Α.

Σύμφωνα με όλους τους διεθνείς και εγχώριους αναλυτές οι χρηματοπιστωτικές και επενδυτικές αγορές (παρότι διασυνδέονται σαφώς μεταξύ τους και οι πρώτες επιβάλλουν, in ultima istanza, την κυριαρχία τους) και στις περισσότερο μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, (ας τις ορίσουμε ως αυτές που in senso lato, συμμετέχουν ή αυξάνουν το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας)  θα πρέπει να διατηρήσουμε τον παραπάνω διαχωρισμό) εκτιμούν ότι στην Ελλάδα υπάρχει ο λεγόμενος πολιτικός κίνδυνος που προέρχεται από την διαπιστούμενη αστάθεια του πολιτικού συστήματος της χώρας.

Η συγκεκριμένη αστάθεια πηγάζει συγκεκριμένα από το ότι το υφιστάμενο κυβερνητικό σχήμα έχει υπερκεραστεί δημοσκοπικά από το κόμμα της αντιπολίτευσης γεγονός που σηματοδοτεί νίκη του τελευταίου στις επόμενες εκλογές όποτε αυτές πραγματοποιηθούν. Επομένως το παρόν κυβερνητικό σχήμα δεν μπορεί, πραγματολογικά, να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα.

Μάλιστα λόγω της επερχόμενης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πιθανό οι εκλογές να πραγματοποιηθούν εντός των προσεχών μηνών. Επειδή οι αγορές προεξοφλούν, με βάση τις σχηματιζόμενες  προσδοκίες, τις κοντινές μελλοντικές εξελίξεις, θεωρούν ότι ο πολιτικός κίνδυνος επιβαρύνει, τα μέγιστα, με αρνητικό πρόσημο τις συγκεκριμένες  προσδοκίες.

Προσοχή το πρόβλημα που δημιουργεί τον πολιτικό κίνδυνο δεν προέρχεται, γενικά και αόριστα, λόγω των επομένων εκλογών στην χώρα, και τις πιθανότητας να υπάρξει πολιτική αστάθεια ( αδυναμία διαμόρφωσης ισχυρής κυβερνητικής πλειοψηφίας και συνεπώς ισχυρής κυβέρνησης ) αλλά λόγω της υψηλής πιθανότητας (δημοσκοπικά εδραζόμενης)  να κερδίσει τις εκλογές ένα κόμμα  με ισχυρή πλειοψηφία, του οποίου, όμως, το οικονομικό πρόγραμμα έρχεται σε αντίθεση με τα προτάγματα των αγορών.

Με απλά λόγια ο πολιτικός κίνδυνος, στην περίπτωση της Ελλάδος,  δεν προέρχεται από την πιθανότητα έλευσης  μιας ανίσχυρης κυβερνητικής πλειοψηφίας και άρα ύπαρξης πολιτικής αστάθειας, αλλά σχεδόν από το αντίθετο.

Δηλαδή ο πολιτικός κίνδυνος, για τις διεθνείς αγορές (χρηματοπιστωτικές και επενδυτικές) προσδιορίζεται με ακριβή κριτήρια που έχουν σαφές οικονομικό περιεχόμενο ,  προερχόμενο  τη σειρά του από την κυρίαρχη θεωρητική οπτική που επιβάλλεται ως εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική στην παρούσα φάση λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας.

Είναι γνωστό, ας ελπίσουμε σε όλους (παρότι διατηρώ έντονες αμφιβολίες) ότι το επικυρίαρχο θεωρητικό υπόδειγμα αποτελεί «επιλογή» του κυρίαρχου διεθνούς συνασπισμού δυνάμεων (υπό την καθοδήγηση της κυρίαρχης ηγεμονικής δύναμης) με βάση υποκειμενικών και αντικειμενικών καταστάσεων που εξυπηρετούν τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους. Με την έννοια αυτή υπάρχει μια «οικονομική πραγματικότητα» που καθορίζεται και λειτουργεί μακριά από τις θελήσεις όλων των υπολοίπων χωρών του πλανήτη , οι οποίες καλούνται απλά να προσαρμοσθούν σε αυτή. Πριν περάσουμε  να εξετάσουμε τι σημαίνει αυτό για την πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη ας αναφερθούμε συνοπτικά σε αυτή την «πραγματικότητα» και από πού αντλεί την τεράστια δύναμή του. 

