνια σε στενά ξύλινα καρυδότσουφλα, όμως δεν βούτηξαν στην φουρτουνιασμένη θάλασσα για να αυτοκτονήσουν αρνούμενες να προσαρμοστούν και να παλέψουν. Το ίδιο θα κάνουμε και τώρα. Μπορεί να διαμαρτυρόμαστε, όμως θα βάλουμε κάτω το κεφάλι και θα τα φέρουμε βόλτα.

Ακούω πως ούτε τα σχολειά μπορούν να δουλέψουν έτσι, ούτε τα εργοστάσια, ούτε τα μαγαζιά, ούτε οι παραλίες, ούτε τα ξενοδοχεία, ούτε οι εκκλησίες, ούτε τα θέατρα, ούτε τα σινεμά. Αλλά ούτε μπορούμε να κλειστούμε στα σπίτια μας ασφαλείς για τρία χρόνια, μέχρι τα εργαστήρια να ξεράσουν μια θεραπεία ή ένα εμβόλιο. Οπότε; Κάποια λύση πρέπει να βρεθεί. Το καλύτερο βέβαια θα ήταν τα μεν δικά μας να μείνουν όπως ήταν το 2019 και όλων των υπολοίπων να ακολουθήσουν πιστά τους αναγκαστικούς κανόνες του 2020. Τότε και η ζωή μας θα ήταν κανονική και ο κίνδυνος θα εξέλειπε. Πλην δεν γίνεται, το αντιλαμβανόμαστε κι ας δυσφορούμε.

Φρονώ ότι περνάμε ένα καινούριο στάδιο προσαρμογής. Κι όσο ευκολότερα μπήκαμε σπίτι μας και κάτσαμε ήσυχοι δίχως παρασπονδίες, τόσο δυσκολότερα θέλουμε να χωνέψουμε ότι βγαίνοντας απ’ την πόρτα μας θα βρεθούμε σ’ έναν καινούριο κόσμο. Ο κόσμος αυτός μας φοβίζει, μας δυσκολεύει, μας φαίνεται αφόρητος στην καθημερινότητα του, προβληματικός στην διαχείριση του,  ελλειμματικός στα έσοδα του. Κοιτάμε την αυριανή φωτογραφία του και ο ουρανός του μοιάζει να είναι γεμάτος πείνα και αρρώστια. Δεν θα είναι έτσι όμως, πιστέψτε με. Δυο βδομάδες μετά το τέλος της καραντίνας, ήδη θα κοιτάζουμε προς τα εμπρός και θα λέμε; «Γίνεται. Δύσκολα, αλλά τελικά γίνεται». Θα είναι η επόμενη συλλογική μας νίκη.

Facebook Comments