Στις 7-8 Νοεμβρίου το ΔΝΤ διοργάνωσε συνάντηση με σημαντικούς οικονομολόγους σχετικά με όσα διδάγματα μπορούν να εξαχθούν από την πρόσφατη οικονομική κρίση[1]. Ο Olivier Blanchard διευθυντής οικονομολόγος του ΔΝΤ προέβη σε μια εκτίμηση των συμπερασμάτων του συνεδρίου[2] ειδικά για το ρόλο της νομισματικής πολιτικής. Τα συμπεράσματα αναφέρονται σε τρία σημεία: την παγίδα ρευστότητας , την προσφορά ρευστότητας και τη διαχείριση της κίνησης κεφαλαίων. 

Σχετικά με την παγίδα ρευστότητας , ο Olivier Blanchard σημειώνει ότι η διεθνής κοινότητα ανακάλυψε , με μεγάλο κόστος , ότι το κατώτατο επίπεδο επιτοκίου, δηλαδή το μηδέν όχι μόνο μπορεί να υπάρξει αλλά υπάρχει σήμερα ,και διαρκεί μάλιστα για πέντε έτη. Παρόλα αυτά υπάρχουν ακόμη περιθώρια για τη νομισματική πολιτική και ειδικά με τη μορφή μη συμβατικών μέτρων.

Για να αντισταθμιστεί το πρόβλημα των μηδενικών ονομαστικών επιτοκίων, η Fed έχει χρησιμοποιήσει μη συμβατικά προγράμματα, όπως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Έχει στόχο να μειώσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και να φέρει μεγαλύτερες επενδύσεις. Το QE είναι ο τεχνικός όρος για την αγορά από την ίδια ομολόγων και άλλων τίτλων ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων. 

Όπως σημειώνει ο Blanchard τα μέτρα αυτά έχουν αποτελέσματα περιορισμένα και αβέβαια διότι πχ επιδρούν συστηματικά στο premia των μακροχρόνιων ομολόγων και μπορούν να μεταβάλουν την καμπύλη απόδοσης διαμέσου των αποτελεσμάτων χαρτοφυλακίου προς μια μη επιθυμητή κατεύθυνση σε σχέση με τους στόχους της νομισματικής πολιτικής αλλά και της δημοσιονομικής πολιτικής.

Το πρόβλημα αυτό έθεσε στην ομιλία του στο συνέδριο ο  Larry Summers[3] τονίζοντας ότι η αδυναμία της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ να μειώσει κάτω του μηδενός το ονομαστικό επιτόκιο, αποδυναμώνει την ισχύ της νομισματικής πολιτικής της, και αποτελεί  το πιεστικότερο πρόβλημα για την οικονομία της υπερδύναμης.

Η Fed τα τελευταία 50 χρόνια, μείωνε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της κατά τη διάρκεια υφέσεων για να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Τώρα, έχει δημιουργηθεί ένα νέο πρόβλημα. Η Fed κατέβασε το επιτόκιο στο μηδέν, όμως η ανάκαμψη είναι ακόμα αργή. Ο Summers, επισήμανε ότι το απαιτούμενο επιτόκιο εξισορρόπησης   επενδύσεων –αποταμιεύσεων που θα οδηγούσε σε πλήρη απασχόληση την οικονομία είναι πλέον αρνητικό. Επί της ουσίας ο Summers επανέφερε την γνωστή κριτική του Keynes στη νεοκλασική άποψη ότι το μέγεθος της αποταμίευσης όσο και το μέγεθος της επένδυσης είναι συνάρτηση του ύψους της τιμής του επιτοκίου και κατά συνέπεια , η ισορροπία της οικονομίας πραγματοποιείται όταν η τιμή του επιτοκίου είναι τέτοια ώστε το μέγεθος των αποταμιεύσεων του εισοδήματος της πλήρους απασχόλησης  να είναι ίσο με το μέγεθος των επενδύσεων.

