Πράγματι αυτό που παρατηρούμε από την έναρξη αυτής της ατέρμονης κρίσης είναι ότι ο διακυβερνητικός παράγοντας στη διακυβέρνηση της Ε.Ε. έχει αποκτήσει περισσότερη ισχύ εις βάρος του κοινοτικού πνεύματος.

Αντί για συνεκτικά σχέδια που να προετοιμάζει και να διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό τη δημοκρατική παρακολούθηση και έλεγχο του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και με την αρωγή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, φαίνεται πως οι ηγέτες της Ε.Ε. αφήνουν τώρα τις εθνικές διαπραγματευτικές γραμμές και στρατηγικές να κυριαρχήσουν στην καρδιά της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως σαν μία καθαρά φορμαλιστική παρατήρηση, όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία:

Οι εθνικές έριδες όχι μόνον παράγουν λιγότερη δημοκρατική νομιμοποίηση και αποξενώνουν τους ευρωπαίους πολίτες -ιδίως αυτούς που προέρχονται από τα μικρότερα και πιο αδύναμα κράτη-μέλη της Ε.Ε.- από το ευρωπαϊκό όραμα, αλλά φέρνουν επίσης μειωμένη αποτελεσματικότητα στη λήψη αποφάσεων.

Ο διακυβερνητισμός εξ ορισμού προσπαθεί να συμφιλιώσει μία μυριάδα ιδιαίτερων εθνικών αναγκών και απαιτήσεων, αντί να παράγει ρυθμίσεις που να προωθούν το ευρωπαϊκό συλλογικό συμφέρον πέραν και πάνω από τα αυτοαναφορικά εθνικά συμφέροντα (ή τουλάχιστον κάποια συμφέροντα που οι εκάστοτε πολιτικοί ηγέτες εσφαλμένα εκλαμβάνουν ως τέτοια).

Αυτή η τάση ενισχύεται σαφώς από την εμφάνιση στις τάξεις της γερμανικής κυβερνώσας ελίτ ενός νεομερκαντιλισμού, δηλαδή ενός οικονομικού προστατευτισμού εις βάρος των εμπορικών εταίρων της χώρας χάριν της τόνωσης της εγχώριας βιομηχανίας. Θα ήθελα να αναδείξω αυτό το διαλυτικό για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παράγοντα με ένα πρόσφατο παράδειγμα.

Στο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε., που έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης έκανε κάτι που αντιβαίνει τους βασικούς κανόνες παραγωγής δικαίου στην Ένωση και που σόκαρε τους εκπροσώπους πολλών άλλων κρατών-μελών: Κυκλοφόρησε στο Συμβούλιο ένα γερμανικής προέλευσης κείμενο, με το οποίο μετατίθεται στο χρόνο (από το 2020 στο 2024) η ισχύς των νέων ευρωπαϊκών κανόνων σχετικά με το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από επιβατηγά αυτοκίνητα.

Ο σκοπός ήταν προφανής: Η γερμανική αυτοβιομηχανία, η οποία υπαγόρευσε προφανώς αυτή τη νομοθετική αλλαγή, έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση, επειδή επικεντρώνεται ακόμη σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή βαριών και ενεργοβόρων αυτοκινήτων, ενώ η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία θα προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη γαλλική και την ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία, που παράγουν αυτοκίνητα με χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Έτσι η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε ουσιαστικά ως εμπορικός αντιπρόσωπος ενός πανίσχυρου βιομηχανικού λόμπι στην πάλη του για απόσπαση μεριδίων αγοράς.

Για να το κάνει αυτό, παρέκαμψε το συμβιβαστικό κείμενο στο οποίο είχε καταλήξει η ιρλανδική προεδρία τον περασμένο Ιούνιο, αφού είχε προηγηθεί μία πρώτη αντικανονική αναβολή της ψηφοφορίας μεταξύ των υπουργών Ανταγωνιστικότητας κατόπιν πιέσεων, απειλών και εκφοβισμού της γερμανικής κυβέρνησης.

Ας σημειωθεί ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουν τεθεί παράλληλα σε ψηφοφορία στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. τόσο το συμβιβαστικό κείμενο της χώρας που ασκεί την κυλιόμενη εξάμηνη προεδρία όσο και ένα κείμενο προερχόμενο από μία εθνική αντιπροσωπεία. Αν τυχόν γενικευτεί αυτή η μη προβλεπόμενη πρακτική, η πόρτα θα έχει ανοίξει για τα καλά για την επίδειξη ωμής ισχύος εκ μέρους των ισχυρότερων κρατών-μελών εις βάρος του πνεύματος συνεργασίας και αλληλεγγύης, που σύμφωνα με τις συνθήκες οφείλει να διέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Facebook Comments