Ένα νομοσχέδιο για την ιδιωτική εκπαίδευση το οποίο θα έπρεπε να είναι περιττό κατετέθη προσφάτως από το Υπουργείο Παιδείας και ψηφίστηκε από την βουλή. Ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα του νομοσχεδίου.

Στο άρθρο 2 διαβάζουμε:

«Οι δομές, το εκπαιδευτικό έργο και οι εκπαιδευτικοί των ιδιωτικών σχολείων αξιολογούνται με ανάλογη εφαρμογή των κριτηρίων για την αξιολόγηση των δομών, του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών των δημόσιων σχολείων. Η εφαρμογή πρόσθετων κριτηρίων αξιολόγησης από τα ιδιωτικά σχολεία είναι δυνατή.». 

Το άρθρο αυτό είναι περιττό, καθώς η αξιολόγηση στα ιδιωτικά σχολεία είναι αφ’ ενός υπαρκτή, αφ’ ετέρου ο μόνος πρακτικός τρόπος να διοικηθεί ένας οργανισμός. Ως τόσο, κατανοούμε την ανάγκη του νομοθέτη να διατυπώσει ρητώς το αυτονόητο, για να μην υπάρχουν διαμαρτυρίες από τους συνδικαλιστές ότι το ιδιωτικό σχολείο λειτουργεί ως ιδιωτικό, εφαρμόζοντας δική του πολιτική διοίκησης, αντί να λειτουργεί ως οιονεί κρατικό.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, αναφέρει πως 

«Τα σχολεία του παρόντος νόμου έχουν την ίδια οργάνωση με τα αντίστοιχα δημόσια σχολεία και ακολουθούν το ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας που ισχύει για αυτά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο.»

Πρόκειται για διατήρηση μιας αγκύλωσης, όπου η ομοιομορφία του προγράμματος σπουδών παρουσιάζεται ως ισότητα ευκαιριών, αντί να δίνεται η ευκαιρία σε κάθε μαθητή να επιλέξει τα μαθήματα που τον ενδιαφέρουν, και στα οποία έχει κλίση, ώστε να μπορέσει να βιοποριστεί στη ζωή του. Θα ήταν προτιμότερο κάθε σχολείο, κρατικό ή ιδιωτικό, να μπορεί να προσφέρει δικό του πρόγραμμα σπουδών, και μέσω του ανταγωνισμού να αναδειχθούν οι βέλτιστες πρακτικές, αντί να διδάσκουμε μονίμως τα ίδια γνωστικά αντικείμενα που έτυχε να θεωρούνται σημαντικά στα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει μια διαφορετικού τύπου οργάνωση, από την σοβιετική προσέγγιση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Η ομοιόμορφη διδασκαλία των ίδιων μαθημάτων, έχει καταστρέψει πολλούς ικανότατους νέους και νέες, οι οποίοι είχαν εξαιρετικές ικανότητες σε άλλους τομείς, αλλά κατέληξαν να νοιώθουν «άχρηστοι», παρακολουθώντας τα υποχρεωτικά γνωστικά αντικείμενα.

Στην παράγραφο 5 διαβάζουμε:

«Μετά το πέρας του ωρολόγιου προγράμματος, υποχρεωτικού ή διευρυμένου, όπως ορίζεται στο παρόν, τα ιδιωτικά σχολεία μπορούν να διοργανώνουν και άλλες, προαιρετικής παρακολούθησης, δραστηριότητες και δράσεις, ιδίως εκπαιδευτικού, μορφωτικού ή επιμορφωτικού περιεχομένου, αθλητικές, πολιτιστικές, καλλιτεχνικές, καθώς και φιλοξενίας, οι οποίες γνωστοποιούνται στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Οι δραστηριότητες και δράσεις αυτές διοργανώνονται από το ιδιωτικό σχολείο πέραν του διδακτικού ωραρίου ή και των διδακτικών ημερών, εφόσον εξασφαλίζεται η κατά νόμον απασχόληση και αμοιβή του προσωπικού, τηρουμένων και των διατάξεων περί χρονικών ορίων της εργασίας, σύμφωνα με την οικεία εργατική νομοθεσία. Το προσωπικό που συμμετέχει στις δραστηριότητες και δράσεις της παρούσης μπορεί να περιλαμβάνει εκπαιδευτικούς και εκτός της σχολικής μονάδας.»

