Βαρύ το τίμημα…από τη «σκληρή διαπραγμάτευση» της Κυβέρνησης…
Τριετία σκληρών μέτρων που φτάνουν στα 4,6 δισ. ευρώ φέρνει η «προκαταρκτική» συμφωνία που έκλεισε νωρίς χθες το πρωί
Τριετία σκληρών μέτρων που φτάνουν στα 4,6 δισ. ευρώ φέρνει η «προκαταρκτική» συμφωνία που έκλεισε νωρίς χθες το πρωί
Τριετία σκληρών μέτρων που φτάνουν στα 4,6 δισ. ευρώ φέρνει η «προκαταρκτική» συμφωνία που έκλεισε νωρίς χθες το πρωί μεταξύ των δανειστών και του οικονομικού επιτελείου μετά από έναν τελικό γύρο διαπραγμάτευσης διάρκειας 12 ωρών.
Οπως έσπευσε χθες να ανακοινώσει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, μετά το λευκό καπνό της συμφωνίας θα πρέπει να ανοίξει και επίσημα η συζήτηση για το χρέος και τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, που πλέον θα ληφθούν μεταξύ των δανειστών σε άγνωστο χρόνο. Για αυτό άλλωστε στο οικονομικό επιτελείο αλλά και την κυβέρνηση αφήνουν από τώρα ανοιχτό το ενδεχόμενο για ένα έκτακτο Eurogroup μετά τις 22 Μαΐου.
Προς το παρόν το οικονομικό επιτελείο έχει αναλάβει όλες τις υποχρεώσεις μέχρι και το 2020, έχοντας εξασφαλίσει μια προκαταρκτική (preliminary) συμφωνία σε επίπεδο θεσμών που θα περιμένει να ολοκληρωθεί και με τα άλλα στοιχεία που θα συνθέτουν τη συνολική συμφωνία.
Ατομα που παρακολουθούν στενά την αξιολόγηση τόνιζαν ότι το πόσο κοντά βρισκόμαστε σε λύση για το χρέος θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις του Eurogroup της 22ας Μαΐου σχετικά με την εκταμίευση της δόσης των 7 δισ. ευρώ που θα ακολουθήσει μετά την επίτευξη συνολικής συμφωνίας για την Ελλάδα. Μια απόφαση για συνολική ή μερική εκταμίευση της δόσης χωρίς το χρέος θα είναι μια μάλλον κακή εξέλιξη σε ό,τι αφορά τις προοπτικές για λύση στο θέμα του χρέους πριν από την ολοκλήρωση των γερμανικών εκλογών.
Το ελληνικό πρόγραμμα αναμένεται να συζητηθεί και στη σύνοδο των G7 στο Μπάρι της Ιταλίας από τις 11 μέχρι και τις 13 Μαΐου, ίσως και μέσω μιας συνεδρίασης του άτυπου οργάνου που ονομάζεται Washington Group.
Πάντως χθες το ΔΝΤ έστειλε ξανά το γνωστό μήνυμα στους «αρμοδίους». Μέσω εκπροσώπου του που μίλησε στο Reuters, το Ταμείο επεσήμανε ότι με τη χθεσινή συμφωνία κλείνει το θέμα των απαιτήσεων για συνεκτικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τόνισε πάντως ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει στη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα αν πρώτα δεν υπάρχουν σαφείς δεσμεύσεις από τους Ευρωπαίους για μέτρα που θα καθιστούν βιώσιμο το ελληνικό χρέος.
Το ίδιο τόνισε και επίσημα ο γνωστός από παλιά Πόουλ Τόμσεν, ο οποίος είπε ειδικά για το ελληνικό χρέος ότι θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να δεσμευτούν το επόμενο διάστημα σε συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσής του.
Ο δρόμος για τη Βουλή
Προηγουμένως όμως μέχρι και τα μέσα του μήνα η κυβέρνηση θα πρέπει να «υλοποιήσει» τη συμφωνία στην οποία κατέληξε χθες το πρωί στο «Χίλτον». Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ψηφιστούν τα μέτρα που θα έχουν ως αποτέλεσμα την πρόσθετη προσαρμογή 2% του ΑΕΠ για τη διετία 2019 -2020 αλλά και τα πρόσθετα μέτρα ύψους 440 εκατ. ευρώ για το 2018. Μαζί θα πρέπει να προχωρήσει και τη δευτερεύουσα νομοθεσία και τις υπουργικές αποφάσεις που είναι απαραίτητες για να είναι όλα τα μέτρα που συμφωνήθηκαν τις προηγούμενες μέρες απολύτως «λειτουργικά».
