Αποτελεί την πέμπτη αιτία τύφλωσης στον ανεπτυγμένο κόσμο και προσβάλλει 7 στους 10.000 Ευρωπαίους. Ο λόγος για την ραγοειδίτιδα, μια ομάδα ασθενειών που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή στο μεσαίο στρώμα του ματιού, τον ραγοειδή χιτώνα, και η οποία στο 50% των περιστατικών εμφανίζεται χωρίς να είναι εφικτή η εξακρίβωση της αιτίας.

Η ραγοειδίτιδα δεν δείχνει να “προτιμά” κάποια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα ή φύλο, αν και τείνει να μεταξύ 20 και 65 ετών. Τα συμπτώματα της, δε, μπορεί να εμφανιστούν ξαφνικά στο ένα ή και στα δύο μάτια των ασθενών και να επιδεινωθούν ραγδαία ή σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθούν και σταδιακά. Περιλαμβάνουν κυρίως ερυθρότητα και πόνο στο μάτι, ευαισθησία στο φως, θολή ή μειωμένη όραση, κινούμενες κηλίδες στο οπτικό πεδίο του ασθενούς (floaters).

Για έναν στους δύο ασθενείς η νόσος χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής ή άγνωστης αιτιολογίας, καθώς δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της αιτίας που πυροδότησε την εμφάνισή της. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως  για αυτήν ευθύνεται ένα τραύμα ή χειρουργική επέμβαση, ένα αυτοάνοσο νόσημα, μία  φαρμακευτική αγωγή ή κάποια λοίμωξη.

Και μπορεί  σε κάποιες περιπτώσεις να μην γνωρίζουμε ακριβώς τον μηχανισμό εμφάνισης της ραγοειδίτιδας, γνωρίζουμε όμως τις σοβαρότατες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που συνοδεύουν τη νόσο και οι οποίες καθιστούν επιτακτική την ανάγκη όχι μόνο για έγκαιρη διάγνωση, αλλά και για αποτελεσματική θεραπεία.

Η απώλεια της όρασης που συνδέεται με τη ραγοειδίτιδα, μπορεί να επηρεάσει πολλές πτυχές της ζωής των ασθενών, μεταξύ αυτών τις καθημερινές τους δραστηριότητες, την κοινωνική τους ζωή, την ικανότητά τους να εργαστούν ή να οδηγήσουν.

“Οι ραγοειδίτιδες εκδηλώνονται ως ένα χρόνιο νόσημα που μπορεί να παρουσιάζει περιόδους σταθερότητας και εξάρσεις και έχει σημαντική επίπτωση στην όραση των ασθενών, καθώς προκαλεί σοβαρή μείωση όρασης στο 35% των ασθενών και στο 10% τύφλωση, ενώ οι επιπλοκές της, όπως το γλαύκωμα και ο καταρράκτης, είναι πιο συχνές με τη διάρκεια της νόσου” εξηγεί ο Νικόλαος Μαρκομιχελάκης, Οφθαλμίατρος, Επιστημονικός Υπεύθυνος Ινστιτούτου Οφθαλμικής Φλεγμονής και Παθολογίας Οφθαλμού.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες έχει μειωθεί το ποσοστό των ασθενών που τυφλώνονται εξ αιτίας της ραγοειδίτιδας, τόσο λόγω της καλύτερης συνεργασίας μεταξύ των ιατρών όσο και της χρήσης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.

Οι εξελίξεις στη θεραπεία

Η κορτιζόνη συνιστά προς το παρόν τη βασική θεραπεία, στις μη λοιμώδεις μορφές της νόσου. Ωστόσο, η αγωγή αυτή μπορεί να μην είναι αποτελεσματική σε όλους τους ασθενείς ή και να προκαλέσει σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως γλαύκωμα, καταρράκτη και οστεοπόρωση.

Πρόσφατα όμως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε την έγκριση νέας ένδειξης του βιολογικού παράγοντα adalimumab της βιοφαρμακευτικής εταιρείας AbbVie για τη θεραπεία ορισμένων μορφών μη λοιμώδους ραγοειδίτιδας. Το adalimumab στοχεύει και βοηθά στη δέσμευση του παράγοντα TNF-α, μιας συγκεκριμένης αιτίας  φλεγμονής, που μπορεί να παίζει ρόλο στη ραγοειδίτιδα.

Γιατί είναι σημαντική αυτή η εξέλιξη; Διότι εφεξής γίνεται ένα νέο βήμα προόδου στη διαχείριση της νόσου, καθώς το adalimumab είναι πλέον η πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη βιολογική θεραπεία για τη μη λοιμώδη ενδιάμεση ραγοειδίτιδα, οπίσθια ραγοειδίτιδα και πανραγοειδίτιδα σε ενήλικες ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση στην κορτιζόνη, σε ασθενείς για τους οποίους απαιτείται σταδιακή μείωσή της, καθώς και σε ασθενείς που αντενδείκνυται η θεραπεία με κορτιζόνη.

“Δυο μελέτες που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα έδειξαν ότι οι ασθενείς που έλαβαν ανταλιμουμάμπη είχαν μείωση του κινδύνου αποτυχίας της θεραπείας, είτε βρίσκονταν σε έξαρση λόγω μη ανταπόκρισης στα κορτικοστεροειδή είτε ήταν σε ύφεση και έπρεπε να διακόψουν σταδιακά τα κορτικοστεροειδή. Επίσης, και οι δύο μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς αυτοί είχαν περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσουν την οπτική οξύτητα κατά την διάρκεια της παρακολούθησής τους” υπογραμμίζει η Σοφία Ανδρούδη  Επίκουρος Καθηγήτρια Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας & Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Οφθαλμικών Φλεγμονών & Λοιμώξεων (ΕΕΜΟΦΛ).

Το adalimumab της AbbVie, σημειώνεται, έχει 18 χρόνια κλινικής εμπειρίας, χορηγείται αυτή τη στιγμή για τη θεραπεία 13 διαφορετικών νοσημάτων σε περισσότερους από 1.000.000 ασθενείς διεθνώς. 

Facebook Comments