Οι φετινές εκλογές σίγουρα εξελίσσονται με πολύ μεγαλύτερη αβεβαιότητα από ότι προβλεπόταν πριν μερικούς μήνες.

Ένας δεύτερος γύρος είναι σχεδόν σίγουρους με το αποτέλεσμα να κυμαίνεται μεταξύ αυτοδυναμίας και κυβέρνησης συνεργασίας. Αυτό ωστόσο δεν τρομάζει τους επενδυτές, ούτε αλλάζει την σημαντικά βελτιωμένη εμπιστοσύνη τους προς την Ελλάδα. Όλοι γνωρίζουν τα οφέλη που έχει η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων υπό το Ταμείο Ανάκαμψης, η επιστροφή στα πλεονάσματα και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Οπότε αυτό που αποτιμά η αγορά είναι η συνέχιση της πολύ καλής πορείας που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία και η εφαρμογή συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής.

Αυτό αποδείχθηκε ξεκάθαρα όταν την ίδια ημέρα που ανακοινώθηκε η ημερομηνία των εκλογών, ο ΟΔΔΗΧ ανακοίνωσε και τη νέα έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Και η έκδοση του νέου 5ετούς ελληνικού ομολόγου στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, με τους επενδυτές να θέλουν μαζικά να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα. Εάν φοβόντουσαν κάτι, φυσικά δεν θα το έκαναν.

Το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε 2,5 δισ. ευρώ από το 5ετές, καλύπτοντας έτσι ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους πάνω από το 85% των συνολικών δανειακών αναγκών του 2023, έπειτα και από τα 3,5 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν από το 10ετές τον Ιανουάριο. Το επιτόκιο του νέου 5ετούς διαμορφώθηκε στο 3,919%, ωστόσο, χάρη στην ενεργή στρατηγική διαχείρισης χαρτοφυλακίου που έχει εφαρμόσει ο ΟΔΔΗΧ τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας να υπέρ-αντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο (over-hedging), το πραγματικό κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο από τη νέα έκδοση, διαμορφώνεται στο 1,819%, δηλαδή 2,1% χαμηλότερα.

Η επιλογή της έκδοσης 5ετούς τίτλου ήταν η πιο «ασφαλής» στην τρέχουσα συγκυρία. Η νομισματική σύσφιξη της ΕΚΤ και οι εναλλαγές των προσδοκιών γύρω από αυτήν έχουν προκαλέσει σημαντική μεταβλητότητα στα ομόλογα της ευρωζώνης, ωστόσο η 5ετία της Ελλάδας έχει δείξει τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, παρουσιάζοντας περιορισμένες διακυμάνσεις.

Σύμφωνα με την ING, η έκδοση ήταν απόλυτα επιτυχημένη, ειδικά δεδομένου ότι έγινε μεταξύ της τραπεζικής αναταραχής διεθνώς και της ανακοίνωσης της ημερομηνίας των εκλογών στην Ελλάδα. Γενικότερα, πολλοί εκπλήσσονται με το πόσο ισχυρή είναι η περιφέρεια – και η Ελλάδα, ακόμη και σε περιόδους αυξημένων συστημικών κινδύνων, που είναι ενθαρρυντικό σημάδι, όπως σημειώνει.

Πράγματι, η ανθεκτικότητα που έχουν δείξει οι ελληνικοί τίτλοι έναντι των αυξήσεων επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι εντυπωσιακή, με το ελληνικό spread (στις 187 μ.β) να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη βελτίωση στην ευρωζώνη από τον περασμένο Ιούλιο όταν και ξεκίνησε η νομισματική σύσφιξη.

Το timing της έκδοσης αιφνιδίασε πολλούς, ΟΔΔΗΧ, ωστόσο για μία ακόμη φορά αποδείχθηκε σωστό. Ανάγκη για ρευστότητα δεν υπάρχει. Έχουν ήδη διασφαλιστεί υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και για την περίοδο μετά τις εκλογές, που υπερβαίνουν τα 38 δισ. ευρώ.

Ο ΟΔΔΗΧ θέλησε ωστόσο να προλάβει το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της προεκλογικής αντιπαράθεσης το επόμενο δίμηνο, που θα μπορούσε να ασκήσει πιέσεις και να αυξήσει τη μεταβλητότητα στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Επίσης, καθώς το σενάριο δεύτερου γύρου εκλογών είναι το επικρατέστερο, πράγμα που σημαίνει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα σχηματιστεί στην καρδιά του καλοκαιριού, το επόμενο «παράθυρο ευκαιρίας» για τον ΟΔΔΗΧ ήταν ο Σεπτέμβριος. Αυτό σημαίνει πως θα αναγκαζόταν να μείνει εκτός αγορών έως τότε, κάτι που δεν αποτελεί και το καλύτερο «σήμα» για μία χώρα που θέλει να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.

Η δεύτερη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές η οποία και κάλυψε, όπως αναφέρθηκε, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των φετινών δανειακών αναγκών της χώρας επιτρέπει στον ΟΔΔΗΧ να έχει στη συνέχεια την άνεση να κινηθεί ανάλογα με τη συγκυρία, χωρίς πίεση ή βιασύνη. Όταν για παράδειγμα Ελλάδα θα έχει αφήσει πίσω της τις εκλογές και μπορεί και να έχει κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα έστω και από έναν οίκο αξιολόγησης, ο ΟΔΔΗΧ μπορεί να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό κλίμα, με θετικές εκπλήξεις για τις αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποκλείονται νέες πρόωρες αποπληρωμές των δανείων GLF, μέσω της χρήσης των ταμειακών διαθεσίμων, κάτι που θα αποφασιστεί ωστόσο προς το τέλος της χρονιάς, ανάλογα και με τις εξελίξεις.

Έτσι, η Ελλάδα απέδειξε παράλληλα πως μπορεί να δανείζεται ακόμα και εν μέσω μίας τραπεζικής αναταραχής και ότι το χρέος της δεν έχει ρίσκα. Αυτό επισήμανε και η Goldman Sachs σε έκθεσή της, τονίζοντας πως παρόλο που ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων οδηγεί σε υψηλότερο κόστος δανεισμού, το ελληνικό χρέος είναι λιγότερο ευάλωτο από ότι άλλων χωρών.

Αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους, όπως είπε. Πρώτον, στη μεγάλη διάρκεια του ελληνικού χρέους, και δεύτερον, στην αυξημένη ονομαστική ανάπτυξη, που αναμένεται να παραμείνει περίπου στο 4% μέχρι το 2024, καθώς και στην προσεκτική δημοσιονομική προοπτική όπου το πρωτογενές ισοζύγιο θα συνεχίσει να αυξάνεται το 2023 και το 2024. Αυτά όπως εκτιμά πιθανώς να οδηγήσουν στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ακόμη και πριν τις εκλογές, και συγκεκριμένα στις 21 Απριλίου κατά την αξιολόγηση της S&P.


 

Facebook Comments