«Υψηλότερα, ταχύτερα και για περισσότερο διάστημα» είναι το νέο μότο των κεντρικών τραπεζών, ειδικά της Fed και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς επικεντρώνονται στην αποκατάσταση της σταθερότητας των τιμών.
Όπως σχολιάζουν οι αναλυτές, οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες «είναι σε αποστολή καταστολής του πληθωρισμού, όποιο και αν είναι το κόστος», τη στιγμή που και άλλες κεντρικές τράπεζες διεθνώς ακολουθούν τα βήματα αυτά με τον μήνα Σεπτέμβριο να καταγράφονται συνολικά 150 αυξήσεις επιτοκίων παγκοσμίως.
Η Κριστίν Λαγκάρντ το κατάστισε σαφές αυτό πριν μερικές ημέρες καθώς δήλωσε πως η ΕΚΤ πρέπει να τοποθετήσει τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό πάνω από την ανάπτυξη. Όπως σημείωσε σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη, η κεντρική τράπεζα πρέπει να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, ακόμη και αν η παρενέργεια της αυστηρότερης πολιτικής είναι η ασθενέστερη ανάπτυξη. «Πρέπει να επιστρέψει ο πληθωρισμός στο 2% μεσοπρόθεσμα, και θα κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε, που είναι να συνεχίσουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια στις επόμενες αρκετές συναντήσεις», τόνισε. Όπως πρόσθεσε «ο πρωταρχικός μας στόχος δεν είναι να δημιουργήσουμε ύφεση. Πρωταρχικός μας στόχος είναι η σταθερότητα των τιμών και πρέπει να το επιτύχουμε. Αν δεν εκτελούσαμε (την εντολή μας) θα έβλαπτε πολύ περισσότερο την οικονομία», ενώ επισήμανε πως ο «πρώτος προορισμός» των αυξήσεων επιτοκίων θα είναι η επίτευξη του ουδέτερου επιτοκίου, το οποίο ούτε τονώνει ούτε επιβραδύνει την ανάπτυξη.
Νωρίτερα, ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ τόνισε πως η ομοσπονδιακή τράπεζα είναι «αποφασισμένη» να μειώσει τον πληθωρισμό από τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών και θα «συνεχίσει τις αυξήσεις μέχρι να τελειώσει η δουλειά» ακόμη και με τον κίνδυνο αύξησης της ανεργίας και επιβράδυνσης της ανάπτυξης. «Μακάρι να υπήρχε ένας ανώδυνος τρόπος για να γίνει αυτό. Δεν υπάρχει», είχε προσθέσει χαρακτηριστικά.
Η Λαγκάρντ δεν είναι η μόνη στην ΕΚΤ που δίνει προτεραιότητα στον πληθωρισμό έναντι της ανάπτυξης. Και άλλοι αξιωματούχοι έχουν υποστηρίξει ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν στο ουδέτερο επίπεδο — που εκτιμάται ότι είναι κάπου μεταξύ 1% και 2% – προτού αξιολογήσουν εάν χρειάζεται περισσότερη δράση. «Κατά την άποψή μου, οδεύουμε προς το εύρος του ουδέτερου επιτοκίου μέχρι τα Χριστούγεννα», είπε ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Φινλανδίας Όλι Ρεν. «Μόλις φτάσουμε εκεί, θα δούμε αν υπάρχει περίπτωση να μετακινηθούμε σε περιοριστικά εδάφη», τόνισε, μιλώντας σ συνέδριο. Και το γνωστό «γεράκι» της ΕΚΤ, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας, επεσήμανε στο ίδιο συνέδριο ότι υπάρχει συναίνεση στο 25μελές Διοικητικό Συμβούλιο ότι πρέπει να φτάσουμε στα «ουδέτερα επίπεδα».
Σύμφωνα με την Société Générale, απαιτούνται περισσότερες μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου η Fed να φτάσει το επιτόκιο στο 4,4% αργότερα φέτος (επιπλέον 125 μονάδες βάσης σε αυξήσεις για φέτος) και στο 4,6% το 2023. Σε αυτό το πλαίσιο, οι οικονομολόγοι της αναμένουν νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης τον Νοέμβριο, ακολουθούμενη από αύξηση 50 μ.β. τον Δεκέμβριο και 25 μ.β. στις αρχές του 2023, με στόχο το τελικό επιτόκιο στο 4,5-4,75%. Η ανάπτυξη και η απασχόληση θα είναι τα θύματα αυτού του επιθετικού καθεστώτος επιτοκίων, με μια οικονομία που αμαυρώνεται από υποβαθμισμένη ανάπτυξη και αύξηση της ανεργίας.
