Μία από τις πρώτες εντυπωσιακές φωτογραφίες που είχε δημοσιοποιήσει ο Donald Trump ήταν αυτή που τον απεικόνιζε στην προσπάθεια του να μειώσει τον όγκο της γραφειοκρατίας στο κογκρέσο από πολλές στοίβες εγγράφων ύψους δύο μέτρων όταν παρέλαβε την εξουσία σε μόλις μια-δυο στοίβες χαμηλότερου ύψους που ανέρχονταν οι αντίστοιχες διεργασίες  το 1960.

Με αυτό τον τρόπο καταδείκνυε ότι σειρά προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων είχαν αφήσει χωρίς φρένα  το νομοπαρασκευαστικό έργο με συνέπεια να υπάρξει τεράστια γραφειοκρατία η οποία φυσικά μόνο κακά γεννάει και την οποία ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος κατάφερε να μειώσει.

Τα ίδια συμβαίνουν στις περισσότερες χώρες. Στη συνέχεια προσλαμβάνονται ακόμα περισσότεροι υπάλληλοι για να διαχειριστούν την αυξανόμενη γραφειοκρατία με συνέπεια πχ έλλειψη υπαλλήλων σε πιο ουσιαστικές θέσεις όπως πχ με τις ελλείψεις οδηγών φορτηγών στις Ευρωπαϊκές χώρες κλπ.

Στη χώρα μας όπως έχει ειπωθεί αρκετές φορές η γραφειοκρατία επίσης είναι σε πανύψηλα επίπεδα και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι μπορούμε να την αποκαλέσουμε χαρτοκρατία.

Έτσι λοιπόν 25 χρόνια πριν οι δικηγόροι μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι μέσα σε μόλις δύο 24ωρα μπορούσε να μεταβιβαστεί ένα ακίνητο με συμφωνία πωλητή αγοραστή, εύκολο έλεγχο τίτλων, εύκαιρο συμβολαιογράφο να διεκπεραιώσει τη συναλλαγή, γρήγορη διεκπεραίωση στο υποθηκοφυλακείο, ασφάλεια συναλλαγής σε πολύ υψηλά επίπεδα και συμβόλαιο του οποίου η έκταση δεν ξεπερνούσε τις δύο,τρεις  σελίδες.

Ο χρόνος σήμερα για την ίδια μεταβίβαση ενός παράδειγμα διαμερίσματος ή ενός αγροτεμαχίου ξεπερνάει συχνά τους δύο μήνες και το μέγεθος του συμβολαίου ξεπερνάει τις 15 με 20 σελίδες μέσα στις οποίες απλά μνημονεύονται ένα κάρο πιστοποιητικά εντελώς άχρηστα τα οποία δεν προσθέτουν καμία ουσιαστική αξία στη συναλλαγή.

Αν στο παράδειγμα του συμβόλαιο τώρα χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα μιας δικογραφίας ποινικού δικαίου ή το παράδειγμα των σχετικών εγγράφων μιας αστικής δίκης θα δούμε ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι ο συνολικός αριθμός των σελίδων των δικογραφιών αυτών ή των εγγράφων που προσκομίζονται ενώπιον των δικαστών έχει υπερδεκαπλασιαστεί. Και ενώ αυτό είναι εύκολα αποδείξιμο αποτελεί βαρύτατη ευθύνη των δικαστικών ενώσεων που δεν έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα.

Ακούμε λοιπόν συχνά στην τηλεόραση ακόμη και για τις πιο αδιάφορες και γελοίες δίκες που σέρνονται επί χρόνια χωρίς κανένα λόγο στην επικαιρότητα ότι οι δικαστικές αρχές παρέλαβαν/παρέδωσαν τη  Χ δικογραφία που ανέρχεται σε πχ 12.000 σελίδες για την ψ υπόθεση και ανάλογα υψηλά νούμερα σελίδων υπομνημάτων και κόντρα υπομνημάτων από τη μία υπηρεσία και την άλλη που τίθενται υποτίθεται υπόψη των δικαστικών λειτουργών επίσης μαζί με τα υπομνήματα των πληρεξούσιων δικηγόρων.