Ερωτώμενος χθες για το τελικό ύψος των μέτρων που θα νομοθετήσει η κυβέρνηση, ο υπουργός Οικονομικών επέμεινε ότι θα είναι 3,8 δισ. ευρώ, αρνούμενος όμως να διευκρινίσει αν τα μέτρα αυτά είναι «μικτά», δηλαδή έχοντας συμπεριλάβει και τις απώλειες από τη μείωση των εισοδημάτων, ή είναι το ύψος των μέτρων που θα είναι η καθαρή δημοσιονομική απόδοση των μέτρων που έρχονται.
Σε νομοσχέδιο θα περιλαμβάνονται νέα μέτρα 440 εκατ. ευρώ για το 2018 προκειμένου να κλείσει το δημοσιονομικό κενό που οι δανειστές υπολόγιζαν αρχικά στα 700 εκατ. ευρώ στην αρχή της δεύτερης αξιολόγησης. Τα μέτρα αυτά αφορούν την περικοπή δαπανών Υγείας μέσω της αυστηρής εφαρμογής του claw back για τα ιδιωτικά θεραπευτήρια και διαγνωστικά κέντρα και του rebate για τις φαρμακευτικές εταιρίες με συνολικό κέρδος 188 εκατ. ευρώ, περικοπές φοροαπαλλαγών και του επιδόματος θέρμανσης κατά 50% και της έκπτωσης από τις ιατρικές δαπάνες με συνολικό κέρδος από φορολογικές δαπάνες ύψους 240 εκατ. ευρώ και την κατάργηση επιδομάτων για τους δικαιούχους του ΚΕΑ με κέρδος 12 εκατ. ευρώ.
Για τη διετία 2019-2020 είναι γνωστό πια ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει συνολική προσαρμογή 2% του ΑΕΠ.
Το 1% του ΑΕΠ θα έρθει το 2019 και θα προέλθει από την περικοπή κύριων και επικουρικών συντάξεων σε ποσοστό έως 18%.
Αλλο 1% του ΑΕΠ θα έρθει από τη μείωση του αφορολογήτου από τις 8.636 ευρώ που είναι σήμερα για άγαμους και συνταξιούχους στις 5.685 ευρώ, και για οικογένειες με παιδιά στις 6.700 ευρώ από 9.500 ευρώ.
Μετά την ψήφιση των μέτρων τα νομοσχέδια θα πρέπει να μεταφραστούν και να σταλούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπου θα συνταχθεί η έκθεση συμμόρφωσης της Ελλάδας, η οποία θα περάσει από Euroworking Group πριν φτάσει στην έγκρισή της από το συμβούλιο υπουργών Oικονομικών της ευρωζώνης.
«Η εντυπωσιακή δημοσιονομική υπεραπόδοση το 2016, η οποία εν πολλοίς είχε προεξοφληθεί, δεν φαίνεται να μπορεί να άρει την αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία», αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του, τονίζοντας ότι αν αυτή συνεχιστεί και το 2017, υποσκάπτει τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα! Θεωρεί δε ότι η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το χρέος.
Απογοητευτικό το πρώτο 3μηνο του 2017
Την ίδια ώρα το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του για την οικονομία ασκούσε έντονη κριτική για την υπεραπόδοση στο μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος, προαναγγέλλοντας ύφεση της οικονομίας για το πρώτο τρίμηνο του χρόνου.
Οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν ότι παρά τις επιδόσεις της οικονομίας, η αβεβαιότητα συνεχίζεται. Στη συνέχεια σημειώνεται ότι «η οικονομική κατάσταση στο α’ τρίμηνο του 2017 είναι απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες».
Τονίζεται εξάλλου ότι η οικονομία της χώρας παραμένει σε ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση. Η αρνητική τάση που δημιουργήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2016 μεταφέρθηκε στο α’ τρίμηνο του 2017 (carryover effect).
Σημειώνουν επίσης ότι με την υπεραπόδοση του 2016 ουσιαστικά χάθηκε ένα βασικό πλεονέκτημα του τρίτου μνημονίου, που ήταν οι χαμηλότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα (πολύ θετική εξέλιξη για την ουσία της οποίας υπάρχει ευρεία συναίνεση). Η ελληνική οικονομία, αν και δεν προβλεπόταν από τους στόχους του Μνημονίου, πέτυχε σχεδόν το πλεόνασμα που είχε παλαιότερα συμφωνηθεί και μάλιστα υπό χειρότερες οικονομικές συνθήκες σε σχέση με αυτά που τότε προβλέπονταν.
Facebook Comments