Γιατί το κάνει;
Χρόνο με το χρόνο παρακολουθώ τις εκδηλώσεις κατά της βίας που απευθύνεται σε γυναίκες, να ακολουθούν μια συγκεκριμένη κειμενογραφία που οριοθετείται
Χρόνο με το χρόνο παρακολουθώ τις εκδηλώσεις κατά της βίας που απευθύνεται σε γυναίκες, να ακολουθούν μια συγκεκριμένη κειμενογραφία που οριοθετείται
Χρόνο με το χρόνο παρακολουθώ τις εκδηλώσεις κατά της βίας που απευθύνεται σε γυναίκες, να ακολουθούν μια συγκεκριμένη κειμενογραφία που οριοθετείται ανάμεσα στην επιφανειακή αναγνώριση της βίαιης συμπεριφοράς και την προτροπή των θυμάτων να μιλήσουν ανοιχτά για αυτή, ρίχνοντας το βάρος της ανάδειξης και της διαχείρισης του προβλήματος στα ίδια.
Μέσα σε ένα στερεοτυπικό περιβάλλον στο οποίο, αν εξαιρέσεις τα ορατά σημάδια στο σώμα, δεν έχουμε καν συμφωνήσει σε κάποιο ορισμό του τι συνιστά βία, αναρωτιέμαι αν τα κείμενα ανακυκλώνονται ετησίως με μικρές αλλαγές για να μας βγάλουν από τη δύσκολη θέση να υποβαθμίσουμε ένα πρόβλημα – που για πολλές χώρες έχει πάρει εθνικές διαστάσεις – στο επίπεδο διαχείρισής του από συλλόγους και ακτιβιστικές ομάδες, τη στιγμή που είναι βαθιά κοινωνικό στη γέννηση και την εξάπλωσή του.
Οι ψυχολογικές και κοινωνιολογικές έρευνες πάνω στην ξεδίπλωση της βίας που απευθύνεται σε γυναίκες έχουν προχωρήσει αρκετά ώστε να μας κάνουν να ψάχνουμε στον καθρέπτη την ακούσια ή ηθελημένη συμμετοχή μας σε ένα διαρκές έγκλημα. Αυτό όμως που είναι περισσότερο αποκαρδιωτικό, είναι η έλλειψη ενημέρωσης πάνω σε ένα θέμα που έχει μετατοπιστεί στα προηγμένα στην κοινωνική πρόνοια κράτη, από τις καμπάνιες “μίλα!” στη γενική ερώτηση προς όλους “γιατί το κάνει αυτός;”
Ένα άρθρο είναι πολύ μικρό για να απαριθμήσει όλους τους λόγους που δεν διευκολύνουν την πλειοψηφία των γυναικών να “μιλήσουν” παρά μόνο όταν η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και υπό προϋποθέσεις. Η προτροπή για να μιλήσουν είναι προβληματική αφού δεν λαμβάνει υπόψη μια πληθώρα παραμέτρων που αφορούν στην εξαρχής αναγνώριση της βίας και την συνειδητοποίηση από την ίδια τη γυναίκα ότι είναι θύμα. Δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα ενδιάμεσα στάδια της συνομιλίας και της λεκτικής αναπαραγωγής της ιστορίας της σε δεκάδες ειδικούς και μη ή το γεγονός ότι, παρά τις όποιες υποστηρικτικές δομές και υπηρεσίες, η γυναίκα-θύμα είναι ουσιαστικά μόνη και σε υποδεέστερη οικονομικοκοινωνική και ψυχολογική θέση σε σχέση με τον θύτη.
Αυτές που μιλούν είναι πραγματικές ηρωίδες και προφανώς, αν κάποια μπορεί να αρθρώσει τον Γολγοθά που βιώνει, το χρωστάει στον εαυτό της να το κάνει. Αλλά αν εστιάσουμε μόνο σε αυτό το μικρό ποσοστό γυναικών (θα ήταν ενδιαφέρουσα μια ποιοτική ανάλυση της εξέλιξης της πορείας τους και του κατά πόσο καταφέρνουν να σπάσουν τα δεσμά με τον θύτη τελικά) θα χάσουμε τις λεπτομέρειες του πώς κατασκευάζεται η βία, μέσα ή έξω από το σπίτι, στην εργασία, στην κοινωνία και στη ζωή. Εκεί είναι που μπαίνουμε εμείς στο κάδρο. Είναι το σύστημα αρχών και αξιών που πάσχει πρωτίστως: η βίαιη συμπεριφορά αποτελεί το σύμπτωμα.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάνουν περισσότερες γυναίκες από όσες είναι διατεθειμένες να το ομολογήσουν, να υπομένουν τη βία βουβά. Το να τους απαριθμήσουμε εδώ θα συνιστούσε αδικία εξαιτίας του βάθους και της πολυπλοκότητας τους. Ωστόσο θα αναφέρω μερικά παραδείγματα που ξεκινούν από το στερεότυπο των δεινών που μια γυναίκα είναι υποχρεωμένη να υποστεί για να “μη χαλάσει το σπίτι της”, μέχρι το γεγονός ότι αρκετός κόσμος έχει κανονικοποιήσει την βία σε βαθμό που αυτή να αποτελεί την καθημερινότητά του. Ενδιάμεσα, παρακολουθώ αρκετά νεαρά ζευγάρια να τσακώνονται γοερά από μια διαστρεβλωμένη πεποίθηση ότι η ένταση ισοδυναμεί με πάθος και ιδιαιτερότητα: η βία μπορεί να ιδωθεί από την πλευρά του τρόπου που έχουν μάθει να επικοινωνούν δυο άνθρωποι αλλά αυτό δεν παύει να συνιστά πρόβλημα.
