Λίγες μέρες πριν από τις αιφνιδιαστικές κάλπες, τίποτα στον κομματικό χάρτη δεν είναι ίδιο. Καθώς πολλοί προκαταλαμβάνουν την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω κόπωσης, ερωτηματικών και αμφιβολιών, καθώς αναμετράται εν πολλοίς ο φόβος με την οργή, στην ουρά των δημοσκοπήσεων γίνεται μάχη για την τρίτη εντολή, που ενδέχεται να κρίνει την κυβερνησιμότητα του κράτους. Ρυθμιστής όλων, ξανά, το πασοκικό αντανακλαστικό του Έλληνα ψηφοφόρου. Κι αν στην κρίση αυτή μπήκαμε με ένα, μεγάλο και κραταιό ΠΑΣΟΚ, αυτό του 47 τοις εκατό, τώρα, στην κορύφωσή της, έχουμε τρεις μετεξελίξεις του λερναίου κινήματος, η αιμομιξία των οποίων ενδέχεται να κρίνει το μέλλον του τόπου.
Από τη μία, όπως προκύπτει και από το πλήθος των σχετικών ποιοτικών ερευνών, προβάλλει το κύριο δοχείο φιλοξενίας ενός πλειονοτικού ποσοστού των ψηφοφόρων του «όλου ΠΑΣΟΚ», που δεν είναι άλλο από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί στην ηγεσία και την πλειονότητα των στελεχών της έως τώρα αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτό να μην αρέσει, όμως ισχύει. Δεν είναι οι μετοικήσαντες συνδικαλιστές, ούτε η Τζάκρη, ο Κουρουμπλής, ο Βουδούρης και τόσοι άλλοι. Παρά την ριζοσπαστικά αριστερή σύνθεση της κεντρικής επιτροπής και της πολιτικής γραμματείας, ο πασοκικός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ του 2015 έγκειται σε μια βαθιά αισθητική. Σε παραπομπές στο 1980, στο δίπολο «καλοί Έλληνες-κακοί Δυτικοί», στην ρητορική που θέλει να υπάρχει η δυνατότητα της στήριξης των οικονομικά αδύναμων με έναν σχεδόν απλό τρόπο, σαν να είναι θέμα απόφασης – που δεν λαμβάνεται τώρα για ιδεολογικούς, δήθεν, λόγους.
Οι ψηφοφόροι αυτού του ΣΥΡΙΖΑ, με την εξαίρεση ενός γνήσια αριστερού πυρήνα, δεν εξετάζουν προγράμματα. Κοιτούν κατά βάση τη διάθεση. Το «κόβουν με το μάτι». Λένε «αν από αυτά που λέει κάνει τα μισά, καλά είμαστε». Και θεωρούν, στη μεγάλη πλειονότητά τους, πάλι όπως προκύπτει από τα στοιχεία, ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, με τον ίδιο τρόπο που ο Ανδρέας Παπανδρέου ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή τις εξαγγελίες του για δημοψήφισμα και έξοδο από την ΕΟΚ. Τότε, το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» έμεινε στα αζήτητα, αυτοί που στην τότε Ευρώπη έφτυναν στον κόρφο τους με το ΠΑΣΟΚ της αλλαγής τελικά μας έδωσαν τις επιδοτήσεις και τα ΜΟΠ – γιατί να μην συμβεί και τώρα; Αυτό το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ζει στη γενιά της μεταπολίτευσης και στα παιδιά της, «δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» και είναι σαφές ότι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν en block.
Από δίπλα, έχουμε το αυθεντικό ΠΑΣΟΚ, με τον ολίγον παρηλλαγμένο ήλιο, που φέρνει πλέον σε κάτι μεταξύ μαρουλόφυλλου και πριονοκορδέλας. Ο Αλέξης Τσίπρας του έχει αποσπάσει το μεγάλο μέρος της εκλογικής του βάσης, μαζί με «το νταούλι και τον ζουρνά», που πια απαγορεύεται από την κληρονόμο του Μάνου Λοΐζου να χρησιμοποιείται από το κίνημα. Κρατά στους κόλπους του το μείζον μέρος του γραφειοκρατικού και τεχνοκρατικού ΠΑΣΟΚ, μαζί με χρέη, ηθικά και χρηματοπιστωτικά.
