Το  ελληνικό σύνταγμα του 1975, με τις αναθεωρήσεις του 1986, 2001, 2008 και τώρα 2019 φαίνεται να επισφραγίζει θεσμικά το χρονικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης. Στην υπό εξέταση αναθεώρηση του 2019, γενικότερα φαίνεται να ρυθμίζονται ορισμένα ζητήματα που δεν είχαν ολοκληρωθεί στις προηγούμενες αναθεωρήσεις. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την αναθεώρηση του 1986 επαναπροσδιορίζεται η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε περίπτωση αρχικής αδυναμίας εκλογής του, πλέον δεν θα συνδέεται αυτή η αδυναμία με την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εθνικών εκλογών. Επιπρόσθετα, στην αναθεώρηση του 2001 έρχεται να προστεθεί η ρύθμιση για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ωστόσο, ανοιχτό μένει το ζήτημα που αφορά το άρθρο 16 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το οποίο ήδη η αναθεώρηση του 2008 είχε αποτύχει να ρυθμίσει.

Αναλυτικότερα, στο άρθρο 21 παρ.1 (Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα) προστέθηκε εδάφιο για την κρατική μέριμνα σχετικά με την αξιοπρεπή διαβίωση μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ήδη η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 είχε φροντίσει να εισάγει τις παραγράφους 5 και 6 στο ίδιο άρθρο, οι οποίες αύξαναν τις υποχρεώσεις του κράτους σχετικά με την ένταξη  μερίδας πολιτών με ειδικές ανάγκες στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας.

Αναφορικά με την διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ρυθμίστηκε η αποσύνδεση της εκλογής του από την πρόβλεψη διαλύσεως της Βουλής με σκοπό την διεξαγωγή εκλογών. Συνοπτικά, αυτό σημαίνει ότι όταν στην Βουλή δεν εξασφαλίζεται η αυξημένη πλειοψηφία των 2/3, αρκεί η εκλογή του προέδρου με απόλυτη πλειοψηφία. Η συγκεκριμένη ρύθμιση αναμένεται να δώσει τέλος στην  διαμάχη των συνταγματολόγων σχετικά με την διαδικασία που ακολουθεί την αποτυχία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Απότοκο αυτής της ρύθμισης είναι και η παγίωση της μορφής του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Σε ένα θεωρητικότερο  πλαίσιο, το σενάριο που είτε ο Πρόεδρος εκλεγόταν απευθείας  από τον λαό, είτε διαλυόταν η βουλή σε ενδεχόμενη αποτυχία εκλογής του, θα μιλάγαμε μάλλον για αλλοίωση του συνταγματικού ρόλου του. Άλλωστε, ένας Πρόεδρος με υπερεξουσίες συνεπάγεται αυτόματα μια διπολική εκτελεστική εξουσία με τον πρωθυπουργό αφενός και τον πρόεδρο αφετέρου σε ρόλο επικεφαλής του εκάστοτε πόλου. Ουσιαστικά, σε μια τέτοια περίπτωση το πολίτευμα θα μεταλλασσόταν σε ημι-προεδρικό.

Σημαντική είναι και η ρύθμιση στο άρθρο 62 που αφορά την βουλευτική ασυλία. Η βουλευτική ασυλία ευλόγως περιορίζεται σε πράξεις που αφορούν μόνο την πολιτική δράση των βουλευτών. Η φιλελεύθερη τριμερής διάκριση των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, αποτυπώνει το πνεύμα του συντάγματος, καθώς οι ποινικές ευθύνες ενός βουλευτή θα πρέπει να ελέγχονται από την δικαστική εξουσία και να μην βρίσκουν καταφύγιο στην πολιτική του ασυλία. Κρίνεται μάλλον χρήσιμο η Βουλή να αρκεστεί στις νομοθετικές της αρμοδιότητες και ενδεχόμενη μελλοντική ενίσχυση να αφορά τις εκτελεστικές αρμοδιότητες. Στο ίδιο πλαίσιο, η Βουλή μέσω του άρθρου 86 παρ.3 έχει την δυνατότητα πλέον να ασκεί δίωξη εντός του χρονικού ορίου της κοινής παραγραφής για κάθε αδίκημα.

Στο άρθρο 68. παρ 2, αναγνωρίζεται η δυνατότητα της αντιπολίτευσης να προκαλεί τη σύσταση δύο εξεταστικών επιτροπών ανά κοινοβουλευτική περίοδο για θέματα δικής της επιλογής. Αυτή η πρόβλεψη σε συνδυασμό με την ρύθμιση του άρθρου 73.παρ 6 για την άσκηση λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας από ένα σύνολο 500.000 πολιτών, φαίνεται να είναι οι πιο προωθημένες ρυθμίσεις του συντάγματος μας, καθώς συνιστούν τις πλέον ριζοσπαστικές φιλελεύθερες συνταγματικές παρεμβάσεις. Τόσο η λογοδοσία, όσο και η ύπαρξη θεσμών άμεσης δημοκρατίας, ενισχύουν αναμφισβήτητα τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Μια ουδέτερη αλλά μάλλον θετική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρου 96. παρ 5, με την οποία εξομοιώνονται τα μέλη του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς. Καλό είναι οι δικαστικοί λειτουργοί να  έχουν επαφή με το ευρύτερο σώμα των πολιτών και να μην εξειδικεύονται σε αποκλειστικά στρατιωτικές υποθέσεις. Το δικαστικό σώμα  είναι χρήσιμο να δρα ενιαία, να μην διχοτομείται και σε τελική ανάλυση να μην χάνει την επαφή με την ευρύτερη κοινωνία. Τέλος, το άρθρο 101Α παρ. 2 σχετικά με την επιλογή των ανεξάρτητων αρχών, ορίζει ότι η διάσκεψη των προέδρων της Βουλής μπορεί πλέον να επιλέγει διοικητές των ανεξάρτητων αρχών με την πλειοψηφία των 3/5 αντί αυτής των 4/5. Με αυτόν τον τρόπο ενδέχεται να δοθούν ευκαιρίες σε διακομματικές υποψηφιότητες σχετικά με το ζήτημα της ηγεσίας των ανεξάρτητων αρχών. Σε κάθε περίπτωση, το ιδανικό σενάριο θα ήταν οι επικεφαλής των ανεξάρτητων αρχών να εκλέγονταν από το συνολικό σώμα της Βουλής με γνώμονα πράγματι τα υπερκομματικά κριτήρια, καθώς και το παρελθόν προσφοράς των υποψηφίων στην  χώρα.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η αναθεώρηση του 2019 συνιστά μια σημαντική δομική οριοθέτηση, καθώς ρυθμίζει λίγα μεν αλλά σημαντικά αρρύθμιστα σημεία του συνταγματικού κειμένου. Επιπλέον, εισάγει (μερικώς) ζωτικές κοινωνικές ρυθμίσεις όπως είναι το κατώτατο εγγυημένο εισόδημα, η ποινική ευθύνη των υπουργών και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Μοναδικό πλέον άρθρο προς αντιπαράθεση είναι το άρθρο 16, το οποίο αφορά  την τύχη των  ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ως εκ τούτου, αυτή η τέταρτη κατά σειρά συνταγματική αναθεώρηση (1986,2001,2008,2019), φαίνεται να κλείνει οριστικά σε θεσμικό επίπεδο το ‘’κεφάλαιο’’ που αφορά το Σύνταγμα του 1975.

Facebook Comments