Υπάρχουν γυναίκες που έχουν πειστεί από τον θύτη ότι η βία είναι κάτι που αυτές αξίζουν ως τιμωρία για κάτι κακό που έχουν κάνει ή παραλείψει να τηρήσουν. Μερικές θεωρούν γενναιότητα το να μένεις σε μία σχέση μέχρι τελικής εξοντώσεως. Πολλές δεν έχουν που να πάνε. Άλλες θεωρούν ότι η βία που “δεν είναι συχνή αλλά μερικές φορές”, μπορεί να γίνει ανεκτή με αντάλλαγμα μια οργανωμένη ζωή και πράγματι, η φυγή από μια κακοποιητική σχέση απαιτεί ριζικές αλλαγές που, είτε δεν είναι έτοιμος κάποια να κάνει, είτε δεν έχει το υποστηρικτικό πλαίσιο που θα την ενθαρρύνει για να προχωρήσει. Άλλωστε, όπως είπαμε και στην αρχή του άρθρου, η βία δεν είναι μόνο σωματική – το soft abuse, η συναισθηματική κακοποίηση κάτω από το όριο ανίχνευσης, θερίζει μεν αλλά δεν αναγνωρίζεται εγκαίρως. Η οικονομική ασφυξία είναι μια μορφή βίας που πέφτει πάνω στην αντίληψη του “κοινού λογαριασμού του ζευγαριού” (τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου, για τον θύτη). Τέλος, η ανασφάλεια αρκετών γυναικών να βρίσκονται σε μία σχέση “ακόμα και κακή, αλλά σχέση” είναι θέμα ταμπού που δεν συζητείται ποτέ ανοιχτά από τον φόβο υποβάθμισης της προσωπικότητάς τους. Έτσι, αυτό το τελευταίο έχει αντικατασταθεί από την γενικόλογη και -πέρα για πέρα – άδικη ταμπέλα για “χαμηλή αυτοπεποίθηση”, φράση που επίσης υποδηλώνει αδυναμία από πλευράς εξωτερικών παραγόντων να εντοπίσουν τη ρίζα του κακού, αντί να την περιγράφουν σχηματικά.
Μερικά από τα θέματα που χρειάζεται να αναδειχθούν από την Ημέρα κατά της Βίας που απευθύνεται σε γυναίκες είναι φυσικά η χιλιοειπωμένη ενδυνάμωση που πρέπει να ξεκινήσει από τα σχολικά χρόνια καθώς και η ταυτόχρονη ενθάρρυνση των αγοριών να διακρίνουν ένα εύρος συμπεριφορών που τους αφορούν. Σοβαρά θέματα των τελευταίων δεκαετιών έχουν επίσης αποδειχθεί το gaslighting, η συστηματική προσπάθεια να αλλοιώσεις την ιστορία και να πείσεις την σύντροφό σου ότι είναι τρελή να μιλάει για βία εκεί που “υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος”. Επίσης, η παρενοχλητική παρακολούθηση (stalking) και η απομόνωση από γνωστούς και φίλους που “δεν καταλαβαίνουν την αγάπη μας” με σκοπό το να κάνουν τη γυναίκα να ξεκόψει από το περιβάλλον της ώστε να έχει μοναδικό ρυθμιστή της ζωής της τον κακοποιητή.
Η αρχή για την καταπολέμηση της βίας δεν μπορεί να γίνει μέσα από κρυφές παραδοχές και υπό άκρα μυστικότητα. Επίσης, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς τη συνδρομή της επίσημης πολιτείας η οποία θα συστήσει προγράμματα για σχολεία και ακαδημαϊκά ιδρύματα, για την οικογένεια και τον περίγυρο, με τρόπο που να δημιουργήσει βαθμίδες πρόληψης και έγκαιρης αντιμετώπισης. Όσο η βία θεωρείται θέμα “χαμηλής πολιτικής” και προτεραιότητας, τόσο θα χάνουμε τον στόχο ως άτομα και ως κοινωνίες.
Facebook Comments