Το ελληνικό σύνταγμα αποδίδει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον ρόλο του αρχηγού του κράτους. Είναι δηλαδή ένας θεσμικός πυλώνας και ταυτόχρονα ρυθμιστής του πολιτεύματος (άρθρο 30 παρ.1 Σ). Επιπρόσθετα, είναι και ένα θεσμικό όργανο τόσο της νομοθετικής, όσο και της εκτελεστικής εξουσίας.

Ο χαρακτηρισμός του βέβαια ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, παραπέμπει στον συμβολισμό της ενότητας και της συνέχειας του κράτους γύρω από το πρόσωπό του με όλες τις σχετικές συνδηλώσεις. Ο ΠτΔ οφείλει να μην ενστερνίζεται καμία κομματική ιδεολογία και να αποφεύγει να παρεμβαίνει στα κυβερνητικά ζητήματα, μια συνθήκη που ενεργοποιήθηκε ουσιαστικά μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης του 1985/1986, ως συνέπεια του περιορισμού των αυξημένων έως τότε προεδρικών αρμοδιοτήτων.

Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης (1975-2022), η επιλογή του εκάστοτε Προέδρου φαίνεται να λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό  ως συνέπεια αμοιβαίων κομματικών συγκλίσεων και συναινέσεων, μέσω μιας διαδικασίας εναλλαγής των Προέδρων η οποία θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι προσομοιάζει και υποστηρίζει αναλογικά το μοντέλο εναλλαγής των πολιτικών κομμάτων εξουσίας στο πλαίσιο του δικομματισμού.

Επιχειρώντας μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση, ο Κωνσταντίνος  Τσάτσος ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Μεταπολίτευσης και αντανακλούσε την εξουσία και την κομματική υπεροχή και κυριαρχία της παράταξης της ΝΔ στο πολιτικό και κομματικό σύστημα. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παραληφθεί το σπουδαίο ακαδημαϊκό του έργο. Αντίστοιχα, ο Χρήστος Σαρτζετάκης αντανακλούσε την κομματική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ, παρότι φαινομενικά ανεξάρτητος και με αποδεδειγμένη εξίσου μεγάλη προσφορά σε στιγμές κρίσιμες για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της χώρας μέσα από τη συμμετοχή του ως δικαστικού λειτουργού στην υπόθεση Λαμπράκη.

Στην συνέχεια, η πλειοψηφία των Π.Δ υπήρξαν πρόσωπα προερχόμενα από τον χώρο της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης, λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ως «θεσμικό αντίβαρο» (της αξιωματικής αντιπολίτευσης) στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία το οποίο εξισορροπούσε τις αντίρροπες δυνάμεις που αναπτύσσονταν στο πολιτικό πεδίο. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις υποψήφιων και μετέπειτα εκλεγμένων Προέδρων που εντάσσονται σε αυτή τη λογική θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ήταν ο Κάρολος Παπούλιας, ο Προκόπης Παυλόπουλος αλλά σε ορισμένο βαθμό και η Αικ. Σακελλαροπούλου (η υποψηφιότητα της οποίας βέβαια έφερε και κάποιους επιπλέον συμβολισμούς, οι οποίοι ήταν χρήσιμοι για το ελληνικό πολιτικό σύστημα εν γένει). Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι παραπάνω Πρόεδροι ήταν αναντίρρητα ξεχωριστές προσωπικότητες με αξιόλογο έργο αλλά και έντονη κυρίως κομματική παρουσία οι δυο πρώτοι.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η μεταπολιτευτική αυτή «παράδοση» αρχίζει να προβληματίζει με την προβλεψιμότητα και την επαναληψιμότητα της λογικής της. Αναμφίβολα, θα μπορούσαν να αναζητηθούν και άλλες πρωτότυπες υποψηφιότητες που θα αντανακλούσαν εξίσου το ενοποιητικό και συμβολικό στοιχείο και δεν θα ήταν πρόσωπα που έχουν ούτως η άλλως μακρά και επιτυχημένη πορεία στο ελληνικό πολιτικό-κομματικό σύστημα.

