Στο χείλος του γκρεμού οι γερμανικές τράπεζες;
Χαμηλά επιτόκια, ρυθμιστικές παρεμβάσεις, πρόστιμα δισεκατομμυρίων και αυξανόμενος ανταγωνισμός από εταιρείες start up
Χαμηλά επιτόκια, ρυθμιστικές παρεμβάσεις, πρόστιμα δισεκατομμυρίων και αυξανόμενος ανταγωνισμός από εταιρείες start up
Η τιμή των μετοχών είναι ένας αξιόπιστος δείκτης για την κατάσταση μιας επιχείρησης. Όταν ανεβαίνει, σημαίνει ότι οι επενδυτές είναι ικανοποιημένοι και αισιόδοξοι. Αντιθέτως, η πτώση της συνεπάγεται απώλεια εμπιστοσύνης. Τη δεύτερη περίπτωση «βιώνουν» σήμερα οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας. Η μετοχή της Deutsche Bank βρίσκεται στη χαμηλότερη τιμή της ιστορίας της, στοιχίζοντας μόλις κάτι παραπάνω από 10 ευρώ. Όταν ανέλαβε τα ηνία του τραπεζικού κολοσσού ο Τζον Κράιαν, το καλοκαίρι του 2015, η τιμή της μετοχής ήταν τριπλάσια. Σταθερά πτωτικά κινείται και η μετοχική αξία της Commerzbank. Η τιμή της μετοχής του δεύτερου σε μέγεθος γερμανικού τραπεζικού ομίλου απώλεσε 35% της αξίας της από την αρχή του τρέχοντος έτους.
Λιγότεροι εργαζόμενοι, μηδενικά μερίσματα
Ειδήσεις περί επικείμενης αναδιάρθρωσης της Commerzbank οδήγησαν σε νέα σημαντική πτώση της μετοχής της χθες. Σύμφωνα με συγκλίνουσες δημοσιογραφικές πληροφορίες η τράπεζα σκοπεύει να προβεί σε περικοπή του 20% του προσωπικού της, κάτι που αντιστοιχεί σε περίπου 9.000 στελέχη. Πέρσι η Commerzbank πλήρωσε για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης μερίσματα στους μετόχους της. Κάτι που, από ό,τι όλα δείχνουν, δεν θα επαναληφθεί.
Και η Deutsche Bank φαίνεται όμως ότι σχεδιάζει σημαντική περικοπή θέσεων εργασίας. Σε πρώτη φάση γίνεται λόγος για 3.000 εργαζόμενους. Ωστόσο, αυτές οι περικοπές δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση για την αντιμετώπιση των σημερινών δυσκολιών της. Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης διεκδικεί περί τα 12,5 δις ευρώ ως πρόστιμο για πωλήσεις τιτλοποιημένων ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, στο διάστημα πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Η τράπεζα διαθέτει «δίχτυ ασφαλείας» μόλις 5,5 δις ευρώ για πιθανές νομικές περιπέτειες. Την ίδια ώρα η χρηματιστηριακή αξία της Deutsche Bank ανέρχεται σε μόλις 14,6 δις ευρώ.
Αυξανόμενος ψηφιακός ανταγωνισμός
Οι γερμανικές τράπεζες έχουν έλλειψη ρευστότητας. Κάτι που ισχύει βεβαίως για τις «ναυαρχίδες» του κλάδου, αλλά ακόμη περισσότερο για μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα. Η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που εφαρμόζει η ΕΚΤ καθιστά ασύμφορη της βασική τους επιχειρηματική δραστηριότητα. Η λειτουργία καταστημάτων και η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε πελάτες στοιχίζουν πολλά χρήματα. Κατά συνέπεια, όλες σχεδόν οι τράπεζες στη Γερμανία έχουν αυξήσει τα τέλη για τους καταθέτες τους. Ορισμένες τράπεζες μάλιστα επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια σε ορισμένες καταθέσεις.
Σε αυτή τη δεινή κατάσταση προστίθεται ο ανταγωνισμός από το διαδίκτυο. Τράπεζες χωρίς υποκαταστήματα, με πολύ λιγότερους εργαζόμενους και εξυπηρέτηση πελατών μέσω ATM και online banking, δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις στις παραδοσιακές τράπεζες. Τα επονομαζόμενα FinTechs, δηλαδή start up εταιρείες του χρηματοοικονομικού κλάδου, προσφέρουν υπηρεσίες των κλασικών τραπεζικών ιδρυμάτων χωρίς να υφίστανται τις πιέσεις των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών. Όπως επισημαίνει στην DW ο Χανς-Πέτερ Μπούργκντορφ, καθηγητής και ειδικός του τραπεζικού τομέα στο Πανεπιστήμιο του Χόενχαϊμ, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές τράπεζες, «αν προτείνεις σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα μια επένδυση και γράψεις από κάτω ότι δεν πρόκειται περί σύστασης, τότε ‘τη γλυτώνεις».
Προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να επιβιώσουν θα πρέπει να βρουν τρόπο να αντιδράσουν στον ψηφιακό ανταγωνισμό. «Ό,τι μπορεί να γίνει ψηφιακό, θα γίνει ψηφιακό», είχε εξαγγείλει τον προηγούμενο Αύγουστο ο επικεφαλής της Commerzbank Μάρτιν Τσίλκε. Από την πλευρά του ο Χανς-Πέτερ Μπούργκντορφ υπογραμμίζει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν στην τεχνολογική εξέλιξη και να ασχοληθούν εντατικά με το θέμα «χρηματοοικονομική καινοτομία». Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, «σημαίνει επιπλέον ότι θα χρειάζονται αισθητά λιγότερο προσωπικό».
Facebook Comments