Ενώ ο πολιτικός χρόνος στην Ευρώπη έχει παγώσει – πρώτα εν αναμονή των γερμανικών εκλογών, τώρα εν αναμονή του σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία, αμέσως μετά εν αναμονή των ευρωεκλογών του επόμενου Μαΐου – ο οικονομικός χρόνος, όπως δυστυχώς το συνηθίζει, τρέχει.

Τα σημάδια μιας επιβράδυνσης της γερμανικής οικονομίας, που είναι η μοναδική πια ατμομηχανή της ευρωζώνης λόγω των προγραμμάτων λιτότητας και της ταυτόχρονης απομόχλευσης τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα στα υπόλοιπα κράτη μέλη της, αρχίζουν να γίνονται ανησυχητικά: οι προσδοκίες των επιχειρήσεων για την οικονομική δραστηριότητα έπεσαν για πρώτη φορά μετά από έξι μήνες λόγω της αβεβαιότητας γύρω από την βιωσιμότητα της φημολογούμενης ανάκαμψης, ενώ η ανεργία αυξήθηκε τον Οκτώβριο για τρίτο συνεχόμενο μήνα, παρά τη συνολικά πολύ καλή εικόνα που διατηρεί η γερμανική αγορά εργασίας.


Με δεδομένο ότι η Γερμανία παραμένει εξαρτώμενη από τις εξαγωγές της, 57% των οποίων κατευθύνονται προς τα κράτη μέλη της Ε.Ε., τώρα πια αρχίζει να υποφέρει και η ίδια, όπως εξάλλου ήταν λογικό, από την πτώση του εισοδήματος στους κύριους εμπορικούς εταίρους της λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής γενικευμένης και μονοσήμαντης λιτότητας. Η επιβαλλόμενη πολιτική λιτότητας από άκρου εις άκρον της Ευρώπης προκειμένου να παραχθούν παντού πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού έχουν καταβυθίσει τη συνολική ζήτηση, ιδίως μάλιστα με τις συνεχείς περικοπές των δημόσιων κεφαλαιουχικών δαπανών, που αποτελούν προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση και πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη.

Ακόμα και η ίδια η Γερμανία, η οποία διαρκώς συσσωρεύει πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών της λόγω της επιθετικής νεοπροστατευτικής της οικονομικής πολιτικής με την οποία πριμοδοτεί πολύ ενεργά τις εξαγωγές της, υποφέρει από αποεπένδυση στις υποδομές της (για παράδειγμα, οι περίφημοι αυτοκινητόδρομοί της χρειάζονται επειγόντως συντήρηση και αναβάθμιση) λόγω της πολύ σφιχτής δημοσιονομικής της πολιτικής.


Επιπλέον, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής αδυναμίας των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης, ιδίως στον τραπεζικό τομέα που συνεχίζει να σωρεύει δανειακές επισφάλειες και θα χρειαστεί οπωσδήποτε νέες κεφαλαιακές ενέσεις, οι εκκλήσεις για μια δυναμική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά και του νέου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ενός είδους Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου) θα πολλαπλασιάζονται προϊόντος του χρόνου. Διότι μόνο ένας μεγάλος χρηματοπιστωτικός οργανισμός 500 δις ευρώ όπως ο ΕΜΣ, και ως έσχατο καταφύγιο η ίδια η ΕΚΤ, η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει νομισματική επέκταση προκειμένου να εξαγοράσει ομόλογα Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στη δευτερογενή αγορά, είναι πιστευτοί από τους διεθνείς επενδυτές. Ο κύριος εγγυητής, όμως, πίσω από το ΕΜΣ είναι η Γερμανία, ως η χώρα που πληρώνει τη μεγαλύτερη εισφορά στον προϋπολογισμό του.


Το σοβαρότερο όλων, όμως, είναι και το κρυφότερο πρόβλημα, η πραγματική βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής οικονομίας: η δημογραφική παρακμή της Γερμανίας και τα συνεπακόλουθα μελλοντικά ελλείμματα στον κοινωνικό της προϋπολογισμό, δηλαδή στα ασφαλιστικά της ταμεία. Εφόσον ενεργοποιηθούν πραγματικά τα νέα Ευρωπαϊκά εργαλεία μακροοικονομικής εποπτείας, πρόληψης και διόρθωσης ανισορροπιών που θεσμοθετήθηκαν τα τελευταία χρόνια, θα διαπιστωθεί ότι το μακροπρόθεσμο χρέος της Γερμανίας λόγω ενός μη βιώσιμου με τα σημερινά δεδομένα συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, είναι τόσο δυσθεώρητο (υπολογισμοί το ανεβάζουν μέχρι και στο 190% του γερμανικού ΑΕΠ) που, είτε θα πρέπει να μεταβιβαστεί και στον Βορρά το κύμα περικοπών του κοινωνικού κράτους που ζούμε εμείς στο Νότο, είτε – υπό το φόβο σφοδρών κοινωνικών αντιδράσεων και ανόδου εξτρεμιστικών πολιτικών δυνάμεων – το πρόβλημα θα συνεχίσει να σπρώχνεται κάτω απ’ το χαλί της δημοσιονομικής πειθαρχίας, τη στιγμή που η επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων δεν είναι παρά το σύμπτωμα και όχι το αίτιο των οικονομικών κρίσεων.


Ο χρόνος-καμπή για την Ευρώπη πλησιάζει. Αν η επόμενη γερμανική κυβέρνηση δεν αποφασίσει μια επιθετική αναπτυξιακή ρελάνς με κάθε διαθέσιμο μέσο (δημοσιονομικό και νομισματικό, πέραν των πολιτικών αύξησης της προσφοράς μέσω διαρθρωτικών αλλαγών) για στοχευμένες επενδύσεις σε υποδομές, παιδεία, έρευνα και ανάπτυξη, διαρκή κατάρτιση εργατικού δυναμικού, διεύρυνση της βιομηχανικής βάσης και ενεργό στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τότε πιθανώς θα έχουμε μεταπήδηση της απαισιοδοξίας και στον Βορρά από το Νότο και γενίκευσή της. Αυτή η εξέλιξη θα καταγραφεί οπωσδήποτε στον πολιτικό συσχετισμό δύναμης που θα προκύψει από τις επερχόμενες ευρωεκλογές και αυτός, με τη σειρά του, θα καταστήσει ακόμα πιο δύσκολη την αναζήτηση πολιτικής λύσης στο συλλογικό υπαρξιακό δράμα της Ευρώπης.

Facebook Comments