Πλανάται ένα ερώτημα
Το τελευταίο χρόνο πλανάται ένα ερώτημα αναφορικά με την ασκούμενη οικονομική πολιτική της Τουρκίας: γιατί ο Ερντογάν
Το τελευταίο χρόνο πλανάται ένα ερώτημα αναφορικά με την ασκούμενη οικονομική πολιτική της Τουρκίας: γιατί ο Ερντογάν
Το τελευταίο χρόνο πλανάται ένα ερώτημα αναφορικά με την ασκούμενη οικονομική πολιτική της Τουρκίας: γιατί ο Ερντογάν, παρά τις πολλαπλές παρατηρήσεις και προειδοποιήσεις των οίκων αξιολόγησης και των διεθνών αναλυτών ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική βρίσκεται στον αντίποδα αυτής που θα έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με τα εγχειρίδια της οικονομικής θεωρίας, επιμένει να τους αγνοεί;
Το κρίσιμο σημείο που ίσως αποτελεί ένα είδους απάντησης στο έμμεσο ερώτημα της παραπάνω παραγράφου θα μπορούσε να είναι το ακόλουθο: το ασκούμενο μείγμα οικονομικής πολιτικής από την τουρκική κυβέρνηση συνάδει με τη γενικότερη γεωστρατηγική προσπάθεια του Ερντογάν να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη. Όπως καταβάλλει προσπάθειες αυτονόμησης στη γεωπολιτική σκακιέρα από τις μεγάλες δυνάμεις με στόχο να καταστήσει την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή μαζί τους, έτσι επιχειρεί και στην οικονομική πολιτική να απεγκλωβιστεί από τους περιορισμούς που επιβάλλονται από το διεθνές περιβάλλον στο οποίο ως γνωστόν κυριαρχούν οι μεγάλες δυτικές οικονομίες
Μία «φιλελεύθερη», στο πλαίσιο των δυτικών προτύπων, Τουρκία, θα μπορούσε εύκολα να αλλάξει οικονομική πολιτική όπως της δείχνουν όλοι οι δυτικότροποι πολυμερείς θεσμοί της παγκοσμιοποίησης. Όμως αυτό θα σήμαινε, κατά τον Ερντογάν και την κυρίαρχη ομάδα του, ότι η Τουρκία θα βολοδέρνει ανάμεσα στη Σκύλα και στην Χάρυβδη των οικονομικών δεσμών που έχουν επιβάλει οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το έχει δηλώσει άλλωστε επανειλημμένως: περιφερειακή δύναμη χωρίς βαθμούς ελευθερίας και δυνατότητα άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής δεν νοείται.
Από το 2002 μέχρι και το 2015-6, ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο όλες περιστάσεις που του παρουσιάστηκαν, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, και με τη αμέριστη βοήθεια των δυτικών επιχειρήσεων κατάφερε να μεγεθύνει το ΑΕΠ της χώρας περίπου κατά 4 φορές (από 220 σε 850 δις δολάρια) με ότι αυτό συνεπάγεται για την γενικότερη ευημερία του τουρκικού λαού (Το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστική δύναμης το 2019 ήταν 28.167 από 15.469 το 2002. Ειρήσθω εν παρόδω το αντίστοιχο ελληνικό το 2019 ήταν 30.314 από 31.502 το 2002 !!!).
Όμως, παράλληλα, η Τουρκία ακολούθησε με επιμέλεια την μετατροπή της οικονομικής της μεγέθυνσης σε υλικούς παράγοντες σκληρής ισχύος. Το δείχνουν δύο στοιχεία: το πρώτο, η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, η οποία τελικά φαίνεται ότι έχει αποδώσει καρπούς, όχι βέβαια όπως τους παρουσιάζει το τουρκικό κατεστημένο, αλλά σε ικανοποιητικό επίπεδο ώστε ενδυναμώνει την ισχύ των ενόπλων δυνάμεών της αλλά παράλληλα και να προκαλεί πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία της, δεδομένου ότι η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών και ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, γέμισε τα βιβλία παραγγελιών και των τουρκικών επιχειρήσεων ενεργοποιώντας την τουρκική οικονομία. Το δεύτερο, η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών και ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, όπως φαίνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία: από 13,0 το 2010 σε 22,0 δις δολάρια ΗΠΑ.
Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει αυτονομία στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας είναι εισαγόμενη ( η προστιθέμενη αξία δεν πρέπει να υπερβαίνει το 40,0%) και επίσης εισαγόμενες είναι οι απαιτούμενες πρώτες ύλες, τα ημικατεργασμένα, και σειρά από προϊόντα απαραίτητα για τη δημιουργία των τελικών προϊόντων. Το ίδιο συμβαίνει και με την οικονομική της εξάρτηση από τη Δύση, την Κίνα και τη Ρωσία. Η Τουρκία εξάγει το 59,0% των αγαθών στις χώρες της Ευρώπης, το 25,0% στις χώρες της Ασίας, το 7,8% στις αφρικανικές χώρες και το 7,6% στις χώρες της Αμερικής. Αντίστοιχα εισάγει το 53,0% του συνόλου από τις ευρωπαϊκές χώρες, το 33,0% από τις χώρες της Ασίας και το 11,0% από τις χώρες της Αμερικής. Με την Ευρώπη το ισοζύγιο αγαθών το 2019 είναι πλεονασματικό. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι μεγάλο μέρος των εξαγομένων βιομηχανικών αγαθών προς την Ευρώπη οφείλεται ουσιαστικά στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που βρίσκονται εγκαταστημένες στην χώρα. Επίσης μεγάλο μέρος των λεγόμενων στρατηγικών αγαθών (τεχνολογία και πρώτες ύλες) εισάγονται από τη Δύση και τελευταία από την Κίνα.
Η έντονη αύξηση της σκληρής ισχύος, την οποία επιχειρεί να χρησιμοποιήσει ο Ερντογάν, όπως οι παλιές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη (διπλωματικά, γεωπολιτικά και οικονομικά) σε μια απέλπιδα προσπάθεια να υπερβεί τις σημερινές του πάσης φύσεως δυσκολίες, κινδυνεύει να αποδειχθεί φενάκη και παράλληλα να επιβαρύνει τη σημερινές οικονομικές δυσκολίες. Όσο περισσότερο προσπαθεί η Τουρκία να μεγαλώσει την παραγωγική ικανότητα της βαριάς και σχετικής με την αμυντική βιομηχανία της, προετοιμαζόμενη για την επεκτατική πολιτική της τόσο περισσότερο θα εξαρτάται από την παγκόσμια αγορά και τις εισαγωγές πρώτων υλών και τεχνολογίας.
Πρόκειται για ένα μετέωρο βήμα που οι πιθανότητες να πέσει στο κενό είναι πολύ μεγάλες, δεδομένου ότι η δύναμη ισχύος της (πολιτικής και οικονομικής) εξακολουθεί, παρά τις προόδους, υπολείπεται κατά πολύ των δυτικών αναπτυγμένων χωρών.
Όμως ερμηνεύει το πως πολιτεύεται ο Ερντογάν στην οικονομία.
Facebook Comments