Εκ των παραπάνω, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε κάποια κρίσιμα συμπεράσματα σχετικά με το προφίλ του ΠτΔ με βάση την συνταγματική πρόβλεψη. Το προφίλ της πλειοψηφίας των διατελεσάντων Προέδρων, τουλάχιστον κατά την χρονική περίοδο (2005-2020) δεν δίνει την εντύπωση ότι παραπέμπει άμεσα σε κάποιον ενοποιητικό ρόλο, όπως συνάγεται από το πνεύμα του συντάγματος (άρθρο 33 παρ.2 Σ). Συνεπώς, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι είναι   σε μεγάλο βαθμό πρόσωπα κοινής αποδοχής μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντίστοιχα. Επιπλέον, παρατηρείται ότι τα πολιτικά κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης δεν έχουν καν ουσιαστικό λόγο στην διαδικασία εκλογής του ΠτΔ, καθώς οι προτεινόμενες υποψηφιότητές τους δεν οδηγούνται σχεδόν ποτέ έως την εκλογή. Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των Προέδρων που αναφέρθηκαν πρωτύτερα, είχαν ιστορικό μακράς πολιτικής  παρέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας μέσω άμεσης κομματικής τους εμπλοκής, συμμετοχής και παρουσίας.

 Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να θεωρηθούν ως πρόσωπα υπεράνω κομματικών επιρροών που εκφράζουν όχι ένα πολιτικό υποκείμενο χωρίς «πολιτικό» παρελθόν (πώς θα μπορούσε να υπάρξει άλλωστε) αλλά προσωπικότητες χωρίς  την προέλευσή τους από το κομματικό προσωπικό της χώρας ως κυρίαρχο στοιχείο στο βιογραφικό τους. Αυτός ενδέχεται να είναι και ένας από τους λόγους της αυξανόμενης μείωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών συνολικά απέναντι στους θεσμούς, με την έννοια ότι ανακυκλώνονται σε θέσεις εξουσίας εξέχοντα πρόσωπα με πολιτική, σε τελευταία ανάλυση, σκοπιμότητα. Αυτό το γεγονός βέβαια δεν συνεπάγεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είναι άξια για την θέση του Προέδρου.

Είναι κρίσιμο και χρήσιμο για την ποιότητα της δημοκρατίας μας να αξιοποιηθεί ο φιλελεύθερος πυρήνας του συντάγματος και να προωθηθούν υποψηφιότητες Προέδρων οι οποίοι στη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας έχουν επιτελέσει αποδεδειγμένα ενοποιητικό ρόλο και είναι έτσι σε θέση να υπηρετήσουν το γενικό συμφέρον κατά το πνεύμα και το γράμμα του νόμου (άρθρο 33 παρ.2 Σ). Στην ουσία, να υπάρξει ένας πλουραλισμός που θα περιλαμβάνει υποψηφιότητες με τις οποίες θα ταυτίζεται ο κάθε πολίτης μέσα από ένα αβίαστο συνειρμό ανάμεσα στο «σημαίνον» (όνομα του υποψηφίου) και το «σημαινόμενο» (έργο και προσφορά του στην ελληνική κοινωνία).

 

Θέλουμε να πιστεύουμε πως στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία υπήρξαν και θα υπάρξουν πολίτες που θα εκφράσουν, χωρίς αμφισβητήσεις από την πλειοψηφία των συμπολιτών τους τα παραπάνω στοιχεία και η επιλογή τους θα απελευθερώσει νεωτερικές δυνάμεις προκαλώντας την ενδυνάμωση και βαθύτερη εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και εν τέλει της ίδιας της δημοκρατίας. Τέτοιοι υποψήφιοι θα μπορούσαν να προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις που είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι συνυπάρχουν στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης.

Άλλωστε, ο αρχηγός του κράτους οφείλει να εμπνέει εμπιστοσύνη, να έχει την αναγνώριση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και να τον αντιπροσωπεύει στο σύνολό του, στο μέτρο βέβαια του δυνατού. Διαφορετικά, ο θεσμός του ΠτΔ θα αποτελέσει απλά μια επιπλέον πολυτελή θέση εξουσίας, η οποία κινδυνεύει να εξελιχθεί σε προϊόν συμβολικών ισορροπιών στο πλαίσιο του πολιτικού παιγνίου των δύο ισχυρότερων κομμάτων εξουσίας, ενισχύοντας έτσι το ήδη πρωθυπουργοκεντρικό ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Συνοψίζοντας, ο ρόλος του Προέδρου κινδυνεύει να χάσει την ιδιαίτερη σχεσιακή διάσταση με το ευρύτερο σώμα των πολιτών, το οποίο δεν θα αναγνωρίζει πρόσωπα του εαυτού και της ιστορίας του σε αυτή την ανώτατη εκπροσώπησή του.

Facebook Comments