Εδώ μαθαίνουμε ότι στην Ελλάδα ένας ιδιώτης μπορεί να διαχειρίζεται την περιουσία του όπως νομίζει, αντί να την διαχειρίζεται όπως νομίζουν άλλοι. Πρόκειται, πάλι, για πλήγμα, η ανάγκη να διατυπώνεται κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Η δε ανάγκη γνωστοποίησης των δραστηριοτήτων στην Διεύθυνση εκπαίδευσης είναι επίσης προβληματική, καθώς διαχέει μια κουλτούρα σύμφωνα με την οποία το κράτος πρέπει να ελέγχει τα πάντα. Τέλος, ενημερωνόμαστε ότι με τα χρήματα του ο επιχειρηματίας μπορεί να προσλάβει όποιον επιθυμεί, αντί να επιτρέπεται να απασχολήσει επί πλέον μόνο όσους απασχολεί ήδη. Δηλαδή, αίρεται ο περιορισμός που είθισται να επιβάλουν οι συνδικαλιστές στην πρόσληψη νέων εργαζομένων, ώστε να ωφελούνται «οι παλιοί» εις βάρος των νεοεισερχομένων. Εν γένει, είναι μία περιττή παράγραφος, η προσθήκη της οποίας δεικνύει την «κουλτούρα» που υπάρχει στην Ελλάδα.

Στην παράγραφο 6, διαβάζουμε

«Επιτρέπεται η συστέγαση των ιδιωτικών σχολείων με άλλα ιδιωτικά σχολεία, ξένα σχολεία, κέντρα δια βίου μάθησης, κέντρα ξένων γλωσσών, φροντιστήρια, καθώς και με άλλους φορείς που αναφέρονται στην παρ. Θ.3 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222).»

Μπορεί, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης, να αξιοποιεί πλήρως την ιδιοκτησία του, και όχι μερικώς. Για παράδειγμα, μπορεί το απόγευμα να λειτουργεί φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης ή κέντρο ξένων γλωσσών, κάτι που μέχρι τώρα απαγορευόταν, ώστε να «μοιράζεται» η δουλειά σε όσο το δυνατόν περισσότερους. Και πάλι, η ανάγκη διατύπωσης ρητώς ότι επιτρέπεται να διαχειρίζεσαι την περιουσία σου όπως νομίζεις, επισημαίνει το ουσιαστικό πρόβλημα της Ελλάδος.
Σο άρθρο 6, παράγραφος 4, διαβάζουμε:

«α) Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και το σύνολο των λοιπών υποδομών των ιδιωτικών σχολείων μπορούν να αξιοποιούνται σε χρόνους εκτός διδακτικού ωραρίου ή και διδακτικών ημερών για την παροχή υπηρεσιών […] Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και το σύνολο των λοιπών υποδομών των ιδιωτικών σχολείων μπορούν να αξιοποιούνται σε χρόνους εκτός διδακτικών ημερών για τη διαμονή και φιλοξενία νέων έως είκοσι πέντε (25) ετών, καθώς και των συνοδών τους, με σκοπό τη διοργάνωση εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών ή αθλητικών δραστηριοτήτων και την παράλληλη παροχή καταλύματος σε αυτούς. Οι ως άνω δραστηριότητες και υπηρεσίες γνωστοποιούνται στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης.

β) Για την εξυπηρέτηση των σκοπών της παρούσας, επιτρέπεται η απασχόληση των εργαζομένων, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 3. Η απασχόληση των εργαζομένων στις περιπτώσεις αυτές είναι νόμιμη και αμείβεται σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, τηρουμένων και των διατάξεων περί χρονικών ορίων εργασίας.

