Μήνυμα δημοσιονομικής συγκράτησης και μείωσης του χρέους στέλνουν οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης στην Ελλάδα, παρά την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας που αναμένεται τόσο για φέτος όσο και το επόμενο έτος.

Για αυτόν τον λόγο άλλωστε η κυβέρνηση διαμηνύει σε κάθε ευκαιρία ότι η δημοσιονομική σύνεση αποτελεί και την κύρια προτεραιότητα, έστω και αν το πλεόνασμα φέτος – σύμφωνα με εκτιμήσεις – μπορεί να κινηθεί υψηλότερα από τον αναβαθμισμένο στόχο του 1,1%. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ο μεγάλος στόχος για την οικονομία θα πρέπει να είναι το χρέος της γενικής κυβέρνησης, που διαμορφώνεται στα 357 δισ. ευρώ, να μειωθεί τα επόμενα χρόνια σε απόλυτους αριθμούς.

Fitch και Moody’s, οι δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους οι οποίοι και δεν έχουν ακόμη δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα υπογραμμίζουν μέσα από νέες τους εκθέσεις, τι είναι αυτό που θα οδηγήσει σε μία θετική κίνηση αξιολόγησης.

Ο οίκος Fitch δύο περίπου μήνες πριν την κρίσιμη «ετυμηγορία» του για την χώρα μας, σε ανάλυση για τις προοπτικές των ευρωπαϊκών χωρών και τους παράγοντες που θα παίξουν ρόλο στην πορεία της αξιολόγησής τους, υπογραμμίζει πως το «κλειδί» είναι η πορεία των δημόσιων οικονομικών και η τροχιά των δεικτών χρέους. Η Moody’s εξηγεί γιατί δεν μπορεί ακόμα να δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το πιστωτικό της προφίλ έχει αρκετές δυνάμεις.

Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Fitch, η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από διαρθρωτικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των δεικτών διακυβέρνησης και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που είναι από τους υψηλότερους στο περιβάλλον των χωρών που βαθμολογούνται κάτω της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτά τα πλεονεκτήματα έρχονται ωστόσο σε αντίθεση με την «κληρονομιά» της κρίσης χρέους, η οποία περιλαμβάνει υψηλά επίπεδα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, χαμηλές μεσοπρόθεσμες δυνατότητες ανάπτυξης και ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.

Η Fitch αναμένει συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης το 2023, με το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα να αυξάνεται στο 1,2%, υποστηριζόμενο από την ισχυρή αύξηση των εσόδων και τον περιορισμό των δαπανών. Τα φιλόδοξα δημοσιονομικά σχέδια της κυβέρνησης, όπως επισημαίνει, τοποθετούν τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,5% του ΑΕΠ ετησίως το 2024-2026 σε μέσο όρο, εν μέρει χάρη στις βελτιωμένες εισπράξεις εσόδων. Οι κίνδυνοι πάντως γύρω από τις πιέσεις των δαπανών θα μπορούσαν να περιπλέξουν την επίτευξη αυτών των στόχων, όπως επισημαίνει ο οίκος.

Στο βασικό σενάριο της Fitch ο δείκτης δημόσιου χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί κατά περισσότερο από 50% έως το 2025 και στο 149,7% σε σχέση με το υψηλό του 206% το 2020, μια από τις πιο μεγάλες μειώσεις σε όλες τις χώρες που αξιολογεί ο οίκος. Οι σταθερές συνθήκες χρηματοδότησης, οι περιορισμένες ανάγκες μετακύλισης χρέους και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα (35 δισ. ευρώ) θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τη διαχείριση του χρέους, όπως προσθέτει.

Σε ότι αφορά το μακροοικονομικό περιβάλλον, ο οίκος επισημαίνει πως η ανάπτυξη του ΑΕΠ  της Ελλάδας ξεπερνά αυτή των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης λόγω των αυξανόμενων επενδύσεων και της πολύ ισχυρής αύξησης του τουρισμού το 2023. Σε συνδυασμό με τον σχετικά σταθερό πληθωρισμό και τη συνεχή απορρόφηση κεφαλαίων της Ε.Ε, αυτό θα συμβάλλει στη διατήρηση της ανάπτυξης στο 2% κατά μέσο όρο το 2023-2025, εκτιμά η Fitch. Τα επίμονα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι πιθανό να χρηματοδοτηθούν κυρίως από τις αυξανόμενες ξένες άμεσες επενδύσεις και τις εισροές κεφαλαίων που δεν δημιουργούν χρέος.

Ενόψει και της επόμενης προγραμματισμένη αξιολόγησης του οίκου για την Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου, και με την αγορά να έχει αποτιμήσει την ισχυρή πιθανότητα η Fitch να δώσει την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα, ο οίκος υπογραμμίζει τους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία θετική κίνηση. Η εμπιστοσύνη σε μια μετεκλογική δημοσιονομική πολιτική που οδηγεί σε μια σταθερή καθοδική πορεία για τον δείκτη χρέους μεσοπρόθεσμα, καθώς και η βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και των επιδόσεων της οικονομίας, για παράδειγμα, λόγω της υψηλότερης επενδυτικής δυναμικής ή/και της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, είναι αυτά που θα «ξεκλειδώσουν» την αναβάθμιση, όπως επισημαίνει.

