Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου, με μεγάλο νικητή τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, προκάλεσε αίσθηση, καθότι πολύ λίγοι είχαν προβλέψει διψήφια διαφορά μεταξύ πρώτου και δευτέρου κόμματος, πολλώ δε μάλλον διαφορά που θα ξεπερνούσε το 20%, δηλαδή νίκη με double score με αθλητικούς όρους.

Η απελθούσα κυβέρνηση διατήρησε – και ενίσχυσε – τις δυνάμεις της, πράγμα σπάνιο έπειτα από 4ετή διακυβέρνηση και αποτέλεσμα της επιθυμίας των πολιτών για μια συνεπή, σταθερή, και σοβαρή κυβέρνηση.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς ανιχνεύεται στην εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στο χαμηλότερο ποσοστό του από το 2012, όταν ανεδείχθη σε κόμμα με κυβερνητική προοπτική εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης για το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία εν γένει.

H δυσπιστία των πολιτών απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται σε δύο παραμέτρους:

Η πρώτη και ενδεχομένως σημαντικότερη ως εκλογικό κριτήριο για τους πολίτες, είναι το αναποτελεσματικό μείγμα πολιτικής που προτείνει η αριστερά, βασιζόμενο σε αυξήσεις φόρων όπως πλέον ομολογούν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και του ΠΑΣΟΚ), συγκρινόμενο με το μείγμα πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, η οποία προχώρησε σε μειώσεις φόρων και προσέλκυση επενδύσεων, οδηγώντας σε σημαντική μείωση της ανεργίας αλλά και αύξησης του κατώτατου και του μέσου μισθού, καθώς και σε αύξηση στο ονομαστικό και στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας.

Η δεύτερη παράμετρος της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η τοξικότητα της ρητορικής του, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα αντιθεσμικά χαρακτηριστικά του κόμματος και των στελεχών του. Οι πολίτες έχουν εν πολλοίς ξεπεράσει την τοξική ρητορική που χαρακτήρισε τα χρόνια της βαθέως οικονομικής κρίσης, η κοινωνία έχει ωριμάσει και δείχνει να αισθάνεται αποστροφή προς συμπεριφορές που την αναγκάζουν να επιστρέψει σε αυτά. Παρά την παραδοχή του ΣΥΡΙΖΑ πως έλαβε το μήνυμα των εκλογών και θα διαμορφώσει τη στάση του ανάλογα, κάτι τέτοιο καθίσταται νομοτελειακά αδύνατο.

Από τη ονομαστική στοχοποίηση δικαστών και δημοσιογράφων από τον Παύλο Πολάκη, τις προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα να ελέγξουν “όλους τους αρμούς της εξουσίας” εάν κληθούν να ξανακυβερνήσουν, έως και τους δύο κορυφαίους Υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ που προσφάτως καταδικάστηκαν από την ελληνική δικαιοσύνη (ο Νίκος Παππάς για την προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ μέσω τηλεοπτικών αδειών‧ ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος για παραβάσεις καθήκοντος σχετικές με παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, με την υπόθεση Novartis να αποτελεί μία εξ’ αυτών των παρεμβάσεων), ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα εξ’ ορισμού αντιθεσμικό κόμμα το οποίο βρέθηκε, λόγω συγκυριών, σε θεσμικούς ρόλους. Το έχει άλλωστε αποδείξει ακόμη και σε ποινικά ζητήματα, με στελέχη του να βρίσκονται ως μάρτυρες υπεράσπισης σε δίκη της 17Ν, να υπογράφουν κείμενο υπέρ του Δημήτρη Κουφοντίνα, και μόλις πριν λίγες ημέρες να υπερασπίζονται τον εθνικό μηνυτή, πολέμιο της ελευθερίας έκφρασης και επικεφαλής ΜΚΟ, Παναγιώτη Δημητρά, του οποίου η περιουσία δεσμεύτηκε από την Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επισκευάζεται, και η χώρα δεν έχει ανάγκη από αντιθεσμική αντιπολίτευση. Πολλοί προοδευτικοί πολίτες (και πολιτικοί) που προέρχονται από την κεντροαριστερά στηρίζουν τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη ακριβώς διότι αποτελεί τη μόνη υπεύθυνη πρόταση διακυβέρνησης της χώρας.

Όσοι δεν θέλουν να το πράξουν στις επικείμενες εκλογές της 25ης Ιουνίου, ας αναλογιστούν τουλάχιστον ποια αντιπολίτευση είναι εθνικά ωφέλιμη και θεσμικά αρμόζουσα σε μία κανονική, σύγχρονη, ευρωπαϊκή χώρα, η οποία σέβεται την διάκριση των εξουσιών, την επιβολή του νόμου, και την ατομική ελευθερία.

Facebook Comments