«Θα κάνουμε μια ΕΔΕ» ανακοίνωσε ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη μετά τον ξυλοδαρμό άοπλου πολίτη από αστυνομικό στη Ν. Σμύρνη. «Σε διαθεσιμότητα τέθηκε ο αστυνομικός μετά από ΕΔΕ» ανακοινώθηκε λίγα 24ωρα, μετά, από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Αυτές οι εκφράσεις-κλισέ ακούγονται, κάθε φορά, από πολιτικούς προϊσταμένους δημοσίων υπαλλήλων όταν διαπιστώνεται/αποκαλύπτεται ένα παράπτωμά τους.

Η ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) φαίνεται να είναι μια έννοια πασπαρτού. Επίσης,  μπορεί να διαστέλλεται στο χρόνο, αφού μπορεί να κρατήσει  από ένα 24ωρο μέχρι μήνες ολόκληρους. Η ΕΔΕ φαίνεται να προσφέρεται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για κάθε είδους παράβαση για οιονδήποτε, ανεξάρτητα από την θέση του στην διοικητική ιεραρχία. Η ΕΔΕ δεν είναι, όμως, από την φύση της ένα εργαλείο τιμώρησης. Ούτε συνιστά ένα εργαλείο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Η ΕΔΕ δεν είναι, επίσης, μια πειθαρχική δίωξη. Είναι μια διοικητική διαδικασία που στόχο έχει την συλλογή στοιχείων για να διακριβωθεί εάν έχει τελεστεί κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα.

Πειθαρχικά παραπτώματα συνιστούν 26 διαφορετικά αδικήματα, ομάδες αδικημάτων και συμπεριφορές. Η εννοιολόγησή τους είναι τόσο ευρεία ώστε, πρακτικά, μια EΔΕ μπορεί να διαταχτεί για οιαδήποτε πράξη ή παράλειψη. Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστούν οι «πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία». Πειθαρχικό παράπτωμα είναι, επίσης, η «κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες» όπως και η «αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας». ΕΔΕ μπορεί να διαταχτεί, πάντως, και για την «παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας» ενώ, ταυτόχρονα, αυτή μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου υπαλλήλου, εφόσον προκύπτουν επαρκή στοιχεία.

Ένας τόσο ευρύς κατάλογος πράξεων και συμπεριφορών που απάδουν προς την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα δεν μπορεί να αποφύγει τις αντιφάσεις καθώς κι ένα έντονο στοιχείο υποκειμενισμού. Ένα απλό παράδειγμα: Ενώ, μόλις προηγουμένως, αναφέρθηκε ότι, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, η ΕΔΕ μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου υπαλλήλου, κατά την μεταφορά των γενικών διατάξεων στο πειθαρχικό των αστυνομικών οργάνων, η διάταξη αλλάζει. Σύμφωνα μ’ αυτήν ορίζεται (άρθρ.26 παρα. 6) ότι «η Ε.Δ.Ε. δεν μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία προέκυψαν στοιχεία κατά τη διενέργειά της».

Είναι αναμενόμενο ότι το πολυδαίδαλο και περίιπλοκο θεσμικό πλαίσιο που ορίζει την έννοια της ΕΔΕ και την διαδικασία διεξαγωγής της ανοίγει ένα, εξ ίσου ευρύ, πεδίο πολιτικών παρεμβάσεων και χειραγωγήσεων.  

Σημαντικό ζήτημα στο υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο που ορίζει την ΕΔΕ είναι το ότι εκείνοι που εντέλλονται να διενεργήσουν μια ΕΔΕ είναι οι εκάστοτε βαθμολογικά/ιεραρχικά προϊστάμενοι  του κατηγορούμενου υπαλλήλου. Εξ αυτής της ιδιότητάς τους και μόνον δεν προκύπτει, όμως, ότι διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη γνώση για την διενέργεια μια πράξης της ανακριτικής διαδικασίας. Εξ αυτού του λόγου, πάντως, ο διενεργών μια ΕΔΕ μπορεί να γίνει, εύκολα, υποκείμενο πιέσεων και, εν τέλει, αντί να συμβάλλει στην αποκάλυψη της αλήθειας και την αποκατάσταση της τάξης να οδηγείται στο αντίθετο.

Το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΔΕ έχει, περαιτέρω, σημαντικά ελλείμματα. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται το ότι ένα αποτέλεσμα μιας ΕΔΕ που τεκμηριώνει την ευθύνη ενός προσώπου, δεν έχει δέσμιο χαρακτήρα για τα όργανα της τακτικής δικαιοσύνης. Μόνον η ΕΔΕ που διατάσσεται από τον πρόεδρο της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας έχει τέτοιον χαρακτήρα.

Υπάρχει, τούτων δοθέντων, άμεση ανάγκη αναμόρφωσης του πειθαρχικού δικαίου, στο σύνολό του, ειδικότερα, δε, σε σχέση με την ΕΔΕ. Αυτή θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις να ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για την διακρίβωση των πειθαρχικών παραβάσεων. Για να γίνει, όμως, αυτό θα έπρεπε να ανασχεδιαστεί το σύνολο της δημόσιας πολιτικής. Να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι της και να προστεθούν «έξυπνα» εργαλεία τα οποία θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και, ιδίως, την αποδοτικότητά της.

Ως μια ειδικότερη ενέργεια σε μια αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου πρέπει να συμπεριληφθεί τόσο ο κατάλογος των πράξεων και συμπεριφορών για τις οποίες μπορεί να γίνεται μια ΕΔΕ όπως, επίσης, και ο τρόπος με τον οποίο αυτή διεξάγεται.

Μια εναλλακτική λύση η οποία διασφαλίζει τα θετικά της ΕΔΕ αλλά δεν έχει τα αρνητικά της είναι η λειτουργία του «εσωτερικού ελέγχου» της διοικήσεως. Ο εσωτερικός έλεγχος  έχει το προνόμιο να είναι επαρκώς περιγεγραμμένος και να υπάρχει πλούσια διεθνής εμπειρία σε σχέση μ’ αυτόν. Επίσης, εκείνοι που αναλαμβάνουν να τον διενεργήσουν είναι επαγγελματίες- έχουν, δηλαδή, εκπαιδευτεί, ειδικώς, προς τούτο. Ο εσωτερικός έλεγχος έχει το πλεονέκτημα ότι ενώ αποτελεί οργανικό τμήμα του διοικητικού μηχανισμού απολαμβάνει μιας λειτουργικής ανεξαρτησίας. Τόσο η μονάδα όσο και τα στελέχη που υπηρετούν σ’ αυτήν, η πρόσληψη και αξιολόγησή τους υπακούουν σε συγκεκριμένα κριτήρια αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας.

Είναι καιρός να υπάρξει μια αλλαγή και εκσυγχρονισμός του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων προς μια κατεύθυνση που θα κατοχυρώνει τόσο το αίτημα της αποκάλυψης παράνομων ή απρεπών πράξεων και συμπεριφορών ενώ θα διασφαλίζει τα δικαιώματα των υπαλλήλων σε μια δίκαιη πειθαρχική διαδικασία απαλλαγμένη από ανοίκειες πολιτικές ή άλλες παρεμβάσεις.

Facebook Comments