Β.

Η δύναμη του χρηματοπιστωτικού συστήματος προέρχεται από τη θέση του ως βασικής συνιστώσας στη διαδικασία αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας του Πλανητικού συστήματος όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στην σημερινή εποχή. Δηλαδή αποτελεί τον βασικό πυλώνα πάνω στον οποίο στηρίζεται η αναπαραγωγή της εξουσίας του συστήματος της Δύσης και προεξάρχοντος των ΗΠΑ οι οποίες αποτελούν τον αναμφισβήτητο ηγέτη του συγκεκριμένου συστήματος.  

Η εξάπλωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος προς Ανατολάς προκάλεσε μια σημαντική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες αυτές (βιομηχανική παραγωγή με όρους σύγχρονης  ψηφιακής εποχής και συγχρόνως πολλαπλά στοιχεία που θυμίζουν έντονα την εποχή της πρωταρχικής συσσώρευσης στην Αγγλία τον 18ο αιώνα).

Στον χώρο των δυτικών κρατών αναπτύχθηκαν δραστηριότητες υψηλής τεχνολογίας ,δραστηριότητες ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας , αεροναυπηγική, και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Οι τελευταίες  διαπερνούν ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα , το καθιστούν δέσμιο δημιουργώντας δεσμούς αλληλεξάρτησης και δίκτυα άυλα όμως πολύ ανθεκτικά και τα οποία  δύσκολα μπορούν να υποκατασταθούν  λόγω της ύπαρξης συγκεκριμένων διεθνών θεσμών , πολυμερών οργανισμών  οι οποίοι ελέγχονται από τη Δύση και έχουν τη βάση τους στη Δύση.

Αποτελούν  την αιχμή του δόρατος της κυριαρχίας της Δύσης. Παράλληλα αποτελούν το αντίπαλο δέος των ανερχόμενων βιομηχανικά ανατολικών χωρών και στη σημερινή φάση συμβάλλουν αποφασιστικά στην καθημερινή ροή των κεφαλαίων προς τους χρηματοπιστωτικούς πόλους της δύσης  τροφοδοτώντας την με τα απαραίτητα κεφάλαια για τη συνέχιση της αναπαραγωγής της.

Η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα καθοδηγείται από μια ομάδα  χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (περίπου δέκα κορυφαίες διεθνείς τράπεζες και ακόμα είκοσι με τριάντα μικρότερης εμβέλειας), ένα δίκτυο θεσμικών επενδυτών ( συνταξιοδοτικά , αμοιβαία, αντιστάθμισης , ιδιωτικά κεφάλαια) διοικούμενο από θυγατρικές ή συνεργαζόμενες εταιρίες αυτών των τραπεζών, ασφαλιστικές εταιρίες και ομίλους που επίσης συνδέονται κατά μεγάλο μέρος με τις κυρίαρχες τράπεζες και βεβαίως τους οίκους αξιολόγησης.. 

Η ομάδα αυτή προΐσταται των πενήντα ή εκατό μεγαλύτερων ομίλων βιομηχανικών , αγροτικών, εμπορικών και μεταφορικών υπηρεσιών. Ένας σχετικά μικρός αριθμός ατόμων και εταιρειών ελέγχει τεράστιες δεξαμενές κεφαλαίου και δεν βρίσκει άλλο τρόπο να βγάζει χρήματα στην απαιτούμενη κλίμακα παρά μόνο μέσα από το πιστωτικό σύστημα και την κερδοσκοπία.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι τεράστιες δεξαμενές κεφαλαίου δημιουργούνται πρωτίστως με τη συμβολή εκατομμυρίων μικρών αποταμιευτών από ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι τα κεφάλαια όλων αυτών των ανθρώπων που λόγω της φύσης του συστήματος σπρώχνονται σε αυτές τις δεξαμενές τις οποίες διαχειρίζονται in ultima istanza, πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων και εταιρειών , με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση και την υψηλότερη απόδοσή τους .