Παράλληλα  σε αντίθεση με τους φόβους του Blanchard , ο Summers υπογραμμίζει ότι ακόμη και με αυτές τις κινήσεις, το απαιτούμενο επιτόκιο ισορροπίας  παραμένει αρνητικό. Και αυτό αποτελεί το μείζον πρόβλημα. Όμως  το πραγματικό πρόβλημα  είναι ευρύτερο. Εάν υπάρξει νέα ύφεση τώρα ή τα επόμενα χρόνια, η Fed θα έχει ακόμα πιο περιορισμένη δυνατότητα να την αντιμετωπίσει, αφού τα επιτόκιά της είναι ήδη μηδενικά, υποστηρίζει ο Summers.

Μια από τις λύσεις τις οποίες πρότεινε ο  Summers και για την οποία συμφωνεί ο Blanchard θα ήταν η αλλαγή της πολιτικής της  Fed ως προς το ύψος του πληθωρισμού. Η Fed  θα μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη υψηλότερου πληθωρισμού, δίνοντας έτσι κίνητρα στον κόσμο να καταναλώσει περισσότερο δαπανώντας  χρήματα, αντί να τα αποταμιεύει.

Σύμφωνα με τον Blancher  σήμερα υπάρχει ευρεία συμφωνία ότι στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες θα ήταν καλό ο πληθωρισμός να ήταν υψηλότερος. Πάλι στο σημείο αυτό δικαιώνεται ο Keynes. Αν ο πληθωρισμός ήταν τουλάχιστον δύο μονάδες υψηλότερος τότε το ύψος του πραγματικού επιτοκίου θα ήταν δύο μονάδες χαμηλότερο και πιθανά η αμερικανική οικονομία θα είχε ξεφύγει από τη ζώνη των μηδενικών ονομαστικών επιτοκίων.

Ελεγχόμενος χαμηλός πληθωρισμός και χαμηλά ονομαστικά επιτόκια είναι το ζητούμενο. Αντιθέτως σήμερα οι χώρες πιέζουν τη ζήτηση επιδιώκοντας χαμηλό πληθωρισμό . Ο χαμηλός πληθωρισμός οδηγεί σε υψηλότερα πραγματικά επιτόκια τα οποία με τη σειρά τους οδηγούν σε περαιτέρω μείωση της ζήτησης κτλ.

Μέσα από την παραπάνω περιγραφή εμφανίζεται με μεγαλοπρέπεια τα αρνητικά αποτελέσματα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη σύμφωνα με τις επιταγές της Γερμανίας και των συμμάχων της. Μάλιστα η εμφάνιση του αντιπληθωρισμού κρούει την θύρα της ευρωζώνης (η  Ελλάδα βρίσκεται για όγδοο μήνα σε κατάσταση αντιπληθωρισμού χωρίς  να αντιδρά κανείς).  

Σχετικά με το ζήτημα της προσφοράς ρευστότητας το συμπέρασμα του Blancher είναι ταυτόσημο με αυτό του Krugman : δεδομένου ότι οι πτωχεύσεις τραπεζών αλλά και κρατών παρουσιάζουν μεγάλη πιθανότητα να συμβούν , σε περιβάλλον υψηλού δημοσίου  χρέους, είναι εξαιρετικά αναγκαίο να λειτουργούν οι Κεντρικές Τράπεζες ως ύστατοι δανειστές όχι μόνο προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και προς τις κυβερνήσεις . Δικαιώνεται δηλαδή η πολιτική της ΕΚΤ για την πολιτική των  outright monetary transactions και κατακεραυνώνονται όλες οι αντιρρήσεις των γερμανών σχετικά με αυτό το ζήτημα[4]. Παράλληλα τίθεται εν αμφιβόλω και η άποψη ότι οι Κεντρικές Τράπεζες δεν μπορούν, σε περιόδους κρίσεων, να χρηματοδοτούν τις κυβερνήσεις.

Σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων το βασικό συμπέρασμα είναι ότι σημαντικό  βάρος της εκροής κεφαλαίων από διάφορες χώρες πρέπει να  το αναλάβει η συναλλαγματική ισοτιμία με τις γνωστές συνέπειες (υψηλότερος πληθωρισμός, μεγάλη μείωση της εγχώριας ζήτησης που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση των εξαγωγών, πιθανή απόκλιση από τα σχεδιαζόμενα τόσο για την πραγματική οικονομία όσο και για τα χρηματοοικονομικά μεγέθη).

Τα κράτη προσπαθώντας, οι μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας να μην υπερβούν τα όρια εκείνα που θα οδηγήσουν στις παραπάνω αναφερόμενες καταστάσεις , χρησιμοποίησαν στην παρούσα κρίση επεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος, χρησιμοποίησαν ελέγχους κεφαλαίων και άλλα συναφή μέτρα. Όλα αυτά είναι απολύτως αποδεκτά, σύμφωνα με τον Blanchard.

Έχει επίσης μεγάλη σημασία δύο ακόμη παρατηρήσεις του Blanchard : η πρώτη ότι σε περιόδους κρίσης όπως η τελευταία σωστά τα κράτη χρησιμοποίησαν τη δημοσιονομική πολιτική για να διασώσουν τις οικονομίες τους και δεύτερον ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμη η γρήγορη διάσωση του τραπεζικού συστήματος και η ανακεφαλαιοποίηση τους  όπως συνέβη στις ΗΠΑ και στη ΜΒ.

Παρότι ο Blanchard αποδέχεται ότι η νομισματική πολιτική μετά την κρίση θα είναι διαφορετική με την περίοδο πριν την κρίση, εν τούτοις αποφεύγει να απαντήσει στο βασικό συμπέρασμα του Summers το οποίο κατά την άποψή μας αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα για τις δυτικές οικονομίες:

«Κάτι έχει αλλάξει στη λειτουργία των δυτικών οικονομιών, ίσως με αρχή τη δεκαετία του 80, χωρίς ακόμα και τώρα να είναι ορατή η αλλαγή, κάτι που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με τις φούσκες που ενίοτε δημιουργούνται. Η οικονομική στασιμότητα και η ύφεση φαίνεται ότι γίνονται ενδημικά χαρακτηριστικά των δυτικών οικονομιών». Την άποψή του ενισχύει το γεγονός ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν εξέλθει από τη στασιμότητα, παρότι έχουν περάσει τουλάχιστον πέντε χρόνια από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Με άλλα λόγια, δεν δημιουργείται ικανοποιητική ζήτηση στις οικονομίες της Δύσης, εδώ και πολλά χρόνια, ενώ η θετική επίδραση από τις φούσκες, άλλοτε στην τεχνολογία κι άλλοτε στα ακίνητα, περιορίζεται ολοένα και περισσότερο. Στην κατάσταση αυτή, υποστηρίζει ο Krugman[5]  ο οποίος έρχεται να υποστηρίξει τις απόψεις του Summers ,οι συνήθεις κανόνες της οικονομικής πολιτικής δεν ισχύουν, αφού η αύξηση των  αποταμιεύσεων  πλήττουν τις επενδύσεις και  την οικονομία  και η εμμονή στα χρέη και στα ελλείμματα βαθαίνουν την ύφεση.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι δαπάνες, ακόμα και οι μη παραγωγικές, είναι καλύτερες από το τίποτα. Επαναφέρει και ο  Krugman  την άποψη του Keynes ότι σε περιόδους παγίδας ρευστότητας (κεϋνσιανό τμήμα της καμπύλης LM) μόνο η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να δώσει έναυσμα στην μεγέθυνση της οικονομίας. Κατά τον Krugman, ο Summers δηλώνει επίσης εμμέσως ένα σημαντικό επακόλουθο: ότι και οι περιττές ιδιωτικές δαπάνες είναι καλές. «Πολλοί απεχθάνονται αυτήν τη λογική – θέλουν να υπάρχει ηθική στην οικονομία και δεν ενδιαφέρονται για το πόσοι θα υποφέρουν», σχολιάζει ο Krugman. «Όμως εδώ έρχεται το ριζοσπαστικό κομμάτι της παρουσίασης του Summers: η εκτίμησή του ότι αυτή μπορεί να μην είναι απλώς μια προσωρινή κατάσταση».«Γνωρίζουμε τώρα πως η οικονομική επέκταση του 2003-2007 οφείλεται σε μια φούσκα.