Από την πλευρά της η Moody’s εξηγεί στην ετήσια ανάλυση της πιστωτικής θέσης της Ελλάδας, ότι ο τραπεζικός κλάδος και δημοσιονομική θέση, κυρίως το υψηλό χρέος, είναι οι παράγοντες που φρενάρουν την αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα.

Το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας και η αξιολόγηση Ba1, που είναι μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, καθορίζεται και διαμορφώνεται από τέσσερις παράγοντες, όπως εξηγεί ο οίκος: 1) την οικονομική ισχύ, 2) την ισχύ των θεσμών και της διακυβέρνησης, 3) τη δημοσιονομική ισχύ και 4) την ευαισθησία στον κίνδυνο διάφορων γεγονότων, εγχώριων και εξωτερικών.

Η Moody’s σημειώνει πως οικονομική ισχύς της Ελλάδας έχει βελτιωθεί και βαθμολογείται πάνω από την αξιολόγηση της χώρας και στο baa2. Υψηλότερα από την κρατική αξιολόγηση είναι και η βαθμολογία της ισχύος των θεσμών και της διακυβέρνησης (baa2), ενώ η δημοσιονομική ισχύς αξιολογείται με ba2, μία βαθμίδα κάτω από αξιόχρεο. Τέλος, ο οίκος βαθμολογεί την ευαισθησία της Ελλάδας στον κίνδυνο γεγονότων στην κατηγορία του «ba» (τρία σκαλοπάτια κάτω από το αξιόχρεο), που σημαίνει ότι «υπόκεινται σε σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο», ειδικά όσον αφορά τον τραπεζικό κλάδο. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο οίκος «ο κίνδυνος του τραπεζικού τομέα παραμένει ένα από τα βασικά τρωτά σημεία της Ελλάδας, παρά τη σημαντικά βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού».

Η Ελλάδα έχει αρκετές πιστωτικές δυνάμεις αλλά και προκλήσεις, τονίζει η Moody’s. Το πιστωτικό της προφίλ υποστηρίζεται από προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες οδήγησαν σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, σε ισχυρότερες επενδύσεις και σε πιο εύρωστο τραπεζικό τομέα. Η οικονομία έχει ξεπεράσει πλήρως το σοκ της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση του 2022, ενώ τα σημαντικά κονδύλια της ΕΕ, μαζί με ιδιωτικές επενδύσεις, θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Μαζί με τις συνεχείς μεταρρυθμίσεις, οι επενδύσεις θα τονώσουν τη δυνητική ανάπτυξη. Επιπλέον, η ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους, το μεγάλο ταμειακό απόθεμα και η ισχυρή προσιτότητα του χρέους υποστηρίζουν το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας.

Παρόλα αυτά, επισημαίνει η Moody’s, το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους αποτελεί βασική πιστωτική πρόκληση για την Ελλάδα. Αν και μειώθηκε απότομα από 206,3% του ΑΕΠ το 2020 σε 171,3% το 2022, οι περαιτέρω μειώσεις θα εξαρτηθούν από τις συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και τους ισχυρούς ρυθμούς ονομαστικής ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε επίσης, με την πάροδο του χρόνου, να συμβάλει σε συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις που θα υπονομεύσουν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Παράλληλα, το αυξανόμενο δημοσιονομικό κόστος και ο αρνητικός αντίκτυπος στη δυνητική ανάπτυξη από την κλιματική αλλαγή και την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, θέτουν πρόσθετες προκλήσεις.

Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της Ελλάδας και άρα στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι οι εξής, κατά τον οίκο: η συνέχιση των οικονομικών πολιτικών και η δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνδυασμό με την επιτυχή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απομένουν, ιδίως στο δικαστικό σύστημα, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε εξωτερικούς κραδασμούς, καθώς και η ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της δημοσιονομικής ισχύος και η εξομάλυνση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μια ταχύτερη αλλαγή στην οικονομική δομή της Ελλάδας που συμβάλλει στη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας θα ήταν επίσης πιστωτική θετική, όπως και περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα που θα μείωναν την αστάθεια στην κερδοφορία και θα έφερναν τους δείκτες ποιότητας ενεργητικού και κεφαλαιοποίησης πιο κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Αντίθετα, ανατροπές πολιτικής ή ενδείξεις ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν δίνουν την αναμενόμενη ώθηση στην ανάπτυξη και στα δημοσιονομικά, θα ασκούσαν πίεση στην αξιολόγηση της Ελλάδας, επισημαίνει η Moody’s.

Ειδικότερα, οι ενδείξεις διαρκούς, σημαντικής επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης, σε συνδυασμό πιθανώς με απότομη επιδείνωση της απόδοσης του τραπεζικού τομέα, θα πυροδοτούσαν την υποβάθμιση της χώρας. Μια κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε επίσης πιθανότατα σε πιέσεις στην αξιολόγησή της.

Facebook Comments