Με ηγέτη τον σθεναρό, χαρισματικό και οιηματία Βαγγέλη Βενιζέλο, ίσως τον πιο αντιπαθητικό και επί της ουσίας μόνο πολιτικό αρχηγό στην Ελλάδα σήμερα, κάνει επίκληση στα αντανακλαστικά μιας λογικής, που ουδέποτε υπήρξε χαρακτηριστική του κινήματος. Ζει με την ουρά μιας εκσυγχρονιστικής κληρονομιάς, παλεύοντας να πείσει πως η ευθύνη και η συνέπεια έχουν σημασία. Ψάχνει την διαφοροποίηση με τη ΝΔ σε κόγχες, κάνοντας ένα πολιτικό niche marketing βασισμένο σε ζητήματα κοινωνικού, κυρίως, φιλελευθερισμού και αντιναζιστικής επιμονής. Ενσαρκώνει την τραγικότητα μιας μοίρας βεβαρυμένης από αμαρτίες και ελαφρυμένης από τους φορείς αυτών, που εγκατέλειψαν και εγκαταλείπουν. Έπαιξε με την ιδέα ενός κομματικού μετασχηματισμού, πρόσφατα ως Ελιά, τώρα ως Δημοκρατική Παράταξη, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, εν πολλοίς διότι ο Βενιζέλος δεν διανοείται να εγκαταλείψει την ηγεσία και ακόμα περισσότερο διότι δεν θέλησε να δώσει λαβή στον Γιώργο Παπανδρέου, να πηδήξει οριστικά από το τραίνο, αποσύροντας μαζί του το brandname του μπαμπά και του παππού. Τώρα, ξέμεινε τροϊκανό και μόνο στο κρύο, χωρίς Παπανδρέου, με τους λιγότερους «πασόκους» από όλα τα ΠΑΣΟΚ και με τον ήλιο αμανάτι, πράσινο απ’το κακό του.
Το τρίτο ΠΑΣΟΚ, αυτό του Γιώργου Παπανδρέου, που οι οπαδοί του αποκαλούν απλά Γιώργο και οι αντίπαλοι από ΓΑΠ έως Τζέφρυ, είναι και το πιο πρόσφατο. Προϊόν νεκρανάστασης, αν κρίνει κανείς από τα πλάνα της πρώτης συγκέντρωσης στο Αγρίνιο, όπου ελάχιστοι στο ακροατήριο ήταν κάτω των 50 ετών, απηχεί στην ανεξάντλητη, κατά τα φαινόμενα, δεξαμενή των συντρόφων-ταλιμπάν του Ανδρέα. Στην περίπτωσή του παρατηρείται και το εκ πρώτης όψεως αδιανότητο, που όμως τελικά στον ελληνικό εκλογικό χάρτη ερμηνεύεται πειστικά: Το κόμμα αυτό, που ο ιδρυτής του αποκαλεί κίνημα, ενώ αποτελεί την προσωποπαγή εφαρμογή του πολιτικού αριβισμού του ηγέτη του, ο οποίος και έφερε στην Ελλάδα το ΔΝΤ και τα μνημόνια, απειλεί καίρια τον ΣΥΡΙΖΑ, εκφραστή του πλέον συνεπούς αντιμνημονιακού λόγου στην Ελλάδα της κρίσης. Έτι δε περισσότερο, κατά πολιτικούς αναλυτές ενδέχεται σοβαρά, αν βγουν τα νούμερα, να συμπράξει και κυβερνητικά με έναν ενδεχομένως πρώτο ΣΥΡΙΖΑ. Ο υπαρκτός σουρρεαλισμός ενός τέτοιου εγχειρήματος θα αποτελούσε βεβαίως τον απόλυτο θυμικό θρίαμβο της παρακαταθήκης του Ανδρέα: ο λαός αναγκάζει σε ένωση τον πολιτικό και τον βιολογικό υιό, πέρα και πάνω από ιδεολογίες και πολιτικές.
Έτσι, πάμε προς τη μάχη της 25ης Ιανουαρίου (οι «πασόκοι» θα το πούνε «του Γενάρη»), οπότε και το ποιο ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσουν οι πασοκτζήδες αυτής της χώρας, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον όλων των υπολοίπων πολιτών. Τώρα που η αναφορά έχει απενοχοποιηθεί και από τα αριστερά, μπορούμε να το πούμε ανοιχτά: ο Θεός βοηθός.
ΥΓ – Στη μάχη της νευραλγικής «τρίτης εντολής» πολεμά και ένας ακόμα φορέας, που ορισμένοι σπεύδουν αν χαρακτηρίσουν ακόμα έναν τύπο ΠΑΣΟΚ: το Ποτάμι. Όμως, ενδεχομένως, μια τέτοια ταμπέλα να μην ταιριάζει στο εγχείρημα. Κυρίως, διότι από το ανθρώπινο δυναμικό του, παρά τις αντιφάσεις και τις γενικότητες, φαίνεται να λείπουν τα ακραία λαϊκιστικά στοιχεία του πρωτογενούς πασοκισμού. Όχι. Ό,τι γυαλίζει δεν είναι ΠΑΣΟΚ.
Facebook Comments