Το 2003 Ελληνική αντιπροσωπεία υπό την τότε δήμαρχο Αθηναίων κ. Ν. Μπακογιάννη επισκέφτηκε τον νεοεκλεγμένο πρωθυπουργό της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη.
Το κλίμα ήταν φιλικό και γόνιμες συζητήσεις έλαβαν χώρα. Το πιο αξιοσημείωτο από εκείνη την επίσκεψη ήταν όταν κατά την διάρκεια βραδινής δεξίωσης σε κέντρο κοντά στον Βόσπορο ο νεοεκλεγείς Ερντογάν είχε δείξει ζωηρό ενδιαφέρον για την Ελληνική ιστορία, το Πατριαρχείο και γενικά τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Ήταν τόσο έντονο το ενδιαφέρον που έδειξε που στην Ελληνική αποστολή δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Τούρκος πολιτικός ήθελε να χρησιμοποιήσει την Ελληνοτουρκική προσέγγιση σαν όχημα για την είσοδο της χώρας του στην Ε.Ε., πράγμα που γεννούσε προσδοκίες και ελπίδες για τον ειρηνικό εκδημοκρατισμό της Τουρκίας.
Τότε δεν ήταν αβάσιμες εκείνες οι προβλέψεις αν σκεφτεί κανείς ότι ο Ταγίπ Ερντογάν πριν το 2003 ήταν ένας πολιτικός που είχε βρεθεί στο στόχαστρο σφοδρών διώξεων από το Κεμαλικό καθεστώς πράγμα που κατέστησε το πρόσωπό του σύμβολο εκδημοκρατισμού και ελπίδας για αλλαγή.
Στις 27 Μαρτίου 1994 ο Ερντογάν εκλέγεται δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Η θητεία του χαρακτηρίζεται από νοικοκύρεμα των οικονομικών του αχανούς αυτού δήμου και από επαρκή αντιμετώπιση του προβλήματος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Όντας δήμαρχος σε δημόσια εκδήλωση απάγγειλε ποίημα Ισλαμικού περιεχομένου πράγμα που θεωρήθηκε ότι υποσκάπτει τα θεμέλια του Κεμαλικού κατεστημένου. Για την πράξη του αυτή διώχθηκε με ολιγόμηνη φυλάκιση. Η δίωξη αυτή υπήρξε καταλυτική για το πολιτικό του μέλλον γιατί τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο ενώ παράλληλα τον κατέστησε μαρτύρα του Μουσουλμανισμού στις αχανές Ισλαμικές μάζες της Ανατολίας.
Και κάπως έτσι το 2002 μαζί με το κόμμα του AKP, που είχε ιδρύσει έναν χρόνο πριν, καταφέρνει μια εντυπωσιακή νίκη στις βουλευτικές εκλογές εξασφαλίζοντας με ποσοστό 34% τα δύο τρίτα των εδρών της Τουρκικής βουλής. Στις επόμενες εκλογές του 2007 βγήκε νικητής με σαφώς ενισχυμένο ποσοστό της τάξης του 47%. Στον εκλογικό του θρίαμβο καταλυτικό ρόλο έπαιξε η αποκατάσταση της έως τότε καθημαγμένης Τουρκικής οικονομίας και η έξοδος της χώρας από το ΔΝΤ. Μετά από αυτήν την νίκη ήταν κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας και έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή τις πιο ευφάνταστες φιλοδοξίες του και τους πιο μύχιους στόχους του.
Από το σημείο εκείνο και έπειτα οι ελπίδες άρχισαν να διαψεύδονται. Όχι μόνον ο εκδημοκρατισμός δεν προχωρούσε αλλά τα πρώτα σημάδια αυταρχισμού είχαν κάνει έντονα την εμφάνιση τους. Τα δύο δημοψηφίσματα που ακολούθησαν το 2007 και το 2010 τον κατέστησαν και θεσμικά κυρίαρχο επί της δικαιοσύνης μειώνοντας περαιτέρω τις εξουσίες του στρατού. Χαρακτηριστικές είναι οι διώξεις μετά την αποκάλυψη του σχεδίου ανατροπής του με την κωδική ονομασία «Εργκενεκόν» ήταν μόνον η αρχή για αυτό που θα ακολουθούσε στην συνέχεια. Έως τον Απρίλιο του 2011, πάνω από 500 άτομα συνελήφθησαν και απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε 300 για συμμετοχή στην «τρομοκρατική οργάνωση Εργκενεκόν». Έως το 2015 οι περισσότεροι κατηγορούμενοι για την υπόθεση αυτή αθωωθήκαν, με τους δικαστές να αποφαίνονται πώς τα τεκμήρια που προσκομίστηκαν ήταν πλαστογραφημένα. Ασφαλώς λίγο αργότερα οι ίδιοι δικαστές κατηγορήθηκαν για συνομωσία κατά της Κυβέρνησης και εκδιώχθηκαν! Μετά από αυτήν την υπόθεση το άλλοτε παντοδύναμο Κεμαλικό καθεστώς είχε καταντήσει ένας σωρός από ερείπια.
