Διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας: Follow the Money
Οι στενές επαφές κράτους και εκκλησίας είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της χώρας μας που μας διαχωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη
Οι στενές επαφές κράτους και εκκλησίας είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της χώρας μας που μας διαχωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη
Οι στενές επαφές κράτους και εκκλησίας είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της χώρας μας που μας διαχωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη, της οποίας μέρος θέλουμε να (ή νομίζουμε ότι) είμαστε. Σε κάθε περίπτωση ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όταν όμως λέμε διαχωρισμό εννοούμε ουσιαστικό διαχωρισμό. Δηλαδή να μην πληρώνει το κράτος τους μισθούς των κληρικών. Και όσο κι αν θέλει κάποιος να το υποβαθμίσει, το θέμα του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας εξαντλείται ακριβώς σε αυτό. Όλα τα άλλα που αναγράφονται στο Σύνταγμα είναι δευτερεύοντα και αλλάζουν εύκολα.
Το δύσκολο θέμα είναι τα λεφτά και η σχέση κράτους και εκκλησίας όπως αυτή διαμορφώθηκε με τη «ρομαντική» συμφωνία του 1952. Και το «ρομαντική» το λέω μάλλον ευγενώς, αν και είναι σίγουρο ότι και οι δύο πλευρές όταν έβαζαν την υπογραφή τους θεωρούσαν ότι έριξαν τον άλλο. Η Εκκλησία έδωσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας της στο κράτος, στο οποίο συγκαταλέγονταν κάποια καλά ακίνητα, κάποια τα οποία ποτέ δεν θα απέδιδαν τίποτα και κάποια τα οποία βρίσκονται μέχρι και σήμερα σε μία γκρίζα κατάσταση διεκδίκησης και πήρε σε αντάλλαγμα την επ’ αόριστον καταβολή των μισθών των κληρικών της και των λαϊκών υπαλλήλων της.
Και εδώ έρχεται αυτό που είπα πριν περί «ρομαντικής» αντιμετώπισης του θέματος το οποίο εγείρει μία ερώτηση: Πως είναι δυνατόν ως κράτος να αποφασίσεις ότι θα πληρώνεις κάτι επ’ αόριστον όταν αυτό -θεωρητικά- το αντισταθμίζεις λαμβάνοντας κάποιο συγκεκριμένο αντάλλαγμα; Αφαιρώντας την προφανή πολιτική πρόθεση των τότε κυβερνώντων που ήταν να τα έχουν καλά με την εκκλησία, το τότε σκεπτικό φαίνεται απαράδεκτο σήμερα: «Η περιουσία της εκκλησίας είναι αμύθητη. Άρα θα πληρώνουμε τους κληρικούς για πάντα και πάλι θα είμαστε κερδισμένοι».
Φανταστείτε τί θα γινόταν σήμερα αν κάποιος κυβερνών έκλεινε μία συμφωνία όπου κανένα από τα δύο μεγέθη που συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν δεν ορίζεται επ’ ακριβώς: ούτε η αξία της περιουσίας που μεταβιβάστηκε στο κράτος, ούτε η συνολική αξία των αποδοχών των κληρικών. Προφανώς θα πήγαινε για απιστία και παράβαση καθήκοντος.
Σήμερα όμως ένα από τα δύο μεγέθη της συμφωνίας το γνωρίζουμε. Το κόστος των μισθών των κληρικών είναι 198 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Το ποσό δεν είναι ευκαταφρόνητο μεν, δεν είναι όμως και τόσο μεγάλο για να σώσει την οικονομία μας δε αν σταματήσει ο προϋπολογισμός να το καταβάλει. Άρα το θέμα είναι βαθύτερο και εγείρει μία απλή ερώτηση: Μέχρι πότε θα πληρώνουμε για κάτι του οποίου την αξία δεν γνωρίζουμε; Στο τέλος τέλος θα μπορούσε το Υπ. Οικονομικών να υπολογίσει την αξία της περιουσία που έλαβε, να υπολογίσει τί έχει πληρώσει κάθε χρόνο από τότε μέχρι σήμερα και να ανακοινώσει για πόσα χρόνια θα πληρώνει ακόμη τους κληρικούς. Αυτό θα ήταν μία ξεκάθαρη λύση, όμως προφανώς κανείς δεν τη θέλει.
