Παρά τα πολλά παράπονα εργοδοτών ότι δεν βρίσκουν εργαζόμενους με καλά προσόντα και τον ζήλο που πρέπει, παρατηρούμε όλο και περισσότεροι ότι φαίνεται να έχουν δίκιο οι εργαζόμενοι που παραπονιούνται ότι είναι υποκριτικά τα παράπονα των εργοδοτών καθώς ειδικά οι νέοι αναγκάζονται σε πολλούς εργασιακούς κλάδους να υπερβάλλουν εαυτόν προκειμένου να διατηρήσουν μία θέση εργασίας.
Πολλά και δίκαια τα δημόσια παράπονα λοιπόν που καταγράφονται στα social media, ειδικά στον εργασιακό στίβο της εποχικής εργασίας του τουρισμού αλλά και αλλαχου, μιας και κανείς δεν σχολάει πια πριν κλείσει 10-12 ώρες δουλειάς.
Μεταξύ άλλων πολλοί εργοδότες σε πολύ δημοφιλείς τουριστικές περιοχές υποχρεώνουν άμεσα ή έμμεσα τους νεαρούς εργαζόμενους τους να δουλεύουν επί εξάμηνο 7 μέρες τη βδομάδα και 10 έως 14 ώρες τη μέρα.
Ως δέλεαρ δίνουν πολύ καλούς μισθούς θεωρητικά αλλά αυτό είναι προφανές ότι δεν αρκεί καθώς δεν πρόκειται για θέσεις εργασίας που έχουν μία μονιμότητα ή μία μακροχρόνια προοπτική ή έστω μία πιθανότητα εξοικονόμησης και αποταμίευσης για τους εργαζόμενους.
Είναι προφανές ότι θα μπορούσαν αντί για έξι και επτά μέρες την εβδομάδα να απασχολούν τον εποχιακά εργαζόμενο στον τομέα του τουρισμού 5 ημέρες και αντί για 10 και 12 μόνο οκτώ ώρες.
Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να μειώσουν και λίγο το πακέτο των προσφερόμενων αποδοχών τους και από 1.200 για παράδειγμα ευρώ να δίνουν 1000. Είναι προφανές ότι παρά τη μείωση του μισθού το συνολικό πακέτο θα ήταν πολύ πιο ελκυστικό για τον εργαζόμενο.
Πώς θα καλύψουν το κενό θα πει κανείς καθυστερημένος.
Το κενό των δύο έως τεσσάρων ωρών την ημέρα και των δύο ημερών την εβδομάδα που θα μείνουν κενές θα το καλύπτει φυσικά ένας ακόμη εργαζόμενος ο οποίος θα εργάζεται με μερική απασχόληση.
Η μερική απασχόληση αυτόν ακριβώς τον προορισμό και τον σκοπό είχε από τη φύση της και τη λογική, δηλαδή να καλύψει ένα νομοθετικό καταρχήν περιορισμό (που θεωρητικά ήταν η προστασία του ωραρίου των εργαζομένων η οποία έχει καταστρατηγηθεί) και από την άλλη όταν η ίδια η φύση μιας υπηρεσίας καθιστά επιτακτική την ανάγκη λειτουργίας της επί αδιάκοπα μεγάλα χρονικά διαστήματα τότε να συμπληρώνεται με την προσθήκη ενός ακόμη εργαζόμενου πλήρους η μερικής απασχόλησης.
Στην πραγματικότητα το κόστος για τους εργοδότες στην περίπτωση αυτή θα ήταν αμελητέο μιας και τα 600 και 700 ευρώ που θεωρητικά θα δίνονταν σε έναν εργαζόμενο μερικής απασχόλησης θα τα εξοικονομούσαν περικόπτοντας 100 και 200 ευρώ από τον καθέναν από τους τρεις ή τέσσερις υπαλλήλους που απασχολούσαν με πλήρη απασχόληση.
Αυτό δεν συμβαίνει δυστυχώς και φτάσαμε σε μία εργασιακή κουλτούρα από τα μνημόνια και μετά που πρέπει να δουλεύει κανείς αδιάκοπα χωρίς σκοπό και νόημα και απαιτούμε ταυτόχρονα να βρεθεί και προσωπικό που να δέχεται αυτά τα πράγματα.
Ο τουρισμός όμως είναι μόνο η αφορμή, δυστυχώς σε όλα τα εργασιακά επίπεδα η ίδια κατάντια επικρατεί με εξαίρεση το δημόσιο τομέα.
Κοντολογίς, η μερική απασχόληση έπρεπε να είναι μαζικά εφαρμοσμένη δυνατότητα εργασίας, αναλογικά και δίκαια πληρωμένη, ανερχόμενη στο ήμισυ του οκταώρου η και λιγότερο που θα έδινε εμπειρία σε νέους εργαζομένους και ελεύθερο χρόνο και ξεκούραση σε παλαιότερους εργαζομένους που είναι στο όριο των αντοχών τους η νεαρές μητέρες και μπαμπάδες κλπ. Αντ αυτού κατάντησε από τα γεννοφάσκια της ένα νεοφιλελέ όχημα αισχρής εκμετάλλευσης.
Facebook Comments