Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα πέρα από τα μέτρα που έχουν ήδη νομοθετηθεί, όμως πρέπει να αλλάξει το αντι-αναπτυξιακό μείγμα εφαρμοζόμενων πολιτικών, εκτιμά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην αναλυτική έκθεσή του για τη χώρα μας.

Το Ταμείο επισημαίνει πως τα δημόσια έξοδα εστιάζουν στην υπερβολική συνταξιοδοτική δαπάνη, ενώ την ίδια στιγμή το φορολογικό σύστημα προσφέρει πλήθος εξαιρέσεων, ειδικά στα μεσαία κλιμάκια. Τονίζει πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέα μέτρα αλλά μία «δημοσιονομικά ουδέτερη» στροφή προς δικαιότερη κατανομή των βαρών.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ισοδυναμεί με το 11% του ΑΕΠ, υπερτετραπλάσια του μέσου όρου στην ευρωζώνη. Παράλληλα, περισσότεροι από τους μισούς μισθωτούς εξαιρούνται από την καταβολή φόρου εισοδήματος λόγω του αφορολόγητου, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στη νομισματική ένωση είναι 8%.

Ως λύση, το Ταμείο προτείνει εφαρμογή της φόρμουλας υπολογισμού του νόμου Κατρούγκαλου και στους νυν συνταξιούχους, υπολογίζοντας πως αυτό μπορεί να ψαλιδίσει τη δαπάνη κατά 1% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το κυριότερο βάρος θα το επωμιστούν οι συνταξιούχοι με τις υψηλότερες αποδοχές και τα λιγότερα χρόνια προϋπηρεσίας.

Επιπλέον, το Ταμείο προτείνει καλύτερη σύνδεση εισφορών και παροχών. Μεσομακροπρόθεσμα, εκτιμά ότι θα μπορούσε να επανεξεταστεί το επίπεδο της βασικής σύνταξης βάσει της διεθνούς εμπειρίας. 

Οι αλλαγές στο ασφαλιστικό θα πρέπει να συνοδευτούν από μείωση του αφορολόγητου ορίου αλλά και στοχευμένες προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και διεύρυνσης της φορολογικής βάσης.

Στην πράξη αυτό θα βάλει τέλος στην πολιτική των νέων φόρων και θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς το βάρος θα κατανεμηθεί στο σύνολο το πληθυσμού.

Ο συνδυασμός αυτών των παρεμβάσεων σε ασφαλιστικό και φορολογικό θα αποδεσμεύσει πόρους για να χρηματοδοτηθεί ένα πραγματικό δίχτυ προστασίας για τα αδύναμα στρώματα, δημιουργώντας παράλληλα τις κατάλληλες προϋποθέσεις για επενδύσεις και ανάπτυξη προς όφελος όλων.

Δεν υπάρχει λύση χωρίς ελάφρυνση του χρέους

Η λύση όμως, επισημαίνει το ΔΝΤ, δεν μπορεί να προέλθει μόνο από τις μεταρρυθμίσεις, αλλά προαπαιτεί και «σημαντική» ελάφρυνση του χρέους από την πλευρά των ευρωπαίων εταίρων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί «εκρηκτικά» μετά το 2030 και θα φτάσει το 275% του ΑΕΠ έως το 2016.

Σε ένα μικρό άνοιγμα προς τους Ευρωπαίους, σημειώνει πως η ελάφρυνση δεν χρειάζεται να γίνει εμπροσθοβαρώς ή άμεσα, αλλά το ζητούμενο είναι να συγκεκριμενοποιηθούν μεσοπρόθεσμα μέτρα.

«Η ελάφρυνση θα πρέπει να υπολογιστεί βάσει ρεαλιστικών υποθέσεων για την ικανότητα της Ελλάδας να παράγει σταθερά πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη».

Το εν λόγω σχόλιο συνιστά μία ξεκάθαρη αιχμή για τους ευρωπαίους εταίρους και την επιμονή τους στο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 κι έπειτα.

Στον αντίποδα, η έκθεση επαναλαμβάνει τη θέση του Ταμείου πως ο στόχος θα πρέπει να μειωθεί στο 1,5%.

Facebook Comments