Οπότε μένει μόνο μία λογική κίνηση: Το κράτος σταματά να πληρώνει αυτή την άνευ ορατού τέλους υποχρέωση και αφήνει την εκκλησία μόνη της να καταβάλει τα χρήματα των κληρικών της. Προφανώς θα πρέπει να υπάρξει μία περίοδος προσαρμογής (ας πούμε πέντε ετών) και μετά η εκκλησία θα πρέπει να γίνει ένας εξαιρετικός διαχειριστής της τεράστιας Α.Ε. που έχει δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Είναι επίσης προφανές ότι το σχέδιο Τσίπρα – Ιερώνυμου που ήδη απέρριψαν οι ιεράρχες, δεν λύνει ουσιωδώς το πρόβλημα, καθώς το κράτος συνεχίζει να επιδοτεί την εκκλησία. Και εννοείται ότι αν κοιτάξουμε το θέμα στενά οικονομικά, η διαγραφή των κληρικών από τα μισθολογικά μητρώα δεν ανοίγει τον δρόμο για πρόσληψη 10.000 δημοσίων υπαλλήλων στη θέση τους. Κι αυτό διότι θα πρέπει να μας πει η κυβέρνηση που θα βρει τα 198 εκατομμύρια για να τους πληρώσει. Θα μας φορολογήσει εκ νέου; Θα τα κόψει από κάποια άλλη παροχή; Από την Υγεία, από την Παιδεία; Από πού; Η σκέψη ότι τα χρήματα θα βρεθούν από την κοινή εταιρία κράτους – εκκλησίας που θα εκμεταλλεύεται την εκκλησιαστική περιουσία δεν πείθει κανένα. Μία τέτοια εταιρία θα αργήσει πολύ να είναι αποδοτική και άλλωστε αν γίνει ποτέ αποδοτική αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να κατευθυνθούν στο εκκλησιαστικό έργο και όχι να πληρώσουν 10.000 προσλήψεις στο δημόσιο.
Για το τέλος θα αναφερθώ και σε ένα ακόμη ζήτημα -λίγο πιο θεωρητικό- το οποίο εγείρει ο διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας, το οποίο δυστυχώς ενοχλεί. Αφορά την αλλαγή που θα επιφέρει στον τρόπο λειτουργίας των κληρικών μία τόσο σημαντική μεταβολή στον τρόπο πληρωμής τους και στην αναζήτησης πόρων της εκκλησίας γενικότερα. Δεν αποκλείεται δηλαδή οι ιεράρχες να καταλήξουν να αναζητούν σε κάθε έκφανση της ποιμαντικής τους δράσης έσοδα για την εκκλησία τους ή την ίδια τους την τσέπη. Και αυτομάτως μπορεί κανείς να τους φανταστεί να μετατρέπονται σε Αμερικάνους τηλεπάστορες Ευαγγελιστές που ζητούν από τους αδαείς ανθρώπους να ακουμπήσουν τα χέρια τους στην οθόνη της τηλεόρασης για να λάβουν φώτιση, χωρίς όμως να ξεχάσουν αμέσως μετά να στείλουν χρήματα μέσω της κάρτας τους ή του ταχυδρομείου. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο είναι δυσάρεστο, αυτό όμως -δυστυχώς ή ευτυχώς- δεν είναι πρόβλημα του κράτους. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα αποκτήσει η εκκλησία όταν διαχωριστεί πραγματικά από το κράτος και θα πρέπει η ίδια να το αντιμετωπίσει. Τώρα πότε θα γίνει αυτό είναι μία άλλη ερώτηση και για την ώρα τουλάχιστον δεν φαίνεται μία πιθανή ημερομηνία πραγματικής αλλαγής του σημερινού στάτους.
Facebook Comments