Ύστατη μορφή αντίδρασης- αντίστασης του εναπομείναντος Κεμαλισμού υπήρξε η δραματική απόπειρα πραξικοπήματος της 16 ης Ιουλίου 2016. Τότε όλη η υφήλιος είδε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση να εκτυλίσσεται ένα δράμα προσπάθειας από τη μια παλινόρθωσης του παλιού και από ην άλλη καθιέρωσης του νέου καθεστώτος. Ο στρατός έδρασε βεβιασμένα και όπως συμφωνούσαν όλοι οι αναλυτές εν πολλοίς ανοργάνωτα. Από την άλλη πλευρά εκ των πραγμάτων φάνηκε ότι το Ερντογανικό καθεστώς περίμενε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και έδρασε εξαιρετικά αστραπιαία μετατρέποντας τα τζαμιά σε παραρτήματα του AKP και κέντρα οργάνωσης ενός ακραιφνούς μουσουλμανικού όχλου, που θύμιζε τους παλαιούς Βασιβουζούκους, που μέσα σε μια νύχτα έσφαξαν με μεσαιωνικό φανατισμό ότι έβρισκαν μπροστά τους καταφέρνοντας να διαλύσουν την απόπειρά πραξικοπήματος. Οι σκηνές με τους ημίγυμνους στοιβαγμένους στρατιώτες δεμένους πισθάγκωνα, τα καρατομημένα κεφάλια που τα περιφέρανε σε γέφυρες της Πόλης ουρλιάζοντας «Αλλάχου Έκμπερ», τα ασφυχτικά γεμάτα κελιά με κάθε λογής στρατιωτικούς και των τριών κλάδων, όλα αυτά κατέστησαν τον Ερντογάν απόλυτα κυρίαρχο στην Τουρκία.
Η επόμενη επιβεβαίωση της μονοκρατορίας του ήρθε οκτώ μήνες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 17 Απριλίου 2017 με ένα νέο δημοψήφισμα που καλούσε τους Τούρκους να δώσουν και άλλες εξουσίες στο πρόσωπο του. Το οποίο και κέρδισε με ποσοστό 51,4% έναντι 48,6% που πήρε το «Όχι». Το τελευταίο αυτό δημοψήφισμα αποτελούσε ασφαλώς μια ακόμα νίκη για τον Ερντογάν αλλά εδώ θέλουμε μια πιο προσεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων. Το ποσοστό του « Όχι» ήταν 48,6% παρά πολύ μεγάλο για να αγνοηθεί. Με βάση τα στοιχεία που έχουμε οι μεγαλύτερες αστικές περιοχές της Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη) καθώς και οι περιοχές που είναι σε άμεση επαφή με την δύση στήριξαν το «Όχι».
Επίσης αξιοσημείωτο αν και αναμενόμενο είναι ότι το «Όχι» επικράτησε με απόλυτη πλειοψηφία στην Κουρδική Ανατολία. Την ίδια στιγμή το «Ναι» κυριάρχησε στις περιοχές της κεντρικής Τουρκίας που είναι λιγότερο οικονομικά ανεπτυγμένες. Άρα η επόμενη ημέρα εκείνου του δημοψηφίσματος βρήκε τον Ερντογάν για ακόμα μια φορά κυρίαρχο και την Τουρκία θεσμικά πλέον χωρισμένη σε τρία κομμάτια: την μουσουλμανική Τουρκία, την κοσμική της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και φυσικά τις Κουρδικές περιοχές της Ανατολίας. Με τα σκάνδαλα να διαδέχονται το ένα το άλλο, την οικονομική κατάσταση να χειροτερεύει και μια Τουρκική λύρα να καταποντίζεται συνεχώς αυτός ο τριχασμός γίνεται όλο και βαθύτερος μέρα με την ημέρα. Και είναι αυτός που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις μοιραίες για το μέλλον του Ερντογάν εκλογές του 2023.
Facebook Comments