Στη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του 2010, ‘’The Social Network’’, ξεδιπλώνεται η ιστορία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ και πως αυτός κατάφερε να δημιουργήσει το απόλυτο κοινωνικό δίκτυο της εποχής μας.

Σε μια σκηνή της ταινίας, ο Ζάκενμπεργκ είναι βυθισμένος στις σκέψεις του μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, όταν τον πλησιάζει ένας φίλος του, ο οποίος αρχίζει τις ερωτήσεις για μια συμφοιτήτριά του:

‘’Έχει αγόρι; Την έχεις δει ποτέ με κανέναν; Αν όχι, μήπως ξέρεις αν θέλει να βγει με κανέναν;’’

Στις απανωτές ερωτήσεις, ο Μαρκ, σχεδόν αγανακτισμένα, απαντάει:

‘’Ντάστιν, ο κόσμος δεν κυκλοφορεί με μια ταμπέλα που να λέει «είμαι…». Και σταματά.

Αυτή είναι η στιγμή του ‘’εύρηκα’. Και όπως, σύμφωνα με την ιστορία (ή τον δημοφιλή μύθο) ο Αρχιμήδης βγήκε από την μπανιέρα και άρχισε να τρέχει γυμνός στους δρόμους της Αρχαίας Αθήνας, έτσι και ο ιδρυτής του Facebook, μέσα στα χιόνια με αθλητικό σορτς και παντόφλες, άρχισε να τρέχει προς τον υπολογιστή του.

Είχε βρει το συστατικό που θα έκανε το κοινωνικό δίκτυο ασυναγώνιστο.

‘’Προσωπική κατάσταση. Ενδιαφέρομαι για…. Αυτό τροφοδοτεί τη ζωή στο κολέγιο. Κάνεις σεξ ή όχι;’’.

Είναι όμως αυτή η λογική σειρά πραγμάτων; Ξεκινάς να δημιουργείς ένα προϊόν και όταν μια ιδέα σε χτυπήσει κατακούτελα, αναφωνείς ‘’το’ χω’’ και χτίζεις μια εταιρία δισεκατομμυρίων;

Όχι βέβαια. Εκτός εάν…

Το 2018, η Entranet σε συνεργασία µε το ΕΚΕΤΑ, το µεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο στην Ελλάδα, κατέθεσε µια πρόταση στην Ε.Ε. για τη χρηµατοδότηση δηµιουργίας µιας ψηφιακής νοσοκόµας, η οποία θα αλληλεπιδρούσε µε τους ασθενείς αλλά και µε το νοσηλευτικό προσωπικό. Η πρόταση, εγκρίθηκε λίγους µήνες µετά και η οµάδα ξεκίνησε τη δουλειά.

Το πρόβληµα στα δικά µας µάτια, ήταν ξεκάθαρο:

Βλέπαµε, στα νοσοκοµεία και στα γηροκοµεία, φακέλους γεµάτους από χαρτιά στα πόδια των ασθενών. Για κάθε ασθενή χανόταν χρόνος, ψάχνοντας το πρόγραµµα ή το διαιτολόγιό του. Για κάθε διαφορετική πληροφορία έπρεπε το προσωπικό να ανατρέχει στο αρχείο.

Για εµάς λοιπόν, ήταν προφανές, ότι το πρόβληµα επιζητούσε ψηφιακή βοήθεια. Μια ψηφιακή νοσοκόµα, που απλά ζητώντας την πληροφορία, θα την έδινε σε µια οθόνη, δίπλα από το κρεβάτι του κάθε ασθενή. Ταυτόχρονα, η ίδια συσκευή θα αναλάµβανε την ψυχαγωγία του ασθενή, την ενηµέρωσή του, τον χειρισµό των συσκευών του «έξυπνου δωµατίου», ακόµα και την επικοινωνία µε τους δικούς του µέσω τηλεδιάσκεψης, όσο συχνά ο ίδιος επιθυµούσε.

Ενώ προχωρούσαµε µε τον σχεδιασµό του προϊόντος, µε προσέγγισε ένας Έλληνας φοιτητής από το πανεπιστήμιο του Aalborg, στη ∆ανία.

Μου είπε ότι αναζητούσε ένα θέµα για την εργασία του, που έπρεπε να σχετίζεται µε την επιχειρηµατική ανάπτυξη ενός προϊόντος. Αποφασίσαµε να συνεργαστούµε και να κάνει την έρευνα αγοράς για την ψηφιακή νοσοκόµα. Για αυτή την εργασία, ο Βασίλης πήρε συνεντεύξεις από γιατρούς, νοσηλευτές και διοικητικό προσωπικό νοσοκοµείων, κλινικών, γηροκοµείων και κέντρων αποκατάστασης, του ιδιωτικού αλλά και του δηµοσίου τοµέα, σε Ελλάδα, Αγγλία και ∆ανία.

Οι συνεντεύξεις, µας έδωσαν µια διαφορετική εικόνα. Οι νοσοκόµες στα γηροκοµεία είχαν πολύ διαφορετικές ανάγκες από αυτές που φανταζόµασταν. Οι ίδιες φοβόντουσαν να πάνε τη νύχτα στα δωµάτια, λόγω κάποιων υπερβολικά «φιλόξενων» παπούδων. Ήθελαν να µπορούν να καλέσουν βοήθεια, αν προέκυπτε ανάγκη.

Σε κέντρα αποκατάστασης, το προσωπικό δεν ήθελε οι ασθενείς να έχουν πρόσβαση στο πρόγραµµα της ηµέρας γιατί, σε κάθε καθυστέρηση, υπήρχαν διαµαρτυρίες εκτός ορίων. Στην πραγµατικότητα όµως, σε αυτά τα κέντρα, το πρόγραµµα δεν µπορεί να ακολουθηθεί κατά γράµµα, λόγω της ιδιαιτερότητας των ατυχηµάτων που πρέπει να αποκατασταθούν.

Άλλο ήταν το πρόβληµα που απαιτούσε λύση, αλλού εστιάζαµε εµείς.

Καταγράφηκαν οι ανάγκες, προσαρµόστηκε ο σχεδιασµός και η ανάπτυξη συνεχίστηκε, µε πολύ πιο σωστό προσανατολισµό.

Τι έπρεπε λοιπόν να κάνουμε; Πώς ξεκινάει ο σχεδιασμός ενός προϊόντος;

Ρώτα, άκου, δώσε λύση!

Σύµφωνα µε τον Warren Berger, ο εγκέφαλός µας είναι πεινασµένος για πληροφορίες, από τη στιγµή που γεννιόµαστε, µε σαράντα χιλιάδες ερωτήσεις να γίνονται µεταξύ δύο και πέντε ετών.

Ωστόσο, ο ρυθµός ερωτήσεων κορυφώνεται στην ηλικία των πέντε και µειώνεται αµέσως µετά. Τα παιδιά από πέντε έως δώδεκα ετών κάνουν µέχρι και ογδόντα ερωτήσεις την ηµέρα. Στο γυµνάσιο πέφτουν στις τριάντα πέντε έως σαράντα. Όταν φτάσουν πια σε ηλικία στελέχους, οι ερωτήσεις µειώνονται στις δεκαπέντε κατά µέσο όρο.

Ο λόγος γι αυτό, είναι η αντιερευνητική κουλτούρα που έχουµε χτίσει στο σπίτι, στα σχολεία και στις θέσεις εργασίας. Αντί να ενθαρρύνουµε τη διαδικασία των ερωτήσεων, ως έναν από τους πλέον φυσικούς τρόπους για να µάθει ο εγκέφαλός µας, την έχουµε εξουδετερώσει.

Είναι η ώρα λοιπόν να αρχίσουμε και πάλι τις ερωτήσεις για να καταλάβουμε που πονάει ο πελάτης.

Ο Ζάκερμπεργκ όμως δεν έκανε αυτό. Όντας ακραία αντικοινωνικός, δεν μίλησε με τον κόσμο για να καταλάβει τι χρειάζεται αυτός που σπουδάζει. Ποιες κοινωνικές επαφές χρειαζόταν ο μέσος φοιτητής – φοιτήτρια.

Και όμως πέτυχε. Γιατί;

Διότι ο πελάτης ήταν ο ίδιος.

Αυτός ήταν η περσόνα στην οποία απευθυνόταν η ψηφιακή πλατφόρμα. Έφτιαξε ένα προϊόν που θα του επέτρεπε να γνωρίζει κορίτσια ενώ, ταυτόχρονα, έδινε λύση στο ‘’πρόβλημα’’ όλων των φοιτητών του πλανήτη.

Αν λοιπόν δεν είσαι ο Μαρκ Ζάκενμπεργκ, αν δεν είσαι ο μέσος πελάτης του προϊόντος σου ή ακόμα κι αν είσαι, αλλά δεν υπάρχουν εκατομμύρια σαν εσένα, αυτός ο τρόπος δεν θα δουλέψει.

Αν αποφάσισες με μια ιδέα, να φτάσεις στην παγκόσμια αγορά, ήρθε η ώρα να ξαναγίνεις παιδί.

Το πώς, το αφήνω σε σένα…

Facebook Comments