Είναι λοιπόν να αναρωτιέται κανείς.

Γιατί να χρειάζονται 12.000 σελίδες για να αποδειχθεί μια αξιόποινη πράξη,  μια ενοχική υποχρέωση, μια διοικητική παράβαση σε ένα δικαστήριο όταν για τα ίδια ακριβώς ζητήματα πριν 25 χρόνια αρκούσαν 10 σελίδες.

Επομένως η κοινωνία και η δικαιοσύνη έχουνε μπει σε ένα καθοδικό σπιράλ διαρκούς γιγάντωσης του όγκου των αποδεικτικών στοιχείων δήθεν προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και της πραγματικής δικαιοσύνης ενώ όπως όλα δείχνουν γύρω μας τόσο το κοινό περί δικαίου αίσθημα υποφέρει και είναι χαμηλότερη από ποτέ η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και τους δικαστές.

Άρα όλες αυτές οι φιοριτούρες και οι δήθεν ασφαλιστικές δικλείδες που συντελέστηκαν με την αύξηση της γραφειοκρατίας και τον όγκο των προσαγόμενων εγγραφών στα ελληνικά δικαστήρια όχι μόνο δεν προσέφεραν τίποτα προς το σκοπό που τον οποίον είχαν αλλά πρέπει πλέον να αρχίσουμε να τα αφαιρούμε, γιατί επιβαρύνουν τον ιδιωτικό χρόνο δικηγόρων και συμβολαιογράφων αλλά και τον χρόνο των δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων χωρίς λόγο.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τα μνημόνια από το 2010 και μετά δεν ήταν μόνο εγκληματικές ως προς την διαχείριση της εθνικής οικονομίας αλλά και ως προς την διαχείριση όλων αυτών των ζητημάτων.

Όταν επιχείρησαν δήθεν και με επανειλημμένες προσπάθειες να αποσυμφορήσουν την Ελληνική δικαιοσύνη το έκαναν περιορίζοντας την πρόσβαση σε αυτή των μικρομεσαίων πολιτών με τη θεσμοθέτηση διαφόρων παραβόλων ακριβού κόστους με τη συνέπεια πολύς κόσμος να μην μπορεί να διεκδικήσει το δίκιο του ενώ την ίδια στιγμή οι συνήθεις δικομανείς δεν πτοούνται από τέτοια εμπόδια.

Εάν υποθέσουμε λοιπόν ότι οι μηνύσεις και οι αστικές αγωγές μειώθηκαν κατά 10% χάρη στις βλακώδεις αυτές παρεμβάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων -πράγμα βέβαια που ούτε αυτό μπορούμε να δούμε γιατί δεν υπάρχουν στατιστικά για την Ελληνική δικαιοσύνη τα οποία τουλάχιστον να βγάζουν κάποιο νόημα- αλλά εν πάση περιπτώσει ακόμα και έτσι μικρό ήταν το όφελος για την επιδιωκόμενη επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Η χώρα μας παραμένει πιο αργή από ποτέ στην έκδοση αποφάσεων. Αλλά και στην ποιότητα των αποφάσεων το οποίο όμως είναι μία άλλη ιστορία.

Εάν μειωθούν όμως αύριο κιόλας με οποιοδήποτε τρόπο τόσο τα μεγέθη των ποικίλων κωδικών δικονομίας αλλά και ουσίας όσο και θεσμοθετηθούν συγκεκριμένα όρια όχι στα δικόγραφα αλλά και στο πλήθος των διοικητικών και δικαστικών  εγγράφων (και όχι μόνο σε αυτά που προσκομίζουν οι διάδικοι αλλά και το ελληνικό δημόσιο και άρα και οι αστυνομικές αρχές) ώστε να περιοριστεί ο συνολικός όγκος μιας δικογραφίας σε βαθμό πάνω από 60% τότε το έργο που πέφτει στα χέρια των δικαστών θα είναι σημαντικά πιο προσπελάσιμο και διαχειρίσιμο από αυτούς με συνέπεια την επιτάχυνση της δικαιοσύνης.