Νέα αύξηση κατά 75 μ.β τον Νοέμβριο βλέπει και η Goldman Sachs από την Fed, ενώ θα ακολουθήσει αύξηση κατά 50 μ.β τον Δεκέμβριο και 25 μ.β τον Φεβρουάριο φέρνοντας το επιτόκιο στο εύρος του 4.5%-4.75%. Η πορεία των επιτοκίων το 2023 θα εξαρτηθεί κυρίως από δύο ζητήματα, όπως σημειώνει. Το πρώτο είναι πόσο γρήγορα επιβραδύνουν η ανάπτυξη, οι προσλήψεις και ο πληθωρισμός. Το δεύτερο ζήτημα είναι εάν η Fed θα πραγματικά ικανοποιημένη με αυτά τα επίπεδα επιτοκίων και πρόθυμη να επιβραδύνει ή να διακόψει τη σύσφιγξη ενώ ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι άβολα υψηλός.
Σε ότι αφορά την ΕΚΤ, η Société Générale αναφέρει πως είναι και αυτή αποφασισμένη να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και, παρά τις εμπροσθοβαρείς αυξήσεις στις οποίες έχει προχωρήσει, πιθανότατα θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια έως το α’ εξάμηνο του 2023.
H Société Générale εκτιμά πως οι ακόμη επιδεινούμενες προοπτικές για τον πληθωρισμό θα αναγκάσουν την ΕΚΤ να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια πάνω από το ουδέτερο έδαφος το επόμενο έτος, ακόμη και ενόψει της αποδυνάμωσης της ανάπτυξης. «Αυξάνουμε έτσι τις προσδοκίες μας για τα επιτόκια σε δύο αυξήσεις κατά 50 μονάδες βάσης φέτος, με τρεις αυξήσεις κατά 25 μονάδες βάσης το 2023», όπως τονίζει. Οι αγορές αποτιμούν πλέον ότι το τελικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 2,5% μέχρι τον Ιούλιο του 2023, προβλέποντας περαιτέρω επιθετικές αυξήσεις.
Η Goldman Sachs αναμένει πλέον άλλες δύο μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων της τάξης των 75 μ.β από την ΕΚΤ.
Όπως επισημαίνει, oι πιο επίμονες πληθωριστικές πιέσεις και η περαιτέρω αποδυνάμωση του ευρώ οδηγούν σε έναν πιο εκτεταμένο κύκλο σύσφιγξης της ΕΚΤ παρά την επερχόμενη ύφεση. Έτσι, η αμερικάνικη τράπεζα διατηρεί την πρόβλεψή της για νέα αύξηση 75 μ.β τον Οκτώβριο, αλλά τώρα αναμένει μια τρίτη αύξηση 75 μ.β τον Δεκέμβριο (έναντι 50 μ.β πριν), καθώς πιστεύει ότι ο αυξανόμενος πληθωρισμός το τέταρτο τρίμηνο θα δυσκολέψει την υποχώρηση του ρυθμού της σύσφιγξης.
Στη συνέχεια, αναμένει από το Διοικητικό Συμβούλιο να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β τον Φεβρουάριο (έναντι 25 μ.β. πριν), καθώς η πολιτική γίνεται πιο περιοριστική, ο πληθωρισμός σταθεροποιείται και καθίσταται σαφές ότι η ζώνη του ευρώ βρίσκεται σε ύφεση. Έτσι, η Goldman Sachs εκτιμά πλέον πως το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 2,75% (έναντι 2,25% πριν).
Αξίζει να σημειωθεί πως η αμερικανική τράπεζα εκτιμά πως η ύφεση στην ευρωζώνη θα είναι πιο παρατεταμένη και θα διαρκέσει τρία τρίμηνα, ξεκινώντας από το δ’ τρίμηνο του 2022, οδηγώντας σε συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης του 0,4% συνολικά το 2023.
Η Capital Economics επικαιροποίησε τις εκτιμήσεις της και πλέον προβλέπει πως το στα τέλη του 2022 το επιτόκιο της ΕΚΤ θα έχει αυξηθεί στο 2%, ενώ το τελικό επιτόκιο θα διαμορφωθεί στο 3% το 2023 παρόλο που η οικονομία της ευρωζώνης θα εισέλθει σε ύφεση, και αυτό λόγω της ισχύος και του εύρους της πληθωριστικής πίεσης καθώς και της αποφασιστικότητας των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να μειώσουν τον πληθωρισμό. Αυτό το επίπεδο θα είναι κοντά στο 3,25% του 2008, πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ το ιστορικό υψηλό ήταν στο 3,75% το 2000-2001.«Αμφιβάλλουμε ότι μια ύφεση θα εμπόδιζε την ΕΚΤ», όπως σημειώνει ο οίκος. Δεδομένου ότι οποιαδήποτε ύφεση θα οφείλεται εν μέρει σε σοκ προσφοράς και όχι σε αδύναμη ζήτηση, είναι απίθανο να μειώσει σημαντικά τις πιέσεις στις τιμές.
Facebook Comments