Η Ελλάδα βρίσκεται εδώ και δεκαετίες εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο και καταστροφικό κύκλο.

Έναν κύκλο που δεν αφορά απλώς την οικονομία ή την πολιτική, αλλά αγγίζει τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής, της καθημερινότητας, της ίδιας της ταυτότητας του λαού. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η κρίση, τα μνημόνια ή η διαφθορά∙ αυτά υπήρχαν και θα υπάρχουν. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι έχει αλλάξει ριζικά η σύνθεση και η ποιότητα του κοινωνικού ιστού, με τρόπο που δεν φαίνεται αναστρέψιμος.

Στο κέντρο αυτής της αλλαγής βρίσκεται η πρωτεύουσα, η Αθήνα, που από πόλη-σύμβολο του νεοελληνικού κράτους, κατέληξε σε έναν τόπο ασφυκτικό, υποβαθμισμένο, δύστροπο για τους κατοίκους του, ενώ παράλληλα η επαρχία ερημώνει. Ο μισός αντρικός πληθυσμός στην ύπαιθρο γερνάει χωρίς σύντροφο και χωρίς παιδιά, την ίδια ώρα που οι νέες κοπέλες συρρέουν στην Αθήνα για μία αμφίβολη “αυτονομία”. Εν τω μεταξύ, ένα ολόκληρο τρίτο της νέας γενιάς έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Το κοκτέιλ είναι εκρηκτικό.

Η εικόνα που διαγράφεται για τα επόμενα δέκα χρόνια είναι τρομακτική: η επαρχία θα γεμίσει με γερασμένους άνδρες χωρίς οικογένεια, η Αθήνα με μοναχικές γυναίκες και εκατομμύρια ηλικιωμένους που τα παιδιά τους ζουν αλλού. Ένας κοινωνικός ιστός έτοιμος να σπάσει. Και αυτό το σπάσιμο θα εκδηλωθεί με οργή από τους πιο αδύναμους κρίκους: τους εγκλωβισμένους νέους της φτωχοποιημένης τάξης, οι οποίοι θα ξεσπάσουν στους ακόμα πιο αδύναμους – στους ηλικιωμένους, στις γυναίκες, στους μοναχικούς.

Η σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομικά ασταθής, είναι κοινωνικά ανορθολογική. Και αυτό το άρθρο επιχειρεί να φωτίσει πλευρές της κρίσης που λίγοι τολμούν να πουν δημόσια.

Η ΑΘΗΝΑ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Η σημερινή Αθήνα είναι μία πόλη μη βιώσιμη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους. Σήμερα, πάνω σε αυτόν τον αριθμό έχουν προστεθεί εκατομμύρια αλλοδαποί, κυρίως άνδρες, και εκατομμύρια ζώα συντροφιάς. Ο προσωπικός χώρος των ανθρώπων έχει μειωθεί σε βαθμό εξευτελιστικό, και αυτό εξηγεί τη δραματική αύξηση ψυχολογικών διαταραχών και ψυχοσωματικών νοσημάτων. Η ποιότητα ζωής έχει εκπίσει σε επίπεδο που σε άλλες χώρες θα θεωρείτο κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Η ηχορύπανση είναι αστρονομική. Ο κόσμος την έχει συνηθίσει, λες και είναι κάτι φυσικό, παρότι καταστρέφει την υγεία. Το ίδιο και η ατμοσφαιρική ρύπανση. Κανείς δεν τη θεωρεί πλέον επιβαρυντική. Η μοναξιά και η αποξένωση αντιμετωπίζονται σαν φυσιολογικές καταστάσεις, παρότι οδηγούν χιλιάδες ανθρώπους σε ψυχιατρικές διαταραχές. Έτσι, η πρωτεύουσα έχει μετατραπεί σε μια μηχανή κανονικοποίησης του αφύσικου. Ο πληθυσμός όχι μόνο το αποδέχεται, αλλά και το αφομοιώνει.

Αυτό το μοτίβο το εκμεταλλεύτηκαν και οι επιχειρηματίες της διασκέδασης. Σου λένε: “Αφού οι Αθηναίοι αντέχουν στη φασαρία, στη βρωμιά και στη ρύπανση, τότε θα αντέξουν και σε χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών”. Έτσι, τα μαγαζιά γέμισαν με δήθεν “vintage” και “minimal” διακόσμηση, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά τρόποι αποφυγής των εξόδων για θέρμανση και επίπλωση. Έτσι προέκυψε και το φαινόμενο του “ποτού στο πεζοδρόμιο”, όπου ο πελάτης στέκεται όρθιος για ώρες, βαφτίζοντας την έλλειψη υποδομών “μόδα”.

Η καθημερινή διατροφή στις λαϊκές περιοχές είναι αισχρή. Παρά τις τηλεοπτικές εκπομπές μαγειρικής, η πραγματικότητα είναι ότι τα έξι εκατομμύρια της Αθήνας δυσκολεύονται να προμηθευτούν ποιοτικές τροφές. Ο κόσμος έχει συνηθίσει στην ασχήμια. Το ίδιο ισχύει και για τη θέρμανση: από τα χρόνια των μνημονίων, οι περισσότερες πολυκατοικίες έχουν την κεντρική θέρμανση μόνο διακοσμητικά. Ακόμα και οι χώροι εργασίας, εκτός λίγων πολυεθνικών, δεν θερμαίνονται. Στην επαρχία, αντίθετα, ακόμα και το πιο φτωχό καφενεδάκι έχει ξυλόσομπα και λειτουργεί ως κέντρο θαλπωρής για τους φτωχότερους. Αυτή είναι η μεγάλη κοινωνική αντίθεση.

Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’80 ΚΑΙ ’90 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΣΗΜΕΡΑ

Η διαφορά της σημερινής ελληνικής κοινωνίας με εκείνη των δεκαετιών του ’80 και του ’90 είναι συγκλονιστική. Τότε η κοινωνία άνθιζε, ήταν πιο ανέμελη, πιο χαρούμενη. Ο μέσος Αθηναίος είχε γεννηθεί ή μεγαλώσει στην επαρχία. Ήταν παραδοσιακός, οικογενειάρχης, πατριαρχικός. Η αξιακή του βάση ήταν ταυτόσημη με εκείνη της υπαίθρου. Υπήρχε συνέχεια στις παραδόσεις και στις πράξεις.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και μετά συντελέστηκε μία τεκτονική αλλαγή. Ξεκίνησε το τελευταίο μεγάλο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης, αυτή τη φορά όχι οικογενειακής, αλλά γυναικείας. Νεαρές κοπέλες εγκατέλειψαν τα χωριά και τις πόλεις της περιφέρειας και κατέκλυσαν την Αθήνα για “δουλειά” και “ανεξαρτησία”. Την ίδια εποχή, τα τηλεοπτικά σόου με γυναίκες και gay παρουσιαστές κυριάρχησαν στα ΜΜΕ, διαμορφώνοντας μία νέα κουλτούρα, ενώ οι προοδευτικοί άνδρες των ΜΜΕ προωθούσαν την …αποβλαχοποίηση! Παράλληλα, χιλιάδες μετανάστες εγκαταστάθηκαν στο κέντρο, αλλοιώνοντας ριζικά τον πληθυσμό. Οι παλιοί κάτοικοι μετακόμισαν στα βόρεια προάστια. Ό,τι ζούμε σήμερα είναι αποτέλεσμα εκείνων των χρόνων.

Η αποβλαχοποίηση ήταν καθοριστική. Δημιούργησε μια γενιά που ντρεπόταν για την καταγωγή και την προφορά της. Οι Αθηναίοι άρχισαν να προφέρουν το “ν” και το “λ” σχεδόν άηχα, σαν να ήθελαν να ξεριζώσουν κάθε χωριάτικο στοιχείο. Το “σ” πήρε γαλλική προφορά. Οι χασμωδίες έγιναν κανόνας ακόμα και στα ΜΜΕ. Ο αργός, μεστός λόγος της παλιάς γενιάς αντικαταστάθηκε από έναν ακατάπαυστο καταιγισμό λέξεων χωρίς τελείες, χωρίς κενά, χωρίς χρόνο για σκέψη. Απαγορεύτηκε η σιωπή, καταργήθηκε ο στοχασμός. Έτσι διαμορφώθηκε ένας άνθρωπος βιαστικός, αγχωμένος, κενός.

Η ΦΕΜΙΝΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ

Για να εξηγηθεί η σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, αρκεί να δούμε την αλλαγή στους όρους εξουσίας. Από την πατριαρχία περάσαμε στη φεμιναρχία. Και δεν μιλάμε για μητριαρχία, όπου οι μητέρες θα αποφάσιζαν για τις οικογένειες. Η φεμιναρχία είναι κάτι άλλο: οι αποφάσεις λαμβάνονται από πλούσιες και άτεκνες γυναίκες, αλληλέγγυες μεταξύ τους και προς τους gay, αλλά εχθρικές προς τους άντρες (εκτός από τους εργοδότες τους). Δεν δείχνουν αλληλεγγύη ούτε στις παντρεμένες γυναίκες με παιδιά, ούτε στις παραδοσιακές νοικοκυρές της επαρχίας. Αυτό το μοντέλο έχει αλλοιώσει όχι μόνο τον ρόλο των φύλων, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο που η κοινωνία λειτουργεί.

Η ΣΤΡΕΒΛΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της παρακμής είναι η οικοδομική ανάπτυξη της Αττικής. Τα τελευταία χρόνια, περιοχές όπως η Νέα Σμύρνη, η Γλυφάδα, το Ελληνικό και γενικότερα τα προάστια γνώρισαν έκρηξη ανοικοδόμησης. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται θετικό. Στην πραγματικότητα, είναι ολέθριο. Γιατί η ανοικοδόμηση δεν χρειαζόταν στην Αθήνα αλλά στην επαρχία, ώστε να δημιουργηθούν εκεί υποδομές για νέες οικογένειες και καλύτερη ζωή. Αντιθέτως, η επαρχία έμεινε στάσιμη, ενώ η πρωτεύουσα κυψέλοποιείται. Σύντομα οι ίδιες περιοχές που ήταν ελκυστικές λόγω ανοιχτών χώρων θα θυμίζουν Κυψέλη: χωρίς ήλιο, χωρίς θέα, χωρίς ησυχία.

Οι αγορές αυτών των διαμερισμάτων γίνονται κυρίως από αλλοδαπούς. Φτωχότεροι στα κέντρα, πλουσιότεροι στα προάστια. Ειδικά τα νότια προάστια σε λίγα χρόνια θα αποτελούνται πλειοψηφικά από εύπορους ξένους. Τι όφελος έχει από αυτό η ελληνική μεσαία τάξη, που δεν μπορεί να αγοράσει εκεί; Ελάχιστο. Ακόμα και τα φορολογικά έσοδα για το κράτος είναι ισχνά μπροστά στο μέγεθος του δημόσιου χρέους. Έτσι, το οικιστικό κεφάλαιο της χώρας αναλώνεται ξανά χωρίς κανένα ουσιαστικό κέρδος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η Ελλάδα έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο κοινωνικής, πολιτισμικής και δημογραφικής παρακμής. Η Αθήνα, από κέντρο πολιτισμού, έγινε κέντρο αποξένωσης. Η επαρχία, από κοιτίδα ζωής, έγινε γεροντοκρατούμενη ερημιά. Οι νέοι μετανάστευσαν. Οι γυναίκες εγκλωβίστηκαν σε μια ψεύτικη αυτονομία. Οι άντρες γερνούν μόνοι. Το μέλλον που διαγράφεται είναι ζοφερό. Και το χειρότερο είναι ότι η κοινωνία το έχει αποδεχθεί σαν κάτι φυσιολογικό.

Αν δεν ανατραπεί αυτός ο κύκλος, η Ελλάδα δεν θα έχει αύριο. Και δεν μιλάμε μόνο για οικονομία ή γεωπολιτική∙ μιλάμε για την ίδια την ύπαρξη της ελληνικής κοινωνίας όπως τη γνωρίζαμε. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει ακόμη χρόνος για να ξαναφτιαχτεί ο ιστός που σκίστηκε, ή αν έχουμε περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή.

Facebook Comments