Έτσι, μπορεί να μπει κανείς στον πειρασμό να πει ότι η νομισματική πολιτική συνέχεια ήταν πολύ χαλαρή και πως τα χαμηλά επιτόκια έχουν ενθαρρύνει την επανεμφάνιση φούσκας. Όμως, όπως τονίζει ο Summers, υπάρχει ένα μεγάλο επιχείρημα ενάντια στον ισχυρισμό ότι η νομισματική πολιτική υπήρξε πολύ χαλαρή και αυτό είναι η έλλειψη πληθωρισμού». Όπως αναφέρει ο Summers, «ούτε η μεγάλη φούσκα ήταν αρκετή να παραγάγει συνολικά ζήτηση… Ούτε με την τεχνητή παρακίνηση της ζήτησης που προήλθε από όλη την οικονομική απρονοησία βλέπεις την υπέρβαση(…), το πρόβλημα μπορεί να είναι εκεί για πάντα».

Σύμφωνα με τον Krugman, η απάντηση του Summers είναι ότι ίσως η αμερικανική οικονομία χρειάζεται τις φούσκες για να μπορέσει να επιτύχει επίπεδα πλήρους απασχόλησης και ότι όταν αυτές απουσιάζουν η οικονομία απαιτεί αρνητικά επιτόκια ισορροπίας.

Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι  ο Summers επαναφέρει , χωρίς να το αναγνωρίζει, την οπτική του P.Sweezy[6], ο οποίος πρώτος είχε προβλέψει τη διαγραφόμενη στασιμότητα της αμερικάνικης και δυτικής οικονομίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα ως απάντηση σε αυτή . Δηλαδή ως μέσον «σπρωξίματος» της οικονομίας προς τη μεγέθυνση. Με όλες τις συνέπειες που αυτή η διαδικασία συνεπάγεται.

Επομένως η κατανόηση των  παρατηρουμένων  εξελίξεων , θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια τη διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου και ειδικά στη «σημερινή» συγκυρία της διευρυμένης αναπαραγωγής του.

Στις παλαιότερες χρονικές περιόδους , πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και την πρώτη δεκαετία της μεταπολεμικής περιόδου η χρηματοπιστωτική σφαίρα αντιμετωπιζόταν ως το λιπαντικό που ήταν απαραίτητο στην εξυπηρέτηση των αναγκών της παραγωγής. « Παρόλα αυτά υπήρχε η τάση σχετικής αυτονόμησής της  και τη δημιουργία κερδοσκοπικών υπερβολών  στα τελευταία στάδια της ανόδου του οικονομικού κύκλου. Κατά κανόνα , τα επεισόδια αυτά είχαν σύντομη διάρκεια και δεν επέφεραν μακροχρόνιες επιπτώσεις στη δομή και τη λειτουργία της οικονομίας[7]».

Τα τελευταία χρόνια , όμως , κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, παρατηρείται ένας δομικός μετασχηματισμός στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου με την έννοια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας τείνει να αυτονομηθεί από την παραγωγή και από κυριαρχούμενος να μετατραπεί σε κυρίαρχο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη νέα συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την καθοδήγηση του νέου χρηματιστικού κεφαλαίου και ειδικά του αμερικάνικου, το οποίο τείνει να επιβληθεί  στον πραγματικό τομέα της οικονομίας  ,δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση, στους μισθούς και στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καθορίζοντας σε μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία τους.