Ως επενδυτές ο τεράστιος αυτός αριθμός μικρών αποταμιευτών  επιδιώκει υψηλότερη απόδοση των χρημάτων του το οποίο μπορεί να συμβεί (;) μόνο αν ισχύουν οι κανόνες των χρηματοπιστωτικών αγορών: διάλυση των εργασιακών σχέσεων, μείωση των μισθών, μείωση των συντάξεων , διάλυση του κοινωνικού κράτους κτλ. Δηλαδή οι ίδιοι οι μικροί αποταμιευτές «συμβάλλουν» στο πριόνισμα του κλαδιού στο οποίο κάθονται. Βλέπουμε λοιπόν ότι  δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος από τον οποίο ζημιωμένοι εξέρχονται πάντοτε οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι κτλ και πάντοτε κερδισμένοι εξέρχονται οι διαχειριστές και οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Το ολιγοπώλιο της «χρηματιστηριοποίησης του συστήματος» κυβερνάται από τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί για τις ανταγωνιστικές και ολιγοπωλιακές τακτικές. Πάντοτε υπάρχουν κανόνες που δημιουργούνται και συμφωνούνται μεταξύ τους .

Όλες οι  συναλλαγές over the counter , για σειρά χρηματοπιστωτικών προϊόντων από το συνάλλαγμα μέχρι τα παράγωγα διέπεται από κανόνες που έχουν δημιουργήσει οι συμμετέχοντες και ελέγχονται από τους ίδιους. Η ιστορία έχει δείξει ότι παρά τις υπάρχουσες συμφωνίες υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της λυκοφιλίας.

Η «κουλτούρα» του χρηματοπιστωτικού κλάδου ,  είναι αυτή της δημιουργίας υψηλών προσόδων. Η «κουλτούρα» αυτή αποτελεί υποχρέωση στο χώρο των επενδυτικών τραπεζών και του χρηματιστηρίου. Υπάρχει μια έντονη ευαισθησία για το ίδιον ατομικό συμφέρον αλλά συγχρόνως υπάρχει μια μεγαλύτερη ευαισθησία ενάντια στο ατομικό συμφέρον του άλλου. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ομοιάζει με ένα συνεχώς διευρυνόμενο δίκτυο αράχνης που σκεπάζει όλο τον πλανήτη. Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που δημιούργησε τα τελευταία 30 έτη και παρά τα φληναφήματα περί «ρυθμίσεων ελέγχου και εποπτείας» συνεχίζει ακάθεκτο την καταστροφική του πορεία.

Γ.

Σύμφωνα με τα παραπάνω η πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη δεν έχουν  τις δυνατότητες  να επιδράσουν σε αυτή. Πρέπει μόνο να προσαρμόζονται. Βεβαίως υπάρχει διαβάθμιση στην προσαρμογή . Όμως το να αγνοείται η «οικονομική πραγματικότητα», ειδικά από μικρές χώρες όπως η Ελλάδα , αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα αφού ο οποιοσδήποτε, έστω και ο απειροελάχιστος,  μετασχηματισμός της δεν εξαρτάται από το θεσμικό – πολιτικό υποκείμενο που την αγνοεί.

