“Επιβράδυνση της ανάπτυξης; Όχι στην Ελλάδα”, απαντά η βρετανική τράπεζα και προχωρά σε σημαντική ανοδική αναθεώρηση των προβλέψεών της χάρη στην ισχυρή τουριστική δραστηριότητα, εκτιμώντας πλέον πως η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ θα αγγίξει το 6,5% φέτος από 4% που προέβλεπε πριν, ενώ χαμηλότερα τοποθετεί τον πήχη για την ανάπτυξη το 2023, στο 3,5% από 4% πριν. Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό, τον τοποθετεί στο 9,2% φέτος από 6,5% που προέβλεπε πριν, ενώ το 2023 εκτιμά ότι θα υποχωρήσει στο 3,9% (από 2% πριν).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της στο β’ τρίμηνο το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 6,6% σε ετήσια βάση, στο γ’ τρίμηνο κατά 6,3% και στο δ’ τρίμηνο κατά 6%, ενώ στο 3,7% και το 3,9% θα διαμορφωθεί η ανάπτυξη στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2023.
Η βρετανική τράπεζα σημειώνει πως οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας συνεχίστηκαν το α’ τρίμηνο, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3% σε τριμηνιαία βάση με οδηγό την ιδιωτική κατανάλωση (+2,5% σε τριμηνιαία βάση, έβδομη συνεχόμενη άνοδος κατά 2,5% ή περισσότερο). Επίσης, χάρη στην ανοδική αναθεώρηση του τέταρτου τριμήνου του 2021 (στο 0,8% από 0,4%) που έφερε την ανάπτυξη του περασμένου έτους στο 8%, το ελληνικό ΑΕΠ είναι τώρα 3% υψηλότερο απ’ ό,τι πριν από την πανδημία, ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα δεδομένης της περιορισμένης συμβολής του τουριστικού κλάδου.
Η HSBC επισημαίνει ότι οι επενδύσεις αυξήθηκαν επίσης κατά 3,7% το πρώτο τρίμηνο και είναι πλέον 30% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, ωστόσο η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μεγάλο επενδυτικό κενό, καθώς οι επενδύσεις είναι κατά 20% χαμηλότερες απ’ ό,τι το 2009. Επιπλέον, όπως αναφέρει, παρά την περιορισμένη συμβολή του τουρισμού, οι εξαγωγές είναι 5% υψηλότερες απ’ ό,τι πριν από την πανδημία, ενώ η ισχύς του κλάδου των υπηρεσιών βοήθησε στην αντιστάθμιση της αδυναμίας στη μεταποίηση, με την παραγωγή να μειώνεται κατά 2,6% σε τριμηνιαία βάση το πρώτο τρίμηνο.
Κατά την βρετανική τράπεζα, ο τουρισμός αναμένεται να δώσει πρόσθετη ώθηση στην ανάπτυξη κυρίως στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο. Το Μάιο, η τουριστική κίνηση στα ελληνικά αεροδρόμια έφτασε τα 3 εκατομμύρια, περισσότερο από έξι φορές πάνω από τα επίπεδα του 2021 και πολύ κοντά (96%) στα επίπεδα του 2019. Το πρώτο πεντάμηνο 2022 η κίνηση ήταν μειωμένη μόνο κατά περίπου 10% σε σχέση με το 2019.
Η HSBC αναμένει ότι οι ξένοι τουρίστες θα ξεπεράσουν το 80% των προ πανδημίας επιπέδων φέτος, κάτι που θα δώσει πρόσθετη ώθηση στην ανάπτυξη της τάξης του 2-3%, χωρίς να συνυπολογίζονται οι εγχώριες δευτερογενείς επιδράσεις.
Επίσης, και ο κατασκευαστικός τομέας θα συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη, καθώς οι οικοδομικές άδειες αυξήθηκαν σχεδόν 30% πέρυσι σε υψηλό 11 ετών, ενώ οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 8,6% σε ετήσια βάση το α’ τρίμηνο. Η πιστωτική επέκταση συνεχίζεται, μετά από χρόνια συρρίκνωσης και το πώς η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, αναμένεται να στηρίξει περαιτέρω τις πιστώσεις και τις επενδύσεις.
Αν και το πραγματικό εισόδημα έχει συμπιεστεί από την εκτόξευση του πληθωρισμού, η κατανάλωση ήταν ανθεκτική λαμβάνοντας σημαντική στήριξη από την ισχύ της αγοράς εργασίας – με το ποσοστό της ανεργίας να υποχωρεί στο 12,5% τον Απρίλιο, το χαμηλότερο από τον Ιούνιο του 2010. Ωστόσο, όπως τονίζει η HSBC, κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί αργότερα μέσα στο έτος, παρά τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, ενώ το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και οι πιθανές ελλείψεις φυσικού αερίου θα μπορούσαν επίσης να επιβαρύνουν την ανάπτυξη.
