Τον χειμώνα στην Αθήνα, είχαμε πλέον φύγει από τις πολυκατοικίες των αξιωματικών στην Ριζάρη, είχαμε βρει σπίτι και πάλι στο Παγκράτι, αυτή την φορά πίσω από το σημερινό Κάραβελ, στην οδό Ευρυδίκης, εντός και επί τα αυτά δηλαδή, τουλάχιστον οι γονείς μας, μας αποζημίωσαν στην Αθήνα μένοντας στην ίδια γειτονιά για να μην αλλάξουμε συνήθειες και φίλους, αρκετά είχε συμβεί αυτό μέχρι τώρα.

Μη νομίζετε, όλο αυτό το πήγαινε – άλλαζε,  μας δημιουργούσε μεγάλα θέματα σ εμάς τα παιδιά, κυρίως με τους συμμαθητές και τους φίλους μας, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε, όταν βέβαια εμείς μείναμε πλέον μόνιμα στην Αθήνα, ο πατέρας μου πήγαινε στις μεταθέσεις  αν την Ελλάδα μόνος.

Σ αυτή τη γειτονιά, σ αυτό το σπίτι μας βρήκε η χούντα των συνταγματαρχών το 1967, με ότι αυτό σήμαινε για την οικογένεια μου.

Πατέρας στρατιωτικός, δυο αγόρια στα πανεπιστήμια αριστεροί και οργανωμένοι, συλλήψεις, ξύλο, Μπουμπουλίνας, οι βασανιστές Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης, Λεκάκος και Σία… τι να πρωτοθυμηθώ, μπαίνανε πεντ΄ έξη ντερέκια μέσα στο σπίτι, τα πετάγανε όλα έξω, έσπρωχναν την μητέρα μου, ανοίγανε τις ντουλάπες, έριχναν τα ρούχα όλα κάτω, έψαχναν τα συρτάρια και φωνάζαν,

-εδώ τον κρύβεις τον γιόκα σου καριόλα, πουτάνα; πέστo, εδώ;

όταν έφευγαν, η μητέρα μου προσβεβλημένη, με σπασμένο το ηθικό, ήταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, παρόλ΄ αυτά, μαζεύαμε τα κομμάτια μας κι αρχίζαμε να ξαναφτιάχνουμε το σπίτι, δεν πέρασε πολύς  χρόνος και τον έπιασαν τον Χρήστο στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας πηγαίνοντας για Θεσσαλονίκη.

Θυμάμαι μόνο πως εκείνους τους μήνες δεν πήγαινα καθόλου στο σχολείο, η μητέρα μου νοσηλευόταν με νευρικό κλονισμό στο ΝΙΜΤΣ, ο πατέρας μου υπηρετούσε  στην Μυτιλήνη,  ο Νικηφόρος κι αυτός μια μέσα, μια έξω, έπρεπε να μαγειρεύω και να στέλνω με τους θείους μου φαγητό του αδελφού μου του Χρήστου στην Μπουμπουλίνας, να μην τα πολυλογώ έμεινα στην ίδια τάξη εκείνη τη χρονιά αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε, η ζωή ολονών μας είχε τιναχτεί στο αέρα!!!!.

Σ αυτό το σπίτι ο αδελφός της μητέρας μου ο Βασίλης και ο άνδρας της αδελφής της, ο θείος ο Νίκος έφεραν τον αδελφό μου τον Χρήστο από την Μπουμπουλίνας, μέσα σε μια χακί στρατιωτική κουβέρτα, διαλυμένο από τα βασανιστήρια και την φάλαγγα.

Λίγες μέρες πριν, είχε αποφασιστεί να φύγει μαζί με άλλους για την Γυάρο, γλίτωσε όμως απ΄αυτό το… ταξίδι, όταν μετά από απανωτές γαστρορραγίες αποφάσισαν να τον αφήσουν ελεύθερο.

Έκανε τρεις μήνες να ξαναπερπατήσει, θυμάμαι ένα απόγευμα, το πρώτο που θα έβγαινε έξω, έκανε μπάνιο, έγινε ένας κούκλος, φόρεσε ένα καλοκαιρινό χακί κοστούμι, μεταποίηση από θερινή στολή του πατέρα μου, με κουράγιο πολύ αλλά και μια θλίψη στα πράσινα μάτια του, άνοιξε την πόρτα για να πάει μια βόλτα, την πρώτη βόλτα μετά από μήνες, εγώ με την μητέρα μου στο παράθυρο κρυφά να μη μας βλέπει, τον κοιτούσαμε αν περπατάει καλά, κούτσαινε λίγο, αλλά λίγο, τον κοιτούσαμε μέχρι που έστριψε στον μεγάλο δρόμο…

Η ζωή μας άρχισε να ξαναμπαίνει στους ρυθμούς της, η μητέρα μου με σοβαρά πληγωμένη την ψυχούλα της προσπαθούσε και πάλι να ξαναβάλει το σπίτι μας σε μια κανονικότητα, η ζωή ευτυχώς μας ξαναχτύπησε την πόρτα και μπήκε πάλι στο σπιτικό μας, όταν ο αδελφός μου ξαναπερπάτησε…

Το απόσπασμα είναι από το πρώτο μου βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2017 από τις Εκδόσεις Επίκεντρο με τίτλο «Τι μαγειρεύουν πάλι αύριο μου λέτε»; αφού το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι προσωπικό αφήγημα.

Ημερομηνία ορόσημο 21 Απρίλη 1967, φυσικά και θυμάμαι, ποτέ δεν ξέχασα, ποτέ δεν θα ξεχάσω…

Ποτέ πια φασισμός,  Δημοκρατία-ελευθερία…

Facebook Comments