Το όνομα που δεν λέμε
Ένα ζήτημα που απασχολεί πρωτίστως τους Βορειοελλαδίτες και που εκκρεμεί όπως αρκετά εθνικά θέματα εδώ και δεκαετίες
Ένα ζήτημα που απασχολεί πρωτίστως τους Βορειοελλαδίτες και που εκκρεμεί όπως αρκετά εθνικά θέματα εδώ και δεκαετίες
Η χρόνια κόπωση του λαού, οι δεξιότητες των επικοινωνιολόγων του Μαξίμου και η υποστήριξη των δανειστών της χώρας, αποτελούν προς ώρας τους τρεις κεντρικούς πυλώνες στήριξης της κυβέρνησης. Μιας συγκυβέρνησης δυο μικροκομμάτων που επαξίως εκπροσωπούν την κρατικοδίαιτη ψευδοαριστερά και την εξίσου κρατικοδίαιτη λαϊκή ακροδεξιά.
Οι ισχυρές πιέσεις που δέχεται η χώρα μας εδώ και μήνες από Ευρωπαϊκή Ένωση, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ΝΑΤΟ αλλά και από τους δανειστές αναφορικά με την ονομασία και όλα τα συμπαρομαρτούντα του γειτονικού μας κρατιδίου, αναγκάζουν τη συγκυβέρνηση να αντιμετωπίσει για πρώτη φορά στην ένδοξη πορεία της, ένα καθαρά εθνικό θέμα.
Ένα ζήτημα που απασχολεί πρωτίστως τους Βορειοελλαδίτες και που εκκρεμεί όπως αρκετά εθνικά θέματα εδώ και δεκαετίες. Και εκκρεμεί, όχι μόνο γιατί η χώρα μας είναι ανίσχυρη και διαρκώς υπό τη δαμόκλειο σπάθη της πτώχευσης αλλά κυρίως γιατί τα εθνικά ζητήματα αποτελούν πρόσφορο πεδίο κομματικής εκμετάλλευσης δηλαδή πόλωσης και διχασμού διαχρονικά, από συστάσεως του Ελληνικού κράτους.
Παρακολουθώντας το δημόσιο διάλογο αναφορικά με το ζήτημα της ονομασίας της Γείτονος, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι η ελληνική πλευρά βρίσκεται χρονικά κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αγνοώντας εν πολλοίς το τι έχει μεσολαβήσει. Το ελληνικό όνομα των Σκοπίων όχι μόνο έχει αναγνωριστεί επίσημα από δεκάδες χώρες παγκοσμίως αλλά το κυριότερο, έχει παγιωθεί στη συλλογική συνείδηση των λαών τους. Πλέον είναι μάταιο να αναμένουμε θετικά αποτελέσματα και τη μη χρήση του ελληνικού ορού στην ονομασία των Σκοπίων. Εκ των πραγμάτων, η ελληνική πλευρά ουσιαστικά παραχώρησε το όνομα στους γείτονες εδώ και χρόνια, ως αποτέλεσμα τραγικών λαθών και παραλείψεων από σειρά κυβερνήσεων και πρωθυπουργών. Πέραν τούτου, η δημόσια συζήτηση που αναπτύσσεται στις μέρες μας αναφορικά με το ζήτημα, αποτελεί μόνο πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων και διαξιφισμών προς άγραν ψήφων από διεθνιστές, ουμανιστές και υπερπατριώτες.
Τώρα, η συγκυβέρνηση προετοιμάζεται για ακόμη μια υπερήφανη διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει μετά από μερικά δραματικά επεισόδια σε έναν «έντιμο συμβιβασμό» δηλαδή σε μια ταπεινωτική ήττα για τον Ελληνισμό.
Θα είναι εθνικά χρήσιμο, να συνειδητοποιήσουμε εγκαίρως ότι δεν μπορούμε να απολάβουμε ως χώρα απολύτως κανένα θετικό αποτέλεσμα όταν δεν θέτουμε στόχους και δεν υλοποιούμε ρεαλιστικούς σχεδιασμούς μακριά από κομματικές εκμεταλλεύσεις και επιδιώξεις αλλά υπό το βάρος της εθνικής συνεννόησης και της ιστορικής ευθύνης.
Facebook Comments