γ) Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται οι όροι για τη διαμονή, η διαδικασία μετατροπής των κτιριακών υποδομών για τη διαμονή, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται και το χρονικό διάστημα της διαμονής.».

Και εδώ παρατηρούμε την επισήμανση του αυτονόητου: ότι μπορεί ένας ιδιώτης να αξιοποιεί την περιουσία του πλήρως, όλες τις ημέρες του έτους, αντί να περιορίζεται σε ορισμένες ημέρες και ώρες. Παραμένει, όμως, η «επιτήρηση» του κράτους στον επιχειρηματία, κάτι που ενισχύει την κουλτούρα του «καλού» κράτους και του «κακού» ιδιώτη.

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, αναφέρει σχετικά με τους διευθυντές και υποδιευθυντές:

«Κάθε ιδιωτική σχολική μονάδα διευθύνει εκπαιδευτικός, που κατέχει τα προσόντα που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 34, ο οποίος διορίζεται με απόφαση του οικείου Διευθυντή Εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση του ιδιοκτήτη της σχολικής μονάδας. Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας μπορεί να αντικατασταθεί με απόφαση του οικείου Διευθυντή Εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση του ιδιοκτήτη της σχολικής μονάδας.»

Και εδώ παρατηρούμε ότι το κράτος έχει τον τελευταίο λόγο για την πρόσληψη διευθυντή σε ένα σχολείο. Ο ιδιοκτήτης δεν αποφασίζει ποιός θα διευθύνει την επιχείρηση του, αλλά τον προτείνει στο κράτος, το οποίο αποφασίζει εάν θα τον «διορίσει» (όχι προσλάβει). Μπορεί η επικύρωση εκ μέρους του κράτους να είναι συνήθως μια τυπική υπόθεση, αλλά δεικνύει την κουλτούρα που επικρατεί.

Στην παράγραφο 5 διαβάζουμε:

« Οι διευθυντές και υποδιευθυντές των ιδιωτικών σχολείων δεν μπορούν να υπηρετούν παράλληλα σε άλλο εκπαιδευτήριο οποιουδήποτε τύπου και είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται στο σχολείο καθ` όλες τις εργάσιμες ώρες. Οι διευθυντές και υποδιευθυντές των ιδιωτικών σχολείων μπορούν να διδάσκουν σε άλλη σχολική μονάδα του ίδιου ιδιοκτήτη.»

Και εδώ έχουμε περιορισμό της εργασίας. Ο διευθυντής δεν μπορεί τα απογεύματα ή τα σαββατοκύριακα να εργάζεται όπως επιθυμεί.

Το άρθρο 9, παράγραφος α, αναφέρει:

«Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, εφόσον επιθυμούν να εργασθούν λιγότερες ώρες από αυτές του διοριστηρίου τους, υποβάλλουν σχετική αίτηση προς τον ιδιοκτήτη της σχολικής μονάδας. Αν ο ιδιοκτήτης αποδεχθεί την αίτηση, τη διαβιβάζει στον οικείο Διευθυντή Εκπαίδευσης, και το διοριστήριο τροποποιείται αντίστοιχα. Ο διορισμός περισσότερων εκπαιδευτικών της ίδιας ειδικότητας με μειωμένο ωράριο επιτρέπεται.