Φυσικά με όλες αυτές τις διαδοχικές αυξήσεις της χαρτοκρατίας στις τελευταίες τρεις δεκαετίες από ποικίλες κυβερνήσεις ένας υπουργός που θα ξεκινούσε σήμερα το έργο να ξηλώσει αυτό το πουλόβερ θα φοβόταν φυσικά να το κάνει μιας και πρέπει να βγάλει συμπεράσματα και να πάρει την ευθύνη για το σε τι αποσκοπούσε η Χ  διάταξη το 1997 η μην τυχόν δημιουργηθεί πρόβλημα με την αφαίρεση της ψ υποχρέωσης που προστέθηκε το 2003 και λοιπά.  Πρέπει όμως να γίνει αυτή η μεταρρύθμιση. Με την αδιαφορία που έχει επικρατήσει στο δημόσιο βίο σε ελάχιστα χρόνια κάνεις δεν θα είναι σε θέση να βγάλει νόημα από όλο αυτό τον οχετό νόμων και νομοθετικών παρεμβάσεων που έχει μαζευτεί από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, όπως κανείς δεν θυμάται που πέφτει το χωράφι του με την εγκατάλειψη της ελληνικής επαρχίας.

 Η προσπάθεια ηλεκτρονικού  εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης είναι προφανές ότι σε ουδέν ουσιώδες θα ωφελήσει, πλην ελαχίστων περιπτώσεων εάν ο κύριος όγκος της χαρτοκρατίας δεν περιοριστεί σημαντικά: απλά θα «βγαίνουν» τα μάτια των δικαστών να διαβάζουν τις 12.000 σελίδες σε pdf μιας οθόνης, αντί σε χαρτί.

Να προσθέσουμε τέλος ότι μία πραγματική ανασυγκρότηση της δικαιοσύνης θα επέτασσε παρεμβάσεις και στο ποιοτικό σκέλος των αποφάσεων.  Τεράστιο μέρος των δικαστικών λειτουργών τις τελευταίες δύο δεκαετίες προέρχεται από ανώτερες εισοδηματικά τάξεις της πρωτεύουσας και αποτελείται κυρίως από κόρες ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων που λόγω υψηλού οικονομικού υπόβαθρου αντέχουν τα ακριβά φροντιστήρια και το υψηλό κόστος που έχει η προσπάθεια εισαγωγής στις δικαστικές σχολές. Η ταξική και φυλετική όμως μονοδιάστατη προέλευση των δικαστών δημιουργεί προβλήματα αντίληψης από τους δικαστές των προβλημάτων άλλων τάξεων και άλλων φύλων. Είναι κωμικό να βλέπει κανείς σε ειρηνοδικεία της περιφέρειας να δικάζουν αγροτικές υποθέσεις νεαρά κορίτσια της πόλης που δεν έχουν πατήσει ποτέ σε χωράφι. Το ίδιο πρόβλημα δημιουργήθηκε στους συμβολαιογράφους,  που επίσης κυριαρχείται από γυναίκες της πόλης με συνέπεια πολλές θέσεις συμβολαιογράφων της επαρχίας να μένουν επί χρόνια κενές καθώς κάθε φορά που προκηρύσσεται διαγωνισμός κάποια κοπέλα συμβολαιογράφος διορίζεται εκεί στη συνέχεια δυσφορεί με το μέρος και αποχωρεί μέσω νέων εξετάσεων και επομένως η θέση του συμβολαιογράφου μένει συνεχώς κενή και δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν οι κάτοικοι της περιοχής.