Οι όποιες μικρές ή μεγαλύτερες μεταβολές προκαλούνται από τις δημιουργούμενες αντιξοότητες και αντιθέσεις στην λειτουργία της που απολήγουν σε μικρές ή μεγαλύτερες κρίσεις (οικονομικές – πιστωτικές) και συνεπώς στις απαραίτητες προσαρμογές  ή από γενικότερες γεωπολιτικές μεταβολές στην κατανομή της ισχύος σε πλανητικό επίπεδο που ούσες μακροπρόθεσμης διεργασίας καταλήγουν σε κάποιο ιστορικό σημείο σε αλλαγή του κυρίαρχου συνασπισμού και της ηγεμονεύουσας δύναμης σε αυτόν. Θα ήθελα να σημειώσω ότι τα παραπάνω μειώνουν αισθητά τους βαθμούς ελευθερίας άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι αυτό συμβαίνει μόνο στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Τα τελευταία 100 χρόνια , ίσως και περισσότερο, πάντοτε το υπήρχε κάποιο διεθνές καθεστώς που καθόριζε τους βαθμούς ελευθερίας άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Αν για παράδειγμα πάμε στην εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , οι περισσότεροι βαθμοί ελευθερίας άσκησης της οικονομικής πολιτικής, επιτρέπονταν από το υφιστάμενο καθεστώς : η Ελλάδα μπορούσε να ασκήσει νομισματική ή συναλλαγματική πολιτική αλλά και όλες οι υπόλοιπες χώρες μπορούσαν να το πράξουν γεγονός που δημιουργούσε άλλου είδους περιορισμούς. Διαφορετικούς από τους παρόντες αλλά δημιουργούσε.

Για να επανέλθουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, ο πολιτικός κίνδυνος δεν θα εξαλειφθεί στην Ελλάδα όσο οι αγορές εκτιμούν ότι η κατεύθυνση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής από μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται σε αποκλίνουσα κατεύθυνση από τη επιδιωκόμενη από τις ίδιες. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Το πόσο θα διατηρηθεί αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης  δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα. Θα εξαρτηθεί σε ποιο σημείο θα υπάρξει η απαιτούμενη «συνεννόηση» και επομένως η άρση (μερική ή ολική) της έλλειψης εμπιστοσύνης.  

Η ενσωμάτωση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, ως κόστος , πρέπει να ληφθεί υπόψη σε οποιοδήποτε πρόγραμμα έχει στο μυαλό του να εφαρμόσει  ως κυβέρνηση. Η πολιτική απάντηση σε ένα οικονομικό πρόβλημα τέτοιου είδους, όχι μόνο δεν είναι αρκετή αλλά πιθανά να δημιουργήσει ελπίδες και καταστάσεις οι οποίες απλά δεν θα μπορούν να υλοποιηθούν, με επακόλουθο δυσμενή αποτελέσματα.

Υπάρχει άραγε τρόπος αντίδρασης σε αυτή τη θηλιά που σφίγγει συνεχώς το λαιμό των χωρών και των λαών;  Το γκρέμισμα αυτού του οικοδομήματος θα ήταν  η ιδανική λύση. Επομένως η συνεχής, με έγκυρο τρόπο, απαξίωση και απονομιμοποίηση του αποτελεί βασικό στόχο. 

Παράλληλα, σε επίπεδο εθνικής οικονομικής πολιτικής , θα πρέπει να ακολουθείται η ενδεδειγμένη προσαρμογή στην υπάρχουσα «πραγματικότητα» με στόχο όχι την περαιτέρω διεύρυνση των σχέσεων με τις χρηματοπιστωτικές αγορές , όπως επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση και μάλιστα μέσω βραχυπρόθεσμων κεφαλαιακών εισροών , αλλά στη βάση της μικρότερης δυνατής εξάρτησης από αυτές. Αυτό σημαίνει  κατ’ αρχάς αποκατάσταση των δημοσιονομικών ισοζυγίων της χώρας  (ελλείμματα και χρέος).

Μείωση συνεπώς των αναγκών  στις πραγματικές δυνατότητες της χώρας να τις εξυπηρετεί και προσπάθεια ανάπτυξης της ενδογενούς παραγωγής με συμμετοχή μακροπρόθεσμων ξένων επενδύσεων  ως φορέων υψηλής τεχνολογίας όπου απαιτείται. Σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος εντοπίζεται στην άνευ όρων συμμετοχή στο παίγνιον του χρηματοπιστωτικού τομέα, δηλαδή στην απρόσκοπτη εισροή κεφαλαίων κάθε είδους , και όχι στην επιμελημένη και επιλεκτική εισροή κεφαλαίων που δύνανται να συμβάλλουν στην ενδογενή ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας.  

Facebook Comments