Και εδώ έχουμε προσπάθεια διόρθωσης μιας αγκύλωσης με νέα αγκύλωση. Η υπάρχουσα αγκύλωση ανέφερε ότι οι ώρες εργασίας ενός εκπαιδευτικού μόνο αυξάνονται. Δηλαδή, άπαξ και οι ώρες εργασίας αυξηθούν μια χρονιά, δεν μπορεί να είναι λιγότερες καμμία επόμενη χρονιά. Το αποτέλεσμα ήταν οι αυξήσεις ωρών να είναι διστακτικές. Τώρα, υπάρχει η δυνατότητα «μείωσης του ωραρίου», αλλά κατόπιν αιτήματος του εκπαιδευτικού. Δηλαδή, ναι μεν οι ώρες θα μπορούν να μειωθούν από το «κεκτημένο», αλλά κατόπιν αυτοβούλου αιτήσεως του εκπαιδευτικού. Και εδώ υπάρχει η προσπάθεια αποφυγής της εικόνας του «κακού εργοδότη», ο οποίος αποφασίζει ο ίδιος πώς θα διοικήσει την επιχείρηση του. Βέβαια, είναι προβληματική η διατύπωση, αφού πηγαίνει στο άλλο άκρο, ο εργαζόμενος να ζητάει να εργαστεί λιγότερο. Το βέλτιστο θα ήταν να συμφωνούν μεταξύ τους κάθε έτος ο επιχειρηματίας και ο εργαζόμενος για τις ώρες εργασίας.
Στο άρθρο 10, διαβάζουμε

«Οι διδάσκοντες στα ιδιωτικά σχολεία εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται και απασχολούνται, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και υπάγονται στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τους εκπαιδευτικούς των ιδιωτικών σχολείων και ιδίως του άρθρου 36 του παρόντος νόμου.».

Με το άρθρο αυτό αίρεται η μονιμότητα των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία μετά την παρέλευση διετίας. Δηλαδή, αίρεται το ειδικό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Μέχρι τώρα, μετά την παρέλευση διετίας ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός γινόταν μόνιμος και ήταν απίθανο να απολυθεί. Αυτό καθιστούσε μεν την θέση περιζήτητη, αλλά ταυτόχρονα καθιστούσε την πρόσληψη ριψοκίνδυνη. Γνωρίζοντας ότι άπαξ και προσλάβουν κάποιον μόνιμα, δεν θα μπορούσαν να τον απολύσουν, οι επιχειρηματίες δίσταζαν να προσλάβουν εκπαιδευτικούς. Τώρα ναι μεν διευκολύνεται η απόλυση, αλλά ταυτόχρονα «απελευθερώνονται» και «ξεαγχώνονται» οι προσλήψεις.

Στο άρθρο 12 διαβάζουμε:

«Η απασχόληση ιδιωτικού εκπαιδευτικού σε σχολείο, φροντιστήριο κέντρο ξένων γλωσσών, καθώς και σε άλλους φορείς εκπαίδευσης, σύμφωνα με την υποπαρ. Θ3 της παρ. Θ του νόμου 4093/2012, του ιδίου ή άλλου ιδιοκτήτη δεν αποτελεί κώλυμα διορισμού.».

Πρόκειται για άλλη μία «προβληματική» ρύθμιση, αφού δεικνύει την ανάγκη στην Ελλάδα να δηλώνεται ρητώς ότι επιτρέπεται η εργασία. Θα ήταν προτιμότερο να ζούμε σε μια χώρα όπου η ελευθερία εργασίας να ήταν αυτονόητη. Η ρύθμιση αυτή αίρει προηγούμενη αγκύλωση, σύμφωνα με την οποία αν εργαζόσουν σε ιδιωτικό σχολείο, δεν επιτρεπόταν να εργαστείς σε φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης, ώστε να «μοιράζεται» η δουλειά σε περισσοτέρους.

Εν γένει, το νομοσχέδιο είναι «προϊόν» της γενικότερης κουλτούρας που υπάρχει στην Ελλάδα, όπου όλα είναι «ύποπτα», οι επιχειρηματίες είναι «άπληστοι» και οι εργαζόμενοι είναι απαραιτήτως θύματα. Ευελπιστούμε να ζήσουμε σύντομα σε μια χώρα όπου δεν θα ψηφίζονται νέοι νόμοι, αλλά θα καταργούνται υπάρχοντες, οι οποίοι παραβιάζουν βασικές ηθικές αξίες, όπως η αυτοδιάθεση του ατόμου και η ελευθερία σύναψης συμφωνιών.

Facebook Comments