Να σημειώσουμε τέλος ότι όπως και στις πρόσφατες κρίσεις δικαστών αλλά και παλαιότερα οι τελευταίοι κρίνονται μόνο για το αν καθυστερούν να εκδίδουν αποφάσεις και όχι για την ποιότητα του έργου τους.  Η ποιότητα του έργου του είναι ένα τεράστιο ταμπού για την Ελληνική δικαιοσύνη μιας και θα έπρεπε να αξιολογούνται οι κακοί δικαστές και σε σχέση με το ποσό κακές αποφάσεις εκδίδουν μιας και υπάρχει σίγουρα μεγάλη κακονομία από μέρους τους – τέτοιο όμως θεσμός δεν υπάρχει. Έχουμε αποφάσεις στις οποίες δεν λαβαίνουν  υπόψη τους  έγγραφα κατά προκλητικό τρόπο, δεν ειδοποιούν τους διαδίκους να συμπληρώσουν στοιχεία όταν αυτά λείπουν, δρουν εκδικητικά σε αδύναμους διαδίκους με εξοντωτικά δικαστικά έξοδα σαν μέσο αποτροπής τους από τη συνέχεια της δίκης και άλλες απαράδεκτες συμπεριφορές οι οποίες εξαντλούνται μόνο σε συζητήσεις μεταξύ δικηγόρων και σταματούν εκεί. Ενώ αυτοτελές ζήτημα που επίσης πρέπει να εξεταστεί είναι η ύπαρξη εκατοντάδων αδρανών  διατάξεων του ΑΚ και όχι μόνο οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται ποτέ από τους δικαστές ακόμα και αν τεθούν ενωπιον τους, όπως πχ οι διατάξεις περί αισχροκερδούς δικαιοπραξίας και άλλες. Τι τις χρειαζόμαστε εάν πλέον δεν εφαρμόζονται η εάν οι δικαστές δεν τολμούν να τις εφαρμόσουν. Aν ψάξουμε συγκεκριμένες διατάξεις στη νομολογία των τελευταίων 20 ετών θα δούμε ότι δεν υπάρχει ούτε μια απόφαση γι αυτές, ενώ παλιότερα έστω και αραιά υπήρχε! Τι άλλαξε?

Ακόμη και δικαστές που από τάσσονται και τιμωρούνται από τα πειθαρχικά όργανα λόγω καθυστερήσεων λοιπόν στο έργο τους έχουν τη δυνατότητα στη συνέχεια να διοριστούν στο δημόσιο και αν έχουν ένα μόνιμο και σταθερό εισόδημα.  Την ίδια στιγμή στην δικηγορία έχουν εγκλωβιστεί χιλιάδες δικηγόροι σε ένα φαύλο σπιράλ χαμηλών απολαβών και πολύ εξοντωτικών ωραρίων σε συνδυασμό με πολύ υψηλές εισφορές και φορολογία.

Και ενώ είναι γενικό το συμπέρασμα ότι οι δικηγόροι στην Ελλάδα είναι πολλοί, δεν λαμβάνεται πρόνοια ούτε να μειωθούν έστω για κάποια χρόνια οι εισακτέοι στις σχολές και στους δικηγορικούς συλλόγους ώστε να ισορροπηθεί  ο αριθμός αλλά ούτε και να εκτονωθεί το πρόβλημα με λογικό τρόπο ο οποίος  θα ήταν με την πρόσληψη δικηγόρων στο δημόσιο μιας και οι περισσότεροι έχουν τεράστια εμπειρία με τη δημόσια διοίκηση και φυσικά πολύ υψηλό επίπεδο σπουδών.  Ενώ η νομική στις εισαγωγικές εξετάσεις των πανελληνίων έχει για την πιο υψηλή βαθμολογία από όλες τις υπόλοιπες σχεδόν σχολές και  η ενάσκηση της δικηγορίας θα έπρεπε να απογειώνει τις επαγγελματικές αυτές περγαμηνές των δικηγόρων φτάνουμε σήμερα όταν γίνεται διαγωνισμός μέσω ΑΣΕΠ ένας απόφοιτος μία σχολής της πλάκας να έχει περισσότερες πιθανότητες να διοριστεί στο δημόσιο από έναν έμπειρο δικηγόρο. Τα πώς και τα γιατί αυτού του παραλογισμού θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει από χρόνια τους δικηγορικούς συλλόγους ώστε τα μέλη τους να μπορούν να επιλέξουν στο μεσοδιάστημα τη μετάβασή τους σε άλλους επαγγελματικούς προορισμούς με σχετική άνεση επιλογή την οποία μέχρι σήμερα δεν κατάφεραν να έχουν.

Facebook Comments