Στις 17 Ιουνίου, πάνω από 12 χρόνια από τότε που η Ελλάδα μπήκε για πρώτη φορά στο πρόγραμμα διάσωσης τον Μάιο του 2010, το Eurogroup συμφώνησε ότι η χώρα θα μπορούσε να βγει από το τετραετές “καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης”. Η Ελλάδα έχει εξοφλήσει επίσης όλα τα δάνειά του από το ΔΝΤ και ξεκίνησε τη διαδικασία για την πρόωρη αποπληρωμή των 52 δισ. ευρώ των διμερών δανείων. Αυτό θα βοηθήσει στην περαιτέρω εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής του χρέους, ωστόσο δεν σημαίνει, ότι η Ελλάδα την… έχει γλυτώσει. Για να ξεκλειδώσει την τελική εκταμίευση Δεκέμβριο, η κυβέρνηση έχει αναλάβει αρκετές δεσμεύσεις, συμπεριλαμβανομένης της ψήφισης του προϋπολογισμού του 2023, τη δρομολόγηση της μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, τη μεταρρύθμιση του κτηματολογίου και περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις. Μετά από αυτό, η Ελλάδα θα παραμείνει υπό τον στενό έλεγχο των Βρυξελλών, με περίπου 300 στόχους και ορόσημα για να ξεκλειδώσει τα 31 δισεκατομμύρια ευρώ των κεφαλαίων του NGEU έως το 2026. Η κυβέρνηση πάντως παραμένει προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία και εξακολουθεί να αναμένει πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 2% του ΑΕΠ φέτος.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα συνεχίζει να ζητά παρέμβαση στην αγορά φυσικού αερίου (με ανώτατα όρια τιμών, ημερήσια όρια τιμών ή/και απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων) και ταχεία εφαρμογή του σχεδίου RePowerEU, με πολλά έργα να είναι ήδη στα σκαριά (σχετικά με τερματικούς σταθμούς LNG, επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ηλεκτρικό δίκτυο κ.λπ.)
Η HSBC αναφέρει πως οι DBRS και S&P αναβάθμισαν πρόσφατα την Ελλάδα μια βαθμίδα κάτω από το investment grade, ενώ η Fitch η οποία βαθμολογεί τη χώρα δύο σκαλοπάτια κάτω από το IG, θα επικαιροποιήσει την αξιολόγησή της στις 8 Ιουλίου.
Στα ατού της Ελλάδας, σύμφωνα με την βρετανική τράπεζα, είναι ότι διαθέτει υψηλά ταμειακά αποθέματα ύψους 38 δισ. ευρώ ή 20% του ΑΕΠ και έχει τη συνεχή στήριξη από την ΕΚΤ – παράταση του waiver για τα ελληνικά ομόλογα και ενεργοποίηση των ευέλικτων επανεπενδύσεων του PEPP -κάτι που θα διατηρήσει ευνοϊκές τις συνθήκες χρηματοδότησης. Η ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη θα βοηθήσει επίσης στο να τεθεί το ελληνικό χρέος σε σταθερή πτωτική τροχιά.
Μια πιθανή πηγή κινδύνου είναι το αυξανόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επισημαίνει η HSBC (στο πρώτο τρίμηνο διαμορφώθηκε στα 6,4 δισ. ευρώ και ήταν το χειρότερο από το 2010, όταν η Ελλάδα εμφάνισε έλλειμμα 10% του ΑΕΠ). Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις τιμές της ενέργειας και η ανάκαμψη του τουρισμού αναμένεται να βοηθήσει. Στο μέτωπο της χρηματοδότησης η εικόνα είναι ισχυρή, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις να κινούνται το 2021 σε ιστορικά υψηλό επίπεδο πέρυσι (2,8% του ΑΕΠ) σε σχέση με το μόλις 0,2% το 2010. Ωστόσο, όπως τονίζει η HSBC, ενισχύεται η ανάγκη να συνεχίσει η κυβέρνηση να εφαρμόζει πολιτικές που στηρίζουν τις εξαγωγές, αποθαρρύνουν τις εισαγωγές και ενισχύουν την εγχώρια παραγωγή ενέργειας.
Κούρταλη Ελευθερία
Facebook Comments