Ιδιαίτερα θετική για την Ελλάδα και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εμφανίζεται η Goldman Sachs.
Όπως σημειώνει, μετά από δύο χρόνια ισχυρής ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να παρουσιάζει ισχυρές επιδόσεις. Η σύνθεση της οικονομικής της ανάπτυξης βρίσκεται σε πιο ελπιδοφόρα βάση από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ: η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτερα από τη δημόσια κατανάλωση, ενώ η αύξηση των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του τομέα στέγασης, έχει ανακάμψει με τον υψηλότερο ρυθμό από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Ωστόσο, το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ εξακολουθεί να βρίσκεται 17% κάτω από το επίπεδο του 2007 και υπάρχει ακόμη πολύ έδαφος για κάλυψη αυτού του χάσματος, επισημαίνει η Goldman. Ο δείκτης τρέχουσας δραστηριότητας (CAI) υποδεικνύει κάποια επιβράδυνση, αλλά παραμένει συνεπής με τη συνεχιζόμενη οικονομική ανθεκτικότητα.
Εντωμεταξύ, όπως προσθέτει η αμερικάνικη τράπεζα, η ελληνική αγορά εργασίας έχει φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης που έχει καταγραφεί ποτέ. Η αύξηση της απασχόλησης ήταν ευρεία, σε διάφορες δημογραφικές ομάδες και τομείς, με μια ισχυρή αγορά εργασίας να προσφέρει αύξηση ονομαστικών μισθών άνω του 7% το πρώτο εξάμηνο του 2024 και υπάρχει σημαντικός χώρος για περαιτέρω ανάπτυξη δεδομένου του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης των γυναικών (54,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2024). Μόλις πρόσφατα, η ελληνική αγορά εργασίας άρχισε να χαλαρώνει με τα ποσοστά κενών θέσεων να αρχίζουν να μειώνονται, επισημαίνει η Goldman.
Η βελτίωση της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι ιδιαίτερα απαραίτητη δεδομένης της δημογραφικής ευθραυστότητας της χώρας. Ο μόνιμος πληθυσμός μειώθηκε σχεδόν κατά 5% την τελευταία δεκαετία και η χώρα χρειάζεται να αυξήσει τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας για να τροφοδοτήσει μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, τονίζει χαρακτηριστικά.
Το εύρος της βελτίωσης της αγοράς εργασίας αντανακλά την ευρεία φύση της ελληνικής ανάκαμψης, που εκτείνεται από τις υπηρεσίες στη μεταποίηση, επισημαίνει η G.S. Ο μεταποιητικός τομέας αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα περίπου το 16% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και το 13,5% του ΑΕΠ. Αλλά αντίθετα από τις άλλες οικονομίες της περιοχής, η μεγάλη ανάκαμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας της Ελλάδας συνοδεύτηκε από άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, επωφελούμενη από την αύξηση των επενδύσεων άνω του μέσου όρου.
Παρά την απουσία ειδικής κλαδικής δημοσιονομικής στήριξης όπως στην Ιταλία, ο κατασκευαστικός τομέας (2,5% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας) έχει ενταχθεί στη γενική ανάκαμψη. Ενώ η πρόσφατη βελτίωση στον τομέα ήταν ισχυρή, τα επίπεδα δραστηριότητας παραμένουν συγκρατημένα λόγω ιστορικών συγκρίσεων. Ένα επίπεδο ετήσιων επενδύσεων που ευθυγραμμίζεται με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ παραμένει ακόμα μακριά, και ενώ οι τιμές των (αστικών) ακινήτων έχουν ανακάμψει, παραμένουν 20% κάτω από το 2005 σε πραγματικούς όρους.
Στο πλαίσιο της παραπάνω ισχυρής μακροοικονομικής προοπτικής και χάρη στη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή υποστήριξη, η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται να ακολουθήσει μια συντηρητική δημοσιονομική στάση.
Το Υπουργείο Οικονομικών έχει δεσμευτεί σε ένα μεγαλύτερο πρωτογενές ισοζύγιο (σε % του ΑΕΠ) από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και επωφελείται από το χαμηλότερο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού στην περιοχή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι περίπου το 70% του ελληνικού δημόσιου χρέους αφορά ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης πολύ μεγάλης διάρκειας, περιορίζοντας το μερίδιο του δημόσιου χρέους στην αγορά και την επίδραση των ασταθών επιτοκίων στο κόστος του δημόσιου χρέους.
Η Goldman συνεχίζει να βλέπει ισχυρές προοπτικές για ανάκαμψη των επενδύσεων στην Ελλάδα. Οι εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (RF) θα κορυφωθούν το 2024-2025 και το πρόγραμμα θα στρέφεται όλο και περισσότερο προς τη στήριξη δαπανών κεφαλαίων.
Επιπλέον, η θεσμική ποιότητα του Ελληνικού Δημοσίου συνεχίζει να βελτιώνεται, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς στο υψηλότερο επίπεδο από την κρίση του δημόσιου χρέους.
Πιο πρόσφατα, η έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης για την ανάπτυξη υποδομών 2024 της Παγκόσμιας Τράπεζας που επικεντρώνεται στη σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την ανάπτυξη έργων υποδομής τοποθετεί την Ελλάδα στην κορυφή της διανομής στην Ευρώπη.
Δεδομένου του μακροοικονομικού τοπίου και των θετικών προοπτικών από τους οίκους αξιολόγησης, η G.S. θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλή θέση για πιθανή νέα αναβάθμιση της αξιολόγησης στις προσεχείς αξιολογήσεις (S&P στις 18 Οκτωβρίου, Fitch στις 22 Νοεμβρίου, Scope Ratings στις 6 Δεκεμβρίου).
Κούρταλη Ελευθερία
Facebook Comments