Δεν φτάνει η Moody΄s για την «καθαρή έξοδο»
Πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την αναβάθμιση-έκπληξη από τη Moody’s, που ήρθε ένα μήνα νωρίτερα από το προγραμματισμένο
Πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την αναβάθμιση-έκπληξη από τη Moody’s, που ήρθε ένα μήνα νωρίτερα από το προγραμματισμένο
Πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την αναβάθμιση-έκπληξη από τη Moody’s, που ήρθε ένα μήνα νωρίτερα από το προγραμματισμένο. Ανοίγει, λέει το υπουργείο Οικονομικών το δρόμο για την «καθαρή έξοδο» της χώρας από τα Μνημόνια. Ήταν όμως «έκπληξη» η αναβάθμιση;
Φυσικά και όχι, καθώς η Moody’s ήταν ο τρίτος στη σειρά οίκος αξιολόγησης, που, με βάση τις προγραμματισμένες ανακοινώσεις αξιολογήσεων του αξιόχρεου της Ελλάδας, αναμενόταν να προχωρήσει σε αναβάθμιση στα τέλη Μαρτίου. Η απόφαση επισπεύσθηκε κατά μερικές εβδομάδες, ωστόσο, για να φθάσουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα να αξιολογούνται σε «επενδυτική βαθμίδα» απαιτούνται άλλες τέσσερις αναβαθμίσεις και από τους τρεις οίκους αξιολόγησης. Με βάση το προγραμματισμένο πλάνο ανακοινώσεων, οι επόμενες αξιολογήσεις (και πιθανώς αναβαθμίσεις) αναμένονται:
-Στις 20 Ιουλίου 2018 από την Standard & Poor’s.
-Στις 10 Αυγούστου 2018 από την Fitch.
-Στις 23 Σεπτεμβρίου 2018 από την Moody’s.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι έως το τέλος του προγράμματος, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου που θα δώσει την ευκαιρία για έκτακτες αναβαθμίσεις των ελληνικών ομολόγων, δεν αναμένεται κάποια νέα κίνηση από τους οίκους αξιολόγησης. Αλλά και πάλι η Ελλάδα δεν θα αξιολογείται στην επενδυτική βαθμίδα.
Το παράδειγμα της Πορτογαλίας είναι νωπό. Η χώρα βγήκε από το Μνημόνιο τον Σεπτέμβριο του 2014 και αξιολογήθηκε στην επενδυτική βαθμίδα τρία ολόκληρα χρόνια μετά.
Η Ελλάδα, λοιπόν, που κανέναν δεν έχει πείσει ότι έχει την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων και δεν έχει ακόμη καταφέρει να συγκεντρώσει ένα επαρκές «μαξιλάρι ασφαλείας» σε ρευστότητα, αλλά στηρίζεται στα χρήματα που θα λάβει από τα «υπόλοιπα» του δανείου του ESM, δεν έχει καμία εγγύηση ότι μπορεί να αφεθεί μόνη της στι δίνη των αγορών.
Το πρόσφατο παράδειγμα με τις τιμές των ομολόγων και την εκτίναξη του spread, αμέσως μόλις ξέσπασε η πολιτική κρίση της Novartis είναι απολύτως ενδεικτικό.
Οι επενδυτές γνωρίζουν ότι η κυβέρνηση αδυνατεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στην εφαρμογή του προγράμματος, παρά το γεγονός ότι ψηφίζει τα πάντα προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία. Ωστόσο, γνωρίζουν επίσης ότι ψηφίζει, αλλά δεν εφαρμόζει, παρά μόνο υπό τη δαμόκλειο σπάθη των θεσμών και την απειλή ότι δεν θα λάβει την επόμενη δόση. Το έργο το έχουν δει τρία χρόνια τώρα. Και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως καμία πρόθεση δεν υπάρχει να αφεθεί η Ελλάδα χωρίς εποπτεία και να ξαναγυρίσει στις αμαρτίες του παρελθόντος. Άλλωστε, τέσσερις μήνες μετά την υποτιθέμενη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και τα προαπαιτούμενα ακόμη δεν έχουν κλείσει, με αποτέλεσμα να μην εκταμιεύεται η δόση. Οι δανειστές γνωρίζουν ότι το ίδιο έργο θα το δουν ξανά και στην τέταρτη και τελική υπερ-αξιολόγηση, όπου θεωρείται βέβαιο πως το ΔΝΤ θα ζητήσει την ψήφιση της επίσπευσης κατά ένα έτος (1/1/2019) της μείωσης του αφορολόγητου, ταυτόχρονα με την κατά 18% μείωση στις συντάξεις.
Άλλωστε, αμέσως μετά τη Moody’s ήρθε η Citi να προσγειώσει και πάλι τους κυβερνώντες. Όπως προέβλεψε, η ανάπτυξη για το 2017 δεν θα κινηθεί πάνω από το 1,2% και θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα και το 2018. Αναιμική ανάπτυξη, δηλαδή, τη χρονιά που υποτίθεται πως η χώρα θα έπρεπε να εκτιναχθεί, με βάση τη θεωρία του ελατηρίου, που υποστηρίζουν οι κυβερνώντες.
Το πλάνο είναι σαφές: Τα ελληνικά ομόλογα θα εξακολουθήσουν να παραμένουν στην κατηγορία σκουπίδια, η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να χορηγήσει φθηνή ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες λαμβάνοντάς τα ως εχέγγυα, εάν η χώρα δεν βρίσκεται υπό την ομπρέλα κάποιου προγράμματος. Με τον τρόπο αυτό η οικονομία θα παραμένει εγκλωβισμένη σε μια κρίση ρευστότητας με πανάκριβο χρήμα. Οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να επιτρέψουν την αναζωπύρωση μίας ακόμη ελληνικής κρίσης. Για το λόγο αυτό και ετοιμάζουν ένα «υβριδικό» πρόγραμμα εποπτείας, που θα συνδεθεί και με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και θα «τρέξει» για αρκετά ακόμη χρόνια, τουλάχιστον έως το 2022, περίοδο που σύμφωνα με το Μνημόνιο η Ελλάδα οφείλει να παρουσιάζει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ετησίως.
Η επιμονή της κυβέρνησης να αρνείται το ενδεχόμενο που οι δανειστές θεωρούν μονόδρομο, έχει δύο ερμηνείες.
Είτε ακολουθεί τη γνωστή τακτική της «σκληρής» διαπραγμάτευσης, μέχρι να «αναγκασθεί» να υποχωρήσει, είτε «χτίζει» το εκλογικό της αφήγημα στη βάση των «κακών» δανειστών, που θέλουν να έχουν τη χώρα σε ζυγό καλώντας τους πολίτες να «της δώσουν τη δύναμη να τους απαλλάξει από τα Μνημόνια».
Ας μην υποτιμούμε τη δεύτερη επιλογή. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως μπροστά στην πολιτική τους επιβίωση δεν διστάζουν να παίξουν στα ζάρια το μέλλον της χώρας και να την αφήσουν έρμαιο των αγορών, χωρίς καμία διασφάλιση. Το έχουν ξανακάνει…
Facebook Comments