Το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιστοιχεί στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, όταν αυτό το τελευταίο υπερισχύει  σε οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία ,έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου. Όταν  δηλαδή οι διαμεσολαβούμενες από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους οιονεί χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πιστώσεις (κλασσικές ή νέας μορφής) δεν κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, αλλά αυτονομούμενες από αυτές καθίστανται αυτάρκεις μορφές «επενδυτικής τοποθέτησης» στην υπηρεσία εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων που τις κατέχουν .

Η ουσία της προβληματικής που επιχειρούμε να αναπτύξουμε  μπορεί να συνοψιστεί στο εξής [8]:

Το χρηματιστικό κεφάλαιο  δεν αποτελεί απλή «συγχώνευση» του τραπεζικού κεφαλαίου με το αντίστοιχο  βιομηχανικό. Αντιθέτως ,το φαινόμενο αυτό σηματοδοτεί την οριστική ,στην  ιστορική περίοδο που διάγουμε , κατίσχυση των χρηματικών προδιαγραφών πάνω στις οικονομικές και παραγωγικές  …με την επικράτηση της εισοδηματικής λογικής εις βάρος της παραγωγικής ,του χρήματος …εις βάρος της οικονομίας. Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν σηματοδοτεί τόσο έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής «καθαρού εισοδήματος», όσο κυρίως έναν τρόπο συγκέντρωσης και οικειοποίησης του ήδη διαθέσιμου εισοδήματος.

 Παράλληλα παρατηρούμε ότι οι σημερινές μορφές χρηματιστικής συσσώρευσης δεν επαναδιοχετεύουν τον παραγόμενο πλούτο στην οικονομία ,ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής , αλλά τον  αποσπούν μονόπλευρα από τη σφαίρα της παραγωγής και τον εναποθέτουν στην χρηματοπιστωτική, δηλαδή σε αυτήν που χωρίς να παράγει συντηρείται από τις παραγωγικές δυνατότητες της πρώτης». Το χρηματιστικό κεφάλαιο και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται ,παραγόμενο και αναπαραγόμενο ,στη σημερινή παγκόσμια αλλά και ελληνική συγκυρία ,παράγει ασύγκριτα περισσότερες εισοδηματικές προσόδους που εκτρέφουν αργούντες αποταμιευτές ,εισοδηματίες και χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους απ’ ότι παραγωγικά επιχειρηματικά εισοδήματα και εργατικούς μισθούς .

Διαπιστώνεται λοιπόν μια μεγάλη μεταφορά κεφαλαίου από τους άμεσα παραγωγικούς τομείς στους χρηματοπιστωτικούς. Ο λόγος που πραγματοποιείται αυτή η μεταφορά , θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία διεύρυνσης της παραγωγής. Στις δυσκολίες δηλαδή που συναντά το Κεφάλαιο να διευρύνει την αναπαραγωγή του. Δηλαδή χρειάζεται να οδηγηθούμε στο κεντρικό σημείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης ή στη διαδικασία αποταμίευσης – επένδυσης στην καρδιά της καπιταλιστικής οικονομίας.

Ακόμα περισσότερο , είναι αναγκαίο, να αναγνωρισθεί ότι στη σημερινή ώριμη και ευρισκομένη στη στασιμότητα (με την ευρεία έννοια) οικονομία (της αναπτυγμένης δύσης), η υποστήριξη της μεγέθυνσης μπορεί να γίνει μόνο με τον κερδοσκοπικό τρόπο δημιουργίας χρέους . Αυτή η κατάσταση φαίνεται(;) να είναι καθοριστική  για  το  σύστημα  της δύσης αλλά  το πλέον σημαντικό είναι ότι  δεν μπορεί  να διορθωθεί[9]. Παράλληλα ο μόνος τρόπος για να γίνει κατανοητή η λειτουργία του καπιταλισμού στη δύση και όχι μόνο , είναι η αλληλεξάρτηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και της πραγματικής οικονομίας με τον πρώτο να έχει το πάνω χέρι. 

Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα  είναι αν οι σημερινές περιοδικές κρίσεις , αντιπροσωπεύουν απλά πρόσκαιρες διακοπές σε μια διαδικασία επιταχυνόμενης οικονομικής μεγέθυνσης ή παραπέμπουν σε σοβαρούς και μακροχρόνιους περιορισμούς στη συσσώρευση του κεφαλαίου.

Αν ισχύει το πρώτο τότε μπορούμε να αναμένουμε  στο προσεχές μέλλον , με την απομάκρυνση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών δογμάτων και την επανάκαμψη των άμεσα παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών   , τη «ρύθμιση της συσσώρευσης» σύμφωνα με κεϋνσιανές – σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές  και άρα την επαναδιοχέτευση του παραγόμενου πλούτου στην οικονομία ,ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής.

Αντιθέτως αν ισχύει το δεύτερο και η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην παρούσα χρονική περίοδο , δηλαδή συμβάλλει αποφασιστικά στη διέξοδο του οικονομικού πλεονάσματος  προσφέροντας θέσεις εργασίας και εμμέσως τονώνοντας τη ζήτηση γίνεται αντιληπτό ότι τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο.

Τούτο γιατί ως άμεσο συμπέρασμα προκύπτει η μονιμότητα των  δυσκολιών της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (περίπου μια κατάσταση εμμενούς στασιμότητας της παραγωγής ) και άρα το ερώτημα μετατίθεται στο κατά πόσο μπορεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας να «φέρει εις πέρας» το φορτίο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Δεν  μπορεί να  υπάρξει εγγυημένη απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Στην παρούσα φάση της ιστορίας του καπιταλισμού – εκτός της περίπτωσης ενός διόλου απίθανου κλονισμού, όπως η κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού και τραπεζικού συστήματος- η συνύπαρξη της παρατηρούμενης  στασιμότητας στον παραγωγικό τομέα –των αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης- και της διόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.[10].

 Πιστεύοντας στην ισχύ την ετερογένεια των σκοπών της ιστορίας , δεν μπορεί να αποκλεισθεί καμιά από τις δύο  αλλά και όποιες άλλες εξελίξεις μπορούν θεωρητικά να υπάρξουν. Όμως πεποίθησή μας είναι  ότι στο προσεχές  μέλλον και με το υπάρχον γεωπολιτικό πλαίσιο  δεν μπορεί να επαναληφθούν καταστάσεις του παρελθόντος τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο.

 

 


[2] Olivier Blanchard, The IMF Annual Research Conference: Economic of Crises-Past Experience and Present Travails. http://blog-imfdirect.imf.org/2013/11/01/the-imf-annual-research-conference-economics-of-crises%E2%80%95past-experiences-and-present-travails/

[4] Κ. Μελάς, Γιατί είναι λανθασμένη η κριτική του Hans-Werner Sinn στο πρόγραμμα Outright Monetary Transactions της ΕΚΤ. http://www.kostasmelas.gr/2013/11/hans-werner-sinn-outright-monetary.html

[5]P. Krugman,  A Permanent Slump? N.York Times November 17, 2013.

[6] Paul M. Sweezy, Why Stagnation? Monthly Review, June 1982.

[7] Sweezy .P .M, Economic Reminiscences, Monthly Review, Vol.47, No 1, May 1995, pages. 8-9.

[8] Κ. Μελάς, Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος(1974-2008), Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2011. 

[9] J Sweezy .P .M, The Triumph of Financial Capital, Monthly Review June 1994.

[10] Magdoff .H-  Sweezy. P,  Production and Finance. Monthly Review, Volume 35, No 1, May 1983, pages 11-12.

 

Facebook Comments