Μετά τον παγκόσμιο κατακλυσμό της ψήφου Leave στο βρετανικό δημοψήφισμα της περασμένης Πέμπτης, δεν επακολούθησε μόνο παγκόσμιο κραχ στις αγορές. Επακολούθησε και πολιτικό χάος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική της ιστορία, το πολιτικό σύστημα της Μεγάλης Βρετανίας (το επονομαζόμενο και “Westminster”) φαίνεται να βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης ως απόρροια της ψήφου της πλειοψηφίας των Βρετανών πολιτών. Αυτή η διάλυση δεν εγγυάται ότι το δημοψήφισμα θα ακολουθηθεί από μια ομαλή διαδικασία εξόδου της χώρας απ’ την ΕΕ, χωρίς εθνική, συνταγματική και οικονομική κρίση στο Νησί.
 
Κατ’ αρχήν, οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του στρατοπέδου Brexit έσπευσαν να προεξοφλήσουν πολύ νωρίς την ήττα τους, ενώ αμέσως μετά τη νίκη, ο τέως δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον δήλωσε, εμφανώς αμήχανος, ότι «δεν υπάρχει βιασύνη» να ενεργοποιήσει η βρετανική κυβέρνηση το άρθρο 50 της Συνθήκης ΕΕ, δηλαδή την διετή διαδικασία που καταλήγει στην τυπική αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την Ένωση. Οι λόγοι γι’ αυτήν την εφεκτική στάση απέναντι σε μια πραγματική απόσχιση του Νησιού από την Ευρωπαϊκή Ήπειρο είναι πολλοί και συγκλίνοντες.
 
Πρώτος και σημαντικότερος είναι ο επαπειλούμενος εθνικός ακρωτηριασμός. Οι Σκωτσέζοι ψήφισαν μαζικά υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ γιατί δε θέλουν επ’ ουδενί να τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική τους ευημερία λόγω της αποκοπής τους απ’ την Ενιαία Αγορά, ενώ και οι Βόρειοι Ιρλανδοί ψήφισαν υπέρ του Remain για να μην τεθεί σε κίνδυνο η διαδικασία ειρήνευσης με την Ιρλανδία και το επίπεδο οικονομικής ολοκλήρωσης που έχουν με αυτήν. Επί κυβερνήσεων Τόνυ Μπλερ, χορηγήθηκε στη Σκωτία και στην Βόρεια Ιρλανδία ένα καθεστώς αυξημένης αυτονομίας (devolution), το οποίο έχει ενσωματώσει μέσα στην νομοθεσία τους το κοινοτικό κεκτημένο, δηλαδή όλη τη νομοθεσία της ΕΕ.
 
Σύμφωνα με τις συμβάσεις του Συντάγματος (το Ηνωμένο Βασίλειο δεν διαθέτει γραπτό, τυπικό Σύνταγμα), ουδεμία αλλοίωση αυτής της ενσωματωμένης ευρωπαϊκής νομοθεσίας δεν μπορεί να γίνει χωρίς την συγκατάθεση των τοπικών κοινοβουλίων στο Εδιμβούργο και στο Μπέλφαστ, κάτι που δεν προτίθενται να κάνουν οι τοπικοί βουλευτές, τουλάχιστον οι Σκωτσέζοι. Αν το Westminster επιμείνει σε μονομερείς ενέργειες παραγκωνίζοντας τα τοπικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις, θα ανοίξει ουσιαστικά το δρόμο για απόσχιση της Σκωτίας απ’ το Ηνωμένο Βασίλειο και για ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Και αυτήν την ιστορική ευθύνη ουδείς σώφρων, μη αυταρχικός πολιτικός είναι πρόθυμος να την αναλάβει.
 
Εκτός από την εθνική κρίση, όμως, σοβεί και η συνταγματική κρίση στην καρδιά του Westminster. Πράγματι, η βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων θεωρείται παραδοσιακά κυρίαρχη (parliamentary sovereignty). Ουδείς μπορεί να την δεσμεύσει νομικά να λάβει ή να μη λάβει μια απόφαση. Έτσι και μετά από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου: πρόκειται, νομικά πάντα, για ένα συμβουλευτικό εργαλείο, που απλώς επιδεικνύει στο Κοινοβούλιο την θέληση του λαού, χωρίς όμως να το δεσμεύει. Δεδομένου ότι ο Πρωθυπουργός Κάμερον ήδη τελεί υπό παραίτηση μετά την τυχοδιωκτική του κίνηση να προχωρήσει σε δημοψήφισμα για να ενώσει το διχασμένο Συντηρητικό Κόμμα και να κερδίσει τις εκλογές του 2015, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης βάλλεται μέσα απ’ το ίδιο του το κόμμα για την επαμφοτερίζουσα στάση του, η Αριστερά της Αριστεράς υπέρ του Brexit (Lexit) είναι αποδιοργανωμένη και χωρίς ηγεσία, ενώ οι πριμαντόνες της άκρας Δεξιάς (Μπόρις Τζόνσον, Νάιτζελ Φαράζ) φαίνεται να τελούν σε κατάσταση αμηχανίας – αν όχι πανικού – μετά το αναπάντεχο αποτέλεσμα, η μόνιμη επωδός είναι ότι «το Ηνωμένο Βασίλειο δεν πρέπει να βιαστεί να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 μέχρις ότου αποκτήσει ξεκάθαρο σχέδιο για την έξοδο».
 
Αν προστεθούν και οι περίπου 4 εκατομμύρια υπογραφές που έχουν συγκεντρωθεί εντός 72 ωρών από Βρετανούς, με τις οποίες ασκείται πίεση στο Κοινοβούλιο να επανέλθει στο θέμα, αυτήν τη στιγμή δεν φαίνεται καμία βρετανική δύναμη στον ορίζοντα που να ωθήσει αποφασιστικά το Brexit. Εξάλλου, δεν είναι τυχαία η στάση της Καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία δήλωσε ότι «οι Βρετανοί θα πρέπει να έχουν το χρόνο να σκεφτούν πιο ώριμα τις συνέπειες της απόφασής τους». Η κατάρρευση της ισοτιμίας της λίρας στερλίνας προς το ευρώ, η ραγδαία μείωση της αποτίμησης των ακινήτων, το κραχ του City, η μαζική κίνηση Βόρειων Ιρλανδών να αποκτήσουν ιρλανδικό διαβατήριο και οι εκκλήσεις χιλιάδων Λονδρέζων πολιτών να επανεξεταστούν οι επιπτώσεις ενός πραγματικού Brexit στην οικονομία της πιο ανοιχτής, διεθνοποιημένης και κοσμοπολίτικης πόλης της Ευρώπης αυξάνουν κι άλλο την πίεση προς το ακέφαλο και αποδιοργανωμένο Westminster.
 
Σ’ αυτό το φυγόκεντρο, ευθυνόφοβο και ουσιαστικά ασύντακτο βρετανικό σκηνικό προστίθενται και οι εκκλήσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) για ένα γρήγορο ξεκαθάρισμα της κατάστασης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ακόμα περισσότερο η υδραυλική πίεση προς το στρατόπεδο των διαδόχων του μοιραίου Κάμερον. Με αυτά τα δεδομένα, και μπροστά στο φάσμα μιας μικράς Αγγλίας που θα εκλιπαρεί την ΕΕ να αποκτήσει πρόσβαση στην Ενιαία Αγορά, έστω και με υψηλότερο τίμημα από τη σημερινή της εισφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ, δεν είναι διόλου απίθανο να δούμε μια κυβίστηση γιγαντιαίων διαστάσεων του βρετανικού πολιτικού προσωπικού μέσα στους επόμενους μήνες. Όταν λέμε ότι «η Δημοκρατία δε γνωρίζει αδιέξοδα», αυτό σημαίνει επίσης ότι η Δημοκρατία μπορεί ανά πάσα στιγμή να άρει δημοκρατικά τα αδιέξοδα που η ίδια έχει δημιουργήσει.

Facebook Comments