Το δύσκολο παζλ που πρέπει να λύσει η ΕΚΤ έως τις 10 Μαρτίου
Το νέο σκηνικό πολέμου περιπλέκει τα πράγματα για τις κεντρικές τράπεζες και ειδικά για την ΕΚΤ, λόγω των στενότερων οικονομικών σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία
Το νέο σκηνικό πολέμου περιπλέκει τα πράγματα για τις κεντρικές τράπεζες και ειδικά για την ΕΚΤ, λόγω των στενότερων οικονομικών σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία
Το νέο σκηνικό πολέμου περιπλέκει τα πράγματα για τις κεντρικές τράπεζες και ειδικά για την ΕΚΤ, λόγω των στενότερων οικονομικών σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία. Η κατάσταση επιβάλλει να διατηρήσει ανοιχτές τις επιλογές πολιτικής και την ευελιξία, που σημαίνει μία πιθανή αλλαγή στάσης στη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου.
Η ουκρανική κρίση και η προοπτική για ακόμα υψηλότερες τιμές της ενέργειας δυσκολεύουν τις προσπάθειες της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει την άνοδο του πληθωρισμού χωρίς αυτές να «χτυπήσουν» την οικονομία. Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει χαρακτηρίσει τη συνεδρίαση του Μαρτίου ως κρίσιμη για το πώς θα εξελιχθεί η πορεία της νομισματικής πολιτικής, όταν και θα δημοσιοποιηθούν οι νέες προβλέψεις για την οικονομία. Η επιθετική στροφή κατά τη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου είχε οδηγήσει την αγορά να αποτιμήσει την ταχύτερη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (APP) μετά τη λήξη του PEPP τον επόμενο μήνα, ίσως και εντός του καλοκαιριού, καθώς και την εκκίνηση του κύκλου αύξησης των επιτοκίων το φθινόπωρο. Ωστόσο η στάση της μπορεί και πάλι να αλλάξει.
Η άτυπη προγραμματισμένη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 24 Φεβρουαρίου, που είχε ως στόχο την προετοιμασία της απόφασης της 10ης Μαρτίου σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, είχε κεντρικό θέμα της εξελίξεις στην Ουκρανία οι οποίες πλέον επηρεάζουν απόλυτα τον προγραμματισμό της κεντρικής τράπεζας. Όπως τόνισε ο Φίλιπ Λέιν μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ και επικεφαλής οικονομολόγος της κεντρικής τράπεζας, το Δ.Σ κατά την αξιολόγηση των οικονομικών προοπτικών της Ευρωζώνης τον Μάρτιο θα λάβει υπόψη και τις γεωπολιτικές εξελίξεις. «Αυτές δεν έχουν μόνο επιπτώσεις στις τιμές του πετρελαίου και του αερίου, αλλά επίσης και στην εμπιστοσύνη των επενδυτών, των καταναλωτών και του εμπορίου και λοιπά» ανέφερε, προσθέτοντας πως ως προς τον πληθωρισμό, δεν πρόκειται μόνο για μια μηχανική επίδραση από τις τιμές των εμπορευμάτων αλλά πρέπει να περιληφθούν και οι μακροοικονομικές επιπτώσεις στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Ο Γιάννης Στουρνάρας ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τα πράγματα για την ΕΚΤ. Όπως τόνισε, η ΕΚΤ πρέπει να συνεχίσει το πρόγραμμα αγορών ομολόγων τουλάχιστον έως το τέλος του έτους και να μη δεσμευτεί για το χρόνο που θα τερματιστεί για να περιορίσει τον αντίκτυπο από τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Παράλληλα κατά την άποψη του η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφύγει να αναφέρει επίσημα στο κείμενο της ανακοίνωσής ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να κινηθούν «υψηλότερα» και να επιτρέψει μεγαλύτερη ευελιξία αναφορικά με τον χρόνο αύξησής τους καθώς οι οικονομικές προοπτικές είναι τώρα πολύ πιο αβέβαιες, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. «Κρίνοντας την κατάσταση από τη σημερινή οπτική, θα προτιμούσα μάλλον να συνεχιστεί το APP τουλάχιστον έως το τέλος του έτους, πέραν του Σεπτεμβρίου, παρά να επισπεύσουμε τον τερματισμό του. Δεν θα ήμουν υπέρ της ανακοίνωσης του τερματισμού του APP τον Μάρτιο», σημείωσε.
Στο ίδιο πλαίσιο ήταν και οι δηλώσεις Γάλλου κεντρικού τραπεζίτη, Βιλερουά ντε Γκαλό, ο οποίος πριν το ξέσπασμα του πολέμου είχε διαμήνυσε ότι η ουκρανική κρίση σημαίνει πως θα πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές όλες οι επιλογές για τη νομισματική πολιτική μαζί με την ευελιξία. Νωρίτερα, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας Μάριο Σεντένο, πρότεινε επίσης να παραμείνει σταθερή η νομισματική πολιτική, αποφεύγοντας μία πιο αυστηρή στάση. Το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Ίζαμπελ Σνάμπελ δήλωσε ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό έχουν ενισχυθεί από τις αρχές του έτους και οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν διευρυνθεί και έχουν γίνει πιο επίμονες. Όπως τόνισε, η αβεβαιότητα δικαιολογεί μια σταδιακή προσέγγιση για την ομαλοποίηση της πολιτικής και η ΕΚΤ θα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει σοβαρές αναταραχές στην αγορά.
Ακόμα και το μεγαλύτερο ίσως γεράκι της ΕΚΤ, ο αυστριακός Ρόμπερτ Χόλτζμαν, ο οποίος στις αρχές της περασμένης εβδομάδας είχε πει πως η ΕΚΤ πρέπει να σκεφτεί δύο αυξήσεις των επιτοκίων εντός του τρέχοντος έτους και συνέστησε μάλιστα στην τράπεζα να προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων προτού ολοκληρώσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, άλλαξε στάση. Όπως τόνισε στη συνέχεια και μετά την εισβολή των Ρώσων, η κρίση στην Ουκρανία ενδεχομένως να καθυστερήσει την έξοδο από το πρόγραμμα των υποστηρικτικών μέτρων της τράπεζας.
Ο ιρλανδός κεντρικός τραπεζίτης, Γκάμπριελ Μαχλούφ, πάντως συνεχίζει να θεωρεί πως ο προγραμματισμός της ΕΚΤ για το APP δεν αλλάζει. «Η κρίση στην Ουκρανία πιθανότατα δεν θα εμποδίσει την ΕΚΤ να συμφωνήσει σε μια ταχύτερη κατάργηση των αγορών περιουσιακών στοιχείων στην επόμενη συνεδρίαση πολιτικής της, αν και οι προοπτικές για αύξηση των επιτοκίων είναι λιγότερο σαφείς», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Οι αναλυτές αλλά και οι αγορές αναμένουν πλέον λιγότερο επιθετική πολιτική από την ΕΚΤ αναμένουν οι αγορές λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων. Οι αγορές μειώνουν τα στοιχήματα για τις αυξήσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας φέτος, καθώς οι προοπτικές για πιο σφιχτή νομισματική πολιτική επισκιάζονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η Capital Economics συνεχίζει να υποστηρίζει πως οι μεγαλύτερες επιπτώσεις της γεωπολιτικής κρίσης στις προηγμένες οικονομίες είναι πιθανό να προέλθουν από τις τιμές των εμπορευμάτων και τον πληθωρισμό. Όπως τονίζει, συνήθως, οι κεντρικές τράπεζες δεν αυξάνουν τα επιτόκια ως απάντηση σε ένα αντιληπτό προσωρινό σοκ τιμών. Πράγματι, η συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων και οι δυσμενείς επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη και τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να τους ενθαρρύνουν να χαράξουν μία πολιτική πιο χαλαρή από ό,τι θα έκαναν εάν το σκηνικό ήταν διαφορετικό, όπως επισημαίνει και εκτιμά πως η κλιμάκωση της κρίσης μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία προς όφελος μεταγενέστερων ή βραδύτερων αυξήσεων των επιτοκίων, ειδικά στην ευρωζώνη.
«Ενώ το βασικό μας σενάριο τοποθετούσε το τέλος του APP τον Αύγουστο και την πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο, πιστεύουμε ότι η πιθανότητα μεγαλύτερης διάρκειας και μεταγενέστερων αυξήσεων επιτοκίων έχει σαφώς αυξηθεί, ακόμη και σε περίπτωση περαιτέρω αύξησης του πληθωρισμού λόγω της ενέργειας», σημειώνει από την πλευρά